Οι νομοθετικές μεταβολές στο οικογενειακό δίκαιο και ιδίως στο θεσμικό πλαίσιο που αφορά τα παιδιά πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη περίσκεψη, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και εμμονές, ανεξάρτητα από επιρροές ομάδων συμφερόντων.
Το συμφέρον του παιδιού, που αποτελεί το ύψιστο κριτήριο για τη λήψη κάθε είδους απόφασης, είναι μια αόριστη νομική έννοια, η οποία εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Υπάρχει, δηλαδή, το πραγματικό συμφέρον συγκεκριμένου παιδιού που ανατρέφεται από συγκεκριμένους γονείς. Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθή και πρέπει να αποφεύγεται η νομοθέτηση γενικής φύσεως κριτηρίων για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του παιδιού.
Η έννοια της συνεπιμέλειας δεν είναι μονοσήμαντη. Υπάρχουν διάφορες μορφές κοινής άσκησης της επιμέλειας του παιδιού. Μπορούν να λαμβάνονται κοινές αποφάσεις για όλα τα σοβαρά θέματα του παιδιού, το οποίο θα διαμένει κυρίως με τον ένα γονέα και θα απολαμβάνει την κατά το δυνατόν ευρύτερη επικοινωνία με τον άλλο. Μπορεί να κατανέμεται η γονική μέριμνα μεταξύ των γονέων. Μπορεί το παιδί να διαμένει εναλλάξ στις κατοικίες των δύο γονέων, είτε για ίσο χρόνο είτε για άνισο, αν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και αυτή η λύση δεν αντίκειται στο συμφέρον του. Η συνεπιμέλεια με την τελευταία αυτή μορφή προϋποθέτει γονείς οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συνεργασθούν αρμονικά για την ισορροπημένη ανατροφή του παιδιού τους.
Δεν υπάρχουν ρυθμίσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που δεσμεύουν την ελληνική πολιτεία να νομοθετήσει καθιερώνοντας συγκεκριμένο σύστημα επιμέλειας και επικοινωνίας. Στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού δεν επιβάλλεται υποχρεωτική ίση χρονική κατανομή της επιμέλειας, αλλά επιδιώκεται η εξασφάλιση της συνυπευθυνότητας των γονέων για την ανατροφή του παιδιού και της άμεσης επαφής του παιδιού με τους δύο γονείς.
Επιχειρείται να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι έχουν πραγματοποιηθεί αξιόπιστες έρευνες που δείχνουν ότι η ίσου χρόνου εναλλασσόμενη κατοικία λειτουργεί ευνοϊκά για τα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν έρευνες με αντικρουόμενα πορίσματα, οι οποίες αφορούν συνήθως περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς έχουν συμφωνήσει στην εναλλασσόμενη κατοικία και δεν αντιδικούν. Πάντως, πρόκειται για έρευνες που έχουν διενεργηθεί σε χώρες με διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Εξάλλου, σύμφωνα με τις θέσεις της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος, σε διάφορες ηλικιακές φάσεις των παιδιών, αυτά εμφανίζουν άγχη και άλλες δυσκολίες στη διαχείριση της εναλλασσόμενης κατοικίας.
Η προωθούμενη νομοθετική μεταβολή πρέπει να παρέχει στο δικαστήριο την ευχέρεια επιλογής όλων των δυνατών μορφών ρύθμισης της επιμέλειας του παιδιού και της επικοινωνίας, έτσι ώστε να μπορεί να υιοθετήσει την προσφορότερη για το συμφέρον κάθε παιδιού, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικά όρια και σχετικά νόμιμα τεκμήρια.
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι, επιτέλους, αναγκαία η θεσμοθέτηση οικογενειακών δικαστηρίων, όπου ο δικαστής θα συνεπικουρείται από ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Η Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου έχει υποβάλει από το 2014 σχέδιο νόμου με αιτιολογική έκθεση σε πέντε υπουργούς, χωρίς ανταπόκριση. Οποια νομοθετική ρύθμιση και αν θεσπισθεί, τίποτε δεν θα αλλάξει ουσιαστικά αν οι δίκες για την επιμέλεια και την επικοινωνία του παιδιού δεν γίνονται με τέτοια διαδικασία η οποία θα αποκαλύπτει στον δικαστή την αληθινή προσωπικότητα του κάθε γονέα και το εύρος της καταλληλότητάς του να ασκεί την επιμέλεια.
• Η τοποθέτηση του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου για τη συνεπιμέλεια των παιδιών υπήρξε ομόφωνη. Πρόεδρος ο επίτιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες και μέλη οι καθηγητές Νομικών Σχολών, Θεοφανώ Παπαζήση, Χριστίνα Σταμπέλου, Κατερίνα Φουντεδάκη, Ιωάννα Κονδύλη, Παναγιώτης Νικολόπουλος, Στέφανος Γαβράς, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, και οι δικηγόροι Μιλένα Αποστολάκη και Κώστας Κουτσουλέλος.