Η δεκαπεντάχρονη από τη Θήβα εμφανίστηκε στην πύλη του νοσοκομείου λέγοντας ότι αισθάνεται άρρωστη εδώ και μία ημέρα. Η κατάστασή της ωστόσο δεν αξιολογήθηκε ως κρίσιμη, αφού της είπαν να επιστρέψει σπίτι της όπου ήδη δύο μέλη τη οικογένειάς της ασθενούσαν με κορωνοϊό. Δύο ημέρες αργότερα, κατέληξε, ενώ είχε επισκεφθεί και πάλι το νοσοκομείο χωρίς να γίνει εισαγωγή. Και δεν είναι η μόνη περίπτωση.
Μιλώντας στη Βουλή τον Ιανουάριο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε σημειώσει ότι στο δεύτερο κύμα του Νοεμβρίου του 2020 πάρα πολλοί από τους ασθενείς που κατέληξαν δεν πρόλαβαν να φτάσουν στη διασωλήνωση: «Η αλήθεια είναι ότι, όταν κάναμε τη διάγνωση, την εσωτερική διάγνωση του τι δεν πήγε καλά στη Μακεδονία και είχαμε αυτό τον τραγικό αριθμό θανάτων επί έναν μήνα, διαπιστώσαμε, δυστυχώς, ότι πολλοί ασθενείς, όχι από αστικά κέντρα αλλά από χωριά, έφταναν στα νοσοκομεία όταν ήταν ήδη πάρα πολύ άρρωστοι. Αυτό είναι μια πραγματικότητα την οποία πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, είναι μια αλήθεια την οποία διαπιστώσαμε στην πορεία, αυτός είναι και ο λόγος που, για ένα διάστημα τουλάχιστον, το ποσοστό των θανάτων ήταν πράγματι μεγαλύτερο από αυτό το οποίο περιμέναμε. Και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και όντως το να έρχεται κάποιος νωρίτερα στο νοσοκομείο είναι προφανώς καλύτερο από το να έρθει αργότερα».
Και στο πρώτο κύμα της πανδημίας υπήρξαν διακριτές περιπτώσεις, όπως μιας 42χρονης γυναίκας στην Καστοριά που πέθανε στο σπίτι της ύστερα από… οδηγίες του ΕΟΔΥ. Το θέμα, μετά τη συζήτηση του Ιανουαρίου στη Βουλή, επανήλθε στις κοινοβουλευτικές αίθουσες αυτή την εβδομάδα, στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, από τον Νίκο Βούτση (ΣΥΡΙΖΑ), μόνο που και αυτή η συζήτηση έμεινε στο επίπεδο της διαπίστωσης.
Η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας Αννα Μαστοράκου παραδέχεται ότι έναν χρόνο μετά την πανδημία –και στην πόλη της από όπου ξεκίνησε η διάγνωση της πανδημίας στη Νότια Ελλάδα– η περίθαλψη πριν και μετά τη διάγνωση της θετικότητας δεν λειτουργεί. Λιγότερο από τρία χιλιόμετρα απόσταση από το γραφείο της κ. Μαστοράκου, κάθε πρωί συνοδοί και ασθενείς συνωθούνται στις πύλες του νοσοκομείου «Αγιος Ανδρέας» που φιλοξενεί ταυτόχρονα εμβολιασμούς αλλά και κοντέινερ στα οποία γίνονται τεστ. Οποιος υποπτεύεται ότι ασθενεί από COVID-19 μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης έρχεται εδώ ή πηγαίνει στα δύο κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης που λειτουργούν στις άκρες της πόλης. Σε αυτά γίνονται και τεστ. Αλλά μόνο τις καθημερινές, διότι τα Σαββατοκύριακα πρέπει να μεταβεί κανείς στο μοναδικό ιδιωτικό εργαστήριο που κάνει μοριακούς ελέγχους στο κέντρο της πόλης, στην κάτω πλευρά της πλατείας Γεωργίου.
Μετ’ εμποδίων
Η κ. Μαστοράκου λέει ότι οι περισσότεροι πολίτες, εκτός από αυτούς που επείγονται να έχουν αποτέλεσμα το Σαββατοκύριακο, επιλέγουν να κάνουν τις εξετάσεις στις δημόσιες δομές «για να μη φορτώνονται με έξοδα σε εποχές που δεν υπάρχουν χρήματα». Η ίδια κάνει ιχνηλάτηση σε εκείνους που έρχονται με συμπτώματα, αλλά για τις στενές επαφές τους εξακολουθεί να τους στέλνει στο δημόσιο σύστημα. «Εκεί τα τεστ γίνονται ακόμα με το σταγονόμετρο». Αν κοιτάξει κανείς την ημερήσια χρήση των τεστ, θα προσέξει ότι τα λεγόμενα rapid tests βαραίνουν ακόμα περισσότερο, μερικές ημέρες πολύ περισσότερο. Στις 3/2/2021 ήταν 15.121 τα μοριακά και 23.500 τα rapid.
Σε αυτές τις συνθήκες, τα λεγόμενα ορφανά κρούσματα (εκείνα των οποίων δεν κατέστη εφικτό να αποκαλυφθεί η «προέλευσή» τους) έφταναν και πάλι το 52% (μέσα στην κρίση του Νοεμβρίου είχαν εκτιναχθεί στο 80%, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες που το πλήθος των κρουσμάτων ξεπέρασε τα όρια εκείνων που μπορούν να ιχνηλατηθούν) με ανοδική τάση.
Στο νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας» κατέστη δυνατό να εντοπιστεί το βρετανικό στέλεχος μόνο ύστερα από μοριακό έλεγχο και «αλληλούχηση» του θετικού δείγματος του μοριακού ελέγχου στην Αθήνα. Ετσι, από τα αρχικά 24 κρούσματα, τα περισσότερα από τα μέλη του προσωπικού και τους συνοδούς (τέσσερις γιατροί, εννέα νοσηλευτές, τρία μέλη διοικητικού προσωπικού και οκτώ ασθενείς που αρρώστησαν με κορωνοϊό) είχαν καθόλου ή ελάχιστα συμπτώματα. Εγινε ένας μεγάλος αριθμός μοριακών τεστ, αλλά και πάλι υπήρχαν «ασαφή δείγματα», 30%-40% ήταν ασυμπτωματικοί, αλλά πολύ πιο μεταδοτικοί, ενώ ο κορωνοϊός μεταφέρθηκε από τη μια κλινική του νοσοκομείου (Α΄ Παθολογική) στην άλλη (Β΄ Παθολογική). Τελικά, και στις δύο κλινικές ανιχνεύθηκαν συνολικά 44 θετικά δείγματα. Οι 18 που ήταν «εξωτερικοί», δηλαδή συνοδοί, έφυγαν χωρίς να μείνουν στο νοσοκομείο και χωρίς κατά κανόνα να τους παρακολουθεί κάποιος γιατρός πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην περιοχή της Πάτρας. Και το προσωπικό του νοσοκομείου που βρέθηκε θετικό δεν ανέπτυξε συμπτώματα ή, αν τα ανέπτυξε, μετά μία-δύο ημέρες παρήλθαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μετέδιδε τον ιό.
Για τον καθηγητή Παθολογίας και Λοιμώξεων στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας Μάριο Μαραγκό, ο ιός «έχει γίνει πιο μεταδοτικός. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι είτε στο Ρίο είτε στον “Αγιο Ανδρέα” παλιά προσέχαμε και τώρα δεν προσέχουμε». Ο κ. Μαραγκός, η κ. Μαστοράκου με τους συναδέλφους της, το βράδυ της Πέμπτης, συμφώνησαν πως οι γιατροί της πόλης θα παρακολουθούν τους ασθενείς πριν και μετά τη διάγνωση της θετικότητάς τους. Μέχρι σήμερα, περιορίζονταν σε ένα οξύμετρο στο σπίτι και ένα τηλεφώνημα στο νοσοκομείο (υπάρχουν ιδιώτες γιατροί που δυσκολεύονται να χρηματοδοτήσουν προστατευτικά μέτρα σε διαδοχικές επισκέψεις). Από αυτή την άποψη, είμαστε εκεί που ήμασταν τον περασμένο Μάρτιο.
Οι εμβολιασμοί στα νοσοκομεία
Στις αρχές του Ιανουαρίου ξεκίνησε ο εμβολιασμός των υγειονομικών στα νοσοκομεία της Αχαΐας. Η μεγάλη πλειονότητα των γιατρών στον «Αγιο Ανδρέα» εμβολιάσθηκε, ενώ στους νοσηλευτές το ποσοστό ήταν κάτω από 50%. Από τους υγειονομικούς (γιατρούς και νοσηλευτές) που νόσησαν, τρεις είχαν εμβολιασθεί αλλά δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν ανοσία. Η επιτροπή λοιμώξεων και η διεύθυνση του νοσοκομείου κατάφεραν πάντως να ελέγξουν την εξάπλωση της πανδημίας με το εξαιρετικά μεταδοτικό βρετανικό στέλεχος. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι απομακρύνθηκαν οι συνοδοί ασθενών, κάποιοι από τους οποίους είχαν βγει θετικοί. Η διασπορά στην κοινότητα στην Πάτρα είναι μεγάλη, καθώς κρούσματα καταγράφηκαν όχι μόνο σε νοσοκομεία, σχολεία και τόπους εργασίας, αλλά ακόμα και μέσα στα γραφεία της 6ης ΥΠΕ. Ιδιαίτερο πρόβλημα συνιστά και το γεγονός ότι μέσα στο νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας» γίνονται εμβολιασμοί. Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι εμβολιαστές είναι εμβολιασμένοι, με εξαίρεση τρεις. Πρόβλημα με υγειονομικούς που δεν έχουν κάνει το εμβόλιο υπάρχει και στο άλλο μεγάλο νοσοκομείο της πόλης, του Ρίου, όπου ενώ το 75% των γιατρών έχει εμβολιασθεί, το ποσοστό αντιθέτως των νοσηλευτών κινείται κάτω από το 30%.