Ηρθε ο καιρός να μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά για μερικά βαθιά και διαχρονικά τραύματα της ελληνικής κοινωνίας: τη βία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την αιμομειξία. Δύσκολα και επώδυνα θέματα, με θύματα κυρίως γυναίκες, παιδιά και ομοφυλόφιλους. Η πατριαρχική δομή της κοινωνίας μας ευνοούσε για πολλούς αιώνες τη συγκάλυψη και την κανονικοποίηση της βίας που ασκείται, πρώτον και κύρια, στην οικογένεια και μετά σε όλα τα επίπεδα, εργασιακά, πανεπιστημιακά, καλλιτεχνικά κ.ά. Σαν να υπήρχε άρρητα ένας κανόνας ότι εάν κάποιος έχει εξουσία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει πάνω στον υφιστάμενό του. Ή ότι μια όμορφη γυναίκα πάντα προκαλεί άμα τη εμφανίσει. Κατά πλειοψηφία θύτες αυτής της πρακτικής είναι άνδρες. Στη συγκάλυψη όμως ή τη διατήρηση αυτής της εξουσιαστικής λογικής συνυπεύθυνες είναι και οι γυναίκες. Πολλές φορές ταυτίστηκαν με τον επιτιθέμενο ή συγκάλυψαν με τη σιωπή τους τραύματα στην οικογένεια και στον περίγυρο. Η ψυχανάλυση και η ψυχοθεραπεία δέχονται στους κόλπους τους συνεχώς τέτοια περιστατικά. Το σεξ, διά στόματος Φρόιντ, είναι πάντα ένα πεδίο για ποικίλες φαντασιώσεις, προβολές, επιθυμίες, αναστολές και διεγέρσεις. Αυτό κινεί τον κόσμο ως ενόρμηση και την ίδια στιγμή άνθρωποι με παθολογία μπορούν να το μετατρέψουν σε ένα τεράστιο τραύμα που ποτέ δεν επουλώνεται, ποτέ δεν κλείνει. Η «Κ» ζήτησε από έξι καταξιωμένους ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές να ανοίξουν τον φάκελο «Σεξουαλική κακοποίηση», μέσα από το δικό τους πρίσμα, με τη δική τους γνώση. Στόχος μας η κατανόηση. Ο διάλογος θα πάει βαθύτερα, όταν κάποια στιγμή αλλάξουν οι άνθρωποι, μετατοπιστούν οι κοινωνίες.
Σάββας Σαββόπουλος, διδάσκων αναλυτής, ψυχαναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ενωσης.
Ψυχική ερημιά και σαδισμός στον άνδρα θύτη
– Τι κάνει έναν άνδρα εκφοβιστή ή βιαστή;
– Ο πολιτισμός θεσπίστηκε για να ελεγχθούν τα επιθετικά και σεξουαλικά ένστικτα του ανθρώπου, ώστε να μπορέσει να ζήσει σε ασφαλείς και συγκροτημένες κοινωνίες.
Κάποια άτομα εμφανίζουν ανεξέλεγκτα ένστικτα είτε επειδή τραυματίστηκαν πρώιμα στη ζωή τους, είτε επειδή η οικογένειά τους παραμέλησε τη διαδικασία εκπαίδευσης, εξημέρωσης των αντικοινωνικών ενορμήσεων.
Αρκετοί βίαιοι άνδρες είχαν κακοποιηθεί σωματικά στην παιδική τους ηλικία. Για αυτά τα παιδιά, η πραγματικότητα γίνεται εφιάλτης και κατακερματίζει τον ψυχισμό τους.
Το θύμα για να επιβιώσει συχνά ταυτίζεται με τον θύτη και στη συνέχεια επιβάλλει στους άλλους τη βία που υπέστη. Βία επέδειξαν κάποιοι άνδρες, που, ως παιδιά, βίωσαν από τους γονείς τους εγκατάλειψη, ψυχρότητα, αδιαφορία. Αλλά και άνδρες που οι γονείς τους δεν προσπάθησαν να τους βάλουν όρια, να τους μάθουν να τιθασεύουν τα βίαια ένστικτά τους.
Αυτοί οι άνδρες με τη βίαιη συμπεριφορά επιδιώκουν να αντισταθμίσουν την εσωτερική απουσία ελέγχου στον εύθραυστο ψυχισμό τους. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος βίας και ψυχικής ερημιάς, μέχρι την καταστροφή του θύματος, του θύτη ή και των δύο.
Ο βίαιος άνδρας ουσιαστικά επιδιώκει να ξεριζώσει τη θηλυκότητα –που βιώνει ως αναπηρία– από μέσα του. Μισεί τη θηλυκή του πλευρά –αποτέλεσμα ταύτισης με τη μητέρα– την οποία προβάλλει στις γυναίκες και που στη συνέχεια επιδιώκει να εξοντώσει. Η εξουσία, το χρήμα, η βία σε γυναίκες και η κοινωνική καταξίωση δεν θα επιτύχουν να εξαφανίσουν το τραύμα. Οι υποθέσεις Epstein και Weinstein είναι δηλωτικές. Η βία ορισμένων ανδρών, που εμφανίζονται ως ισχυροί και ανάλγητοι, αποτελεί έκφραση της εσωτερικής τους έντασης και συχνά παραπέμπει σε ένα πρώιμο τραύμα. Αυτή η βία ίσως ασυνείδητα να απευθύνεται σε αυτόν που τον κακοποίησε, που τον παραμέλησε, που τον εξευτέλισε.
Ιδιαίτερα ο σαδιστής επιδιώκει να εξασφαλίσει την αδιαμφισβήτητη κατοχή της γυναίκας ή του άνδρα, όπου κατευθύνει τα βίαια σεξουαλικά ένστικτά του. Το σώμα του άνδρα ή της γυναίκας που υποφέρει μαρτυρά τις ωμές και απεχθείς καταστάσεις που επιβάλλει ο σαδιστής. Αυτός με την ψυχρότητά του αναζητεί την ακραία οδύνη του θηράματός του, ουσιαστικά να παραβιάσει το σώμα, να σκίσει το δέρμα, να διαρρήξει τις ερωτογόνες οπές του θηράματός του.
Ηδονίζεται να βλέπει στα μάτια του θύματός του να αποδομείται το εγώ του, να χάνει την οποιαδήποτε σιγουριά για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Αρνείται ουσιαστικά τη φυσική και πολιτισμική τάξη των πραγμάτων, την κατάλυση του εγώ. Και αυτό το απολαμβάνει. Ο βιασμός είναι ένα καταστροφικό γεγονός τόσο για το σώμα, τον ψυχισμό, την ταυτότητα και την ιστορία του θύματος, όσο και για όλη την κοινωνία και τον πολιτισμό. Κάθε βιασμός είναι ένα πλήγμα στην κοινωνική παρουσία και θέση της γυναίκας, στην αξιοσύνη της και τη γονιμότητά της.
Νέλλυ Γεωργούδη, κλινική ψυχολόγος-ψυχαναλύτρια, επιστημ. συνεργάτις στη Διεύθυνση Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Παιδιατρικής (Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού).
Ο νόμος του αιμομεικτικού φραγμού
– Σε τι συνίσταται η ενδοοικογενειακή παραβίαση – με τι όρους; Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να ξεφύγει από αυτή την τραυματική κατάσταση;
– Η ανακάλυψη της παιδικής σεξουαλικότητας από τον Φρόιντ αφορά συνιστώσες της ψυχικής ανάπτυξης και διαφοροποιείται από τη γενετήσια ενήλικη σεξουαλικότητα. Ως ενδοοικογενειακή σεξουαλική παραβίαση ανηλίκων και αιμομεικτική πρακτική εννοείται η εμπλοκή παιδιών και εφήβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο, από γονιό, άμεσο συγγενή, αλλά και γενικότερα από όποιον ενήλικα μέσα στη οικογένεια κατέχει ευρύτερα γονεϊκή θέση και λειτουργία (βλ. πρόσφατη υπόθεση Kouchner versus Olivier Duhamel στη Γαλλία, που αποκαλύπτει επίσης την ανοχή και τη συνενοχή του περιβάλλοντος). Πρόκειται για μια μορφή ενδοοικογενειακής βίας που βασίζεται στην επιβολή, στη σαγήνη, στην κατοχή και εδραιώνεται μέσα σε ένα κλίμα σιωπής («το μυστικό μας»).
Oπως έχει αναπτυχθεί από τον Sandor Ferenczi στο κείμενό του «Σύγχυση γλωσσών ανάμεσα στους ενήλικες και τα παιδιά», στα αιτήματα φροντίδας, προστασίας, τρυφερότητας του παιδιού ή του εφήβου, ο ενήλικας ανταποκρίνεται σεξουαλικά, με τη γλώσσα του ερωτικού πάθους. Συνεπώς δεν ισχύει επ’ ουδενί η έννοια της «συναίνεσης». Οι αιμομεικτικές πρακτικές λειτουργούν τραυματικά στον ψυχισμό παιδιού και εφήβου. Κάνουν πραγματικότητα, δίνουν «σάρκα και οστά» σε μια ασυνείδητη οιδιπόδεια επιθυμία, που έχει σαφώς δομική αξία για την ψυχική του διαμόρφωση, αλλά ως φαντασίωση και μόνο! Επιβάλλουν μια εισβολή διέγερσης μη επεξεργάσιμη και αφομοιώσιμη.
• Το ελληνικό #MeToo με το βλέμμα στις ΗΠΑ
Καταργώντας έτσι τη διαφορά και την αλληλουχία των γενεών, εκτινάσσουν το παιδί και τον έφηβο εκτός της ηλικιακής τους ομάδας. Ακυρώνεται το αίσθημα εμπιστοσύνης προς τον ενήλικα, που οφείλει να φροντίζει, να προστατεύει και να διαφυλάσσει το όριο και τον νόμο του αιμομεικτικού φραγμού. Η σιωπή και το αίσθημα ενοχής παιδιού και εφήβου δεν αφορούν μόνο την υποτιθέμενη «συμμετοχή» τους, αλλά και την έγνοια τους να διατηρηθεί η συνοχή της οικογένειας, που εν προκειμένω όμως είναι μια ψευδο-συνοχή.
Επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις, ο νόμος του αιμομεικτικού φραγμού δεν είναι επαρκώς εσωτερικευμένος, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη είναι ουσιώδης, γιατί αναγνωρίζει το αδιανόητο και θέτει την απαγόρευση και τα όρια επί της πραγματικότητας, εκεί όπου είχαν καταλυθεί. Η ψυχοθεραπευτική εργασία και ένα σταθερό υποστηρικτικό πλαίσιο φροντίδας του παιδιού και του εφήβου μπορούν να ευνοήσουν την επεξεργασία του ψυχικού τραύματος και να ενισχύσουν τις νικηφόρες άμυνες και την ικανότητα ανθεκτικότητας με στόχο τη μετάβαση σε μία αναμενόμενη, για την ηλικία του, ψυχο-συναισθηματική ανάπτυξη.
Αριέλλα Ασέρ, ψυχαναλύτρια, μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
Η εξουσία στα χέρια ναρκισσιστικών ατόμων
– Πώς συνδυάζεται η άσκηση ή η κατάχρηση εξουσίας με τη διέγερση;
– Αν η εξουσία που ασκείται ως έλεγχος των ενστίκτων για την εξέλιξη του πολιτισμού και της προόδου είναι η ίδια με εκείνην που ενεργοποιείται στους πολέμους, στην κατάκτηση ή την καθυπόταξη ενός λαού, ή στην κατάκτηση/ταπείνωση του άλλου, ίδια είναι και η ενορμητική πηγή που τροφοδοτεί αυτές τις εκδηλώσεις της συλλογικής ζωής ή του ατομικού ασυνείδητου. Με αυτή την έννοια η εξουσία απελευθερώνει τις διεγέρσεις, αφήνοντας τις καταστροφικές ενορμήσεις να πάρουν το επάνω χέρι.
Eχουμε συνηθίσει να θεωρούμε την εξουσία αφροδισιακό, και όχι αδίκως, ειδικά όταν είναι στα χέρια ναρκισσιστικών ή διαστροφικών προσωπικοτήτων. Αν η διέγερση που γεννά η εξουσία σε εκείνον που την ασκεί δεν εσωτερικεύεται, δεν συμβολοποιείται, μοιραία θα γίνει καταναγκαστική, και θα οδηγήσει σε συμπεριφορές χωρίς μέτρο, κάτω από τον αστερισμό της παντοδυναμίας. «Ο κάθε άνθρωπος πάει ώς εκεί που θα βρει όρια, λέει ο Μοντεσκιέ […] Ακόμα και η αρετή χρειάζεται όρια». Οι εκτροπές και η κατάχρηση της εξουσίας είναι αναμενόμενες λόγω της μόνιμης έντασης στην πάλη ανάμεσα στις ενορμήσεις της ζωής και σε εκείνες του θανάτου. «Το αποφασιστικό ερώτημα για τη μοίρα του ανθρώπινου είδους –γράφει ο Φρόιντ στο “Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας”– μου φαίνεται πως είναι κατά πόσον η ανάπτυξη του πολιτισμού θα μπορέσει να επιβληθεί στη σύγχυση που φέρνει στη συλλογική ζωή η ανθρώπινη ενόρμηση της επίθεσης και του αυτο-αφανισμού».
– Τι ελλείμματα κουβαλούν τέτοιοι άνδρες και γιατί οι γυναίκες στο παρελθόν έχουν κατά καιρούς ταυτιστεί με τον επιτιθέμενο (ερωτικά γράμματα σε βιαστές κ.λπ.);
– Συχνά αυτές οι καταναγκαστικές συμπεριφορές βίας και ασέβειας του άλλου συνδέονται με πρώιμες και «μη αναγνωρισμένες» εμπειρίες του δράστη. Αναφέρομαι σε υπόρρητες μνήμες, οι οποίες μπορεί να μην έχουν καν οργανωθεί ως αναμνήσεις, που έμειναν κατά κάποιο τρόπο έξω από τον ψυχισμό αυτών των ανθρώπων, και επαναλαμβάνονται αέναα αναζητώντας ψυχικοποίηση. Και μιας και ετέθη το θέμα της ταύτισης με τον επιτιθέμενο, μπορεί κάλλιστα ο δράστης να είναι ταυτισμένος με έναν επιτιθέμενο της δικής του ιστορίας. Τι είναι η ταύτιση; Είναι η πρώτη συναισθηματική σχέση με τον άλλον. Οσο για την ταύτιση με τον θύτη επιτρέπει στο θύμα να περάσει από την ταπεινωτική παθητικότητα μέσα στην οποία κακοποιήθηκε, στην ενεργητικότητα, διατηρώντας μια αυταπάτη ελέγχου. Ετσι το θύμα μένει εσαεί συνδεδεμένο με τον θύτη του τον οποίο έχει ενδοβάλλει. Αυτή η στάση, αποτέλεσμα του φόβου, είναι ουσιαστικά μια απόλυτη υποταγή στη θέληση του βιαστή. Εξ ου και η τεράστια δυσκολία αποσύνδεσης από ένα βιαστή με τον οποίο έχεις ταυτιστεί: ξεριζώνοντάς τον, ξεριζώνεις από μέσα σου ένα κομμάτι του εαυτού σου.
Ελίζα Νικολοπούλου, κλινική ψυχολόγος – ψυχαναλύτρια.
Το «αίνιγμα του μαζοχισμού»
– Γιατί οι γυναίκες στα βάθη των αιώνων αποδέχονταν (όχι όλες) μια κακοποιητική συμπεριφορά του άνδρα-αφέντη-εξουσιαστή; Τι σχέση έχει όλο αυτό με τον γυναικείο μαζοχισμό;
– Είναι πάντοτε επισφαλής η αναφορά σε εξειδικευμένες έννοιες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας συνολικότερης θεωρητικής σκέψης και οι οποίες χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και στην καθομιλουμένη. Απέναντι στο «αίνιγμα του μαζοχισμού», ο Φρόιντ διακρίνει τρία είδη, που αφορούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Τον «πρωτογενή ερωτογενή μαζοχισμό», μια σημαντική συνιστώσα του ψυχισμού που οργανώνει τη μείξη των δύο αντιτιθέμενων εντός μας δυνάμεων: της ζωής/έρωτα και της καταστροφικότητας. Τον «ηθικό μαζοχισμό», που συνδέεται με την ανάγκη τιμωρίας και με την υπερβάλλουσα (ασυνείδητη) ενοχή. Καθώς και εκείνον που, (ατυχώς όπως έχει επισημανθεί), ονομάζει «γυναικείο μαζοχισμό» και τον οποίον περιγράφει κατά κύριο λόγο στους άνδρες.
Η σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη αναπτύσσει τον καίριο ρόλο του «πρωτογενούς ερωτογόνου μαζοχισμού», καθώς αυτός επιτρέπει όχι μόνο να αντέχουμε αλλά και να αντλούμε ένα είδος ευχαρίστησης από την αναμονή, τη ματαίωση, ή τη δυσαρέσκεια, διατηρώντας ζωντανό το «επιθυμείν». Είναι μια εσωτερική συνθήκη, που χτίζεται στην αρχή της ζωής και της ανακάλυψης του εαυτού και του κόσμου, στο πλαίσιο μιας σχέσης εμπιστοσύνης και επαρκούς ισορροπίας μεταξύ εμπειριών ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας. Μαζοχιστική ευχαρίστηση που μπορεί να αποβεί σωτήρια για τον ψυχισμό, απέναντι ειδικότερα στο τραύμα της βίας, με την ντροπή, την ταπείνωση και την ενοχή που αυτή επιφέρει.
• Το #MeToo έφτασε και στην Ελλάδα
Πολλές οι συνέπειες για τη σκέψη και την ψυχή όταν ο μαζοχισμός δεν λειτουργεί ως «φύλακας ζωής» και όταν ο ναρκισσισμός δεν πληροί την ευεργετική του λειτουργία αγάπης και φροντίδας του εαυτού. Ενδεικτικά: ορισμένα άτομα αντλούν ευχαρίστηση σχεδόν αποκλειστικά από τον σωματικό ή ψυχικό πόνο, που είτε υφίστανται είτε επιβάλλουν στον άλλον. Ενίοτε πάλι, το «υποφέρειν» χρησιμοποιείται ως τρόπος εξουσίας και παρέχει την ευχαρίστηση της κατοχής εκείνου που εξουσιάζει. Συνηθέστερη ίσως είναι η υιοθέτηση μια στάσης υποταγής: το άτομο, προκειμένου να διατηρήσει την αγάπη του άλλου, τον οποίον είτε εξιδανικεύει είτε φοβάται, αποξενώνεται από τη δική του επιθυμία και υποτάσσεται στην επιθυμία του άλλου και στην εξωτερική πραγματικότητα. Δεν πρόκειται για «αποδοχή», αλλά για συμμόρφωση ως μια (έσχατη) «λύση» επιβίωσης. Με αυτήν την έννοια δεν τίθεται θέμα συναίνεσης.
Δεν αναφερόμαστε εδώ ούτε στο συναινετικό ερωτικό παιχνίδι ενηλίκων ούτε στις φαντασιώσεις, οι οποίες, εξάλλου, δεν συνεπάγονται επ’ ουδενί επιθυμία ή θέληση πραγμάτωσής τους. Τα φαινόμενα εξουσίας και βίας μεταξύ ανδρών και γυναικών καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, εκφάνσεων και έντασης. Από ψυχαναλυτικής άποψης νομίζω ότι εδώ αγγίζουμε το τεράστιο ζήτημα της διαφοράς των φύλων και αποδοχής της ετερότητας. Τι είναι εκείνο που φοβάται ο άνδρας στη γυναίκα και, αντιστρόφως, η γυναίκα στον άνδρα; Τι είναι εκείνο που τρομοκρατεί απέναντι στον όμοιο, μα και τόσο διαφορετικό, άλλον; Τι καθίσταται αντικείμενο φθόνου; Νομίζω ότι εδώ διαγράφεται και η συμβολή της ψυχανάλυσης, η οποία κινούμενη πέρα από τη διχαστική λογική «θύμα/θύτης», διερευνά τις περίπλοκες κινήσεις του ψυχισμού και του ασυνείδητου, την εκάστοτε υποκειμενική ισορροπία ή ανισορροπία, συμβάλλοντας και συμμετέχοντας περαιτέρω στην εργασία του πολιτισμού.
Ευαγγελία Ανδριτσάνου, ψυχοθεραπεύτρια, συγγραφέας.
Η σιωπή και η ενδοτική στάση των γυναικών
– Γιατί παίρνει τόσο πολύ χρόνο στις γυναίκες να μιλήσουν;
– Η βία είναι μια προσπάθεια να νικηθεί ο άλλος, εκείνος τον οποίο προφανώς αντιλαμβανόμαστε ως αντίπαλο ή ως εχθρό, ως κάποιον που μας απειλεί. (Την καταφυγή στη ατομική ή συλλογική βία αναλύει διεξοδικά ο Ρόλο Μέι στο βιβλίο του «Εξουσία και αθωότητα. Αναζητώντας τις πηγές της βίας», εκδόσεις Αρμός).
Τα πρόσωπα της βίας αποκαλύπτονται αργά ή γρήγορα στην ψυχοθεραπευτική διεργασία. Μπορεί να είναι η καθημερινή υποτίμηση, ο συστηματικός χλευασμός, η απαξίωση, ο εκφοβισμός, οι σαδιστικές συμπεριφορές στον εργασιακό χώρο από έναν προϊστάμενο, από τον εργοδότη, από μια ομάδα συναδέλφων, η έμμεση απαίτηση σεξουαλικού ανταλλάγματος για την εύνοια του ισχυρότερου στην εργασία, στις σπουδές, στην τέχνη, στην πολιτική, η εκμετάλλευση ή οικειοποίηση του έργου ενός νεότερου συνεργάτη και πολλά άλλα, για να αναφέρω μερικές από τις εκδηλώσεις βίας απέναντι σε γυναίκες (και σε άνδρες), με τις οποίες ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες.
Οι απόπειρες άσκησης βίας είναι πιθανό να μην εκλείψουν σύντομα στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπου το άτομο αισθάνεται όλο και πιο ανίσχυρο, όλο και πιο μετέωρο. Είναι ωστόσο πολύ σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να βοηθήσουμε τους αποδέκτες των βίαιων συμπεριφορών, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις γυναίκες, να πάψουν να τις αποδέχονται ως «συνηθισμένες» ή «αναμενόμενες», δηλαδή ως κάτι φυσιολογικό. Να τις διαβεβαιώσουμε ότι η φωνή τους, έστω και εκ των υστέρων, θα ακουστεί και ότι θα δώσουμε προσοχή και φροντίδα στα συναισθήματα παραβίασης, φόβου, ντροπής και ενοχής που βίωσαν.
Εννοείται ότι η ενδοτική στάση μιας γυναίκας είναι πολύ συχνά καθρέφτης της βίας που έχει υποστεί στη διάρκεια της ανάπτυξής της, μιας βίας που είναι η αγνόηση των συναισθημάτων, η υποτίμηση των αναγκών ή η απόρριψη των επιθυμιών της από τους γονείς, όταν ήταν παιδί. Σκεφτόμουν τις αθλήτριες που δήλωσαν: «Δεν είπα τίποτα στους γονείς μου, γιατί θα με σταματούσαν από το άθλημα». Τα κορίτσια αυτά περίμεναν λοιπόν ότι, αν απευθύνονταν στους γονείς τους για προστασία, το πρώτο που θα έκαναν εκείνοι θα ήταν να τις τιμωρήσουν στερώντας τους αυτό που αγαπούσαν.
Ακόμα δυσκολότερο είναι για ένα παιδί να αντιδράσει, όταν εκείνος που του ασκεί σεξουαλική βία είναι, εκτός από ισχυρός, και αγαπημένος του άνθρωπος: ένας θείος, ένας παππούς. Είναι εντυπωσιακό πόσο δύσκολα πείθεται μια ενήλικη γυναίκα, η οποία είχε παρενοχληθεί σεξουαλικά ως παιδί από τον αγαπημένο της θείο, ότι η ίδια (δηλαδή το κοριτσάκι των 6 ή 7 χρόνων που ήταν τότε) δεν φέρει καμία απολύτως ευθύνη για τη βαθιά τραυματική αυτή εμπειρία. «Εγώ όμως ήμουν αυτή που πήγαινε συνεχώς και τον αγκάλιαζε», επιμένει. Επίσης, ένα παιδί που έχει εκπαιδευθεί ασυνείδητα να φροντίζει συναισθηματικά τους γονείς του, είναι βέβαιο πως δεν θα μοιραστεί μαζί τους ένα περιστατικό σεξουαλικής βίας, για να μην τους αναστατώσει. Ενα τέτοιο παιδί δεν έχει μάθει να φροντίζει τη δική του ασφάλεια, αλλά τις ανάγκες των άλλων. «Μου είπε να πάω στο δωμάτιό του, αρχικά δεν ήθελα, αλλά τελικά πήγα». Εννοείται ότι και αυτή την υποχώρηση το παιδί ή ο νέος άνθρωπος την κουβαλάει στο εξής ως ενοχή.
Σε αυτό μπορεί να είναι καίρια η συμβολή της ψυχοθεραπείας. Βοηθώντας τον θεραπευόμενο να προσδιορίσει τα ψυχικά του όρια, τον διευκολύνουμε πρώτα να αναγνωρίζει με σιγουριά τι συνιστά για τον ίδιο παραβίαση. Στη συνέχεια, δουλεύοντας πάνω στα βιώματα του παρελθόντος, τον βοηθάμε να αναβιώσει σε ασφαλές πλαίσιο τα παλιά τραύματα και να αντιληφθεί την απόσταση που τον χωρίζει από τον ανήλικο εαυτό του, έναν εαυτό πλήρως εξαρτημένο από το (λιγότερο ή περισσότερο) ανεπαρκές ή και κακοποιητικό οικογενειακό πλαίσιο.
Αμαλία Ατσαλάκη, δρ Κλινικής Ψυχολογίας Παν/μίου Paris VII – ψυχοθεραπεύτρια.
Συγκάλυψη στο «όνομα της ελευθερίας»
– Πόσο μοιάζουν οι Eλληνες με τους Γάλλους;
– Νομίζω ότι η Γαλλία και η Ελλάδα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, που στην κάθε περίπτωση ωστόσο εκκινεί από διαφορετική αφετηρία: στην Ελλάδα οι καταγγελίες περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης σε χώρους εκπαιδευτικούς ή εργασιακούς για χρόνια είχαν αποσιωπηθεί ή αποθαρρύνονταν, επειδή η ελληνική οικογένεια και κοινωνία ήταν (και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν) βαθιά συντηρητικές. Στη Γαλλία, πάλι, αντίστοιχα, συγκαλύπτονταν για τον φαινομενικά αντίθετο λόγο: το εμβληματικό σύνθημα «απαγορεύεται να απαγορεύεις» των εξεγέρσεων του Μάη του 1968 εύκολα μπορεί να παρερμηνευθεί ως προτροπή να αρθεί κάθε φραγμός «στο όνομα της ελευθερίας», παραγνωρίζοντας εν προκειμένω ότι όταν παραβιάζονται τα όρια στις σχέσεις αυτό γίνεται από την πλευρά του ισχυρότερου που διεκδικεί να γίνεται σεβαστή η ελευθερία του!
Η ανεκτικότητα της γαλλικής κοινωνίας σε ζητήματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από τη σκέψη διανοητών και συγγραφέων όπως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Μπατάιγ, ο Μπαρτ, που τα κείμενά τους για τον ερωτισμό αποτελούν σημαντική κληρονομιά του γαλλικού πολιτισμού. Ωστόσο, αν κάτι κατέδειξαν οι προαναφερθέντες είναι ότι στη σεξουαλικότητα κυρίαρχη δεν είναι η πράξη αλλά η φαντασίωση και το να «επιτρέπονται τα πάντα», δεν κάνει την επιθυμία να φουντώνει αλλά μάλλον να ατονεί.
Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις στη Γαλλία έχει γίνει κατάχρηση μιας πιο «ανοιχτής» αντίληψης για το τι μπορεί να είναι επιτρεπτό στη σεξουαλικότητα, προκειμένου να «νομιμοποιηθούν» πρακτικές και συμπεριφορές ανθρώπων που βρίσκονταν σε θέση εξουσίας. Αυτό μάλιστα εκεί, συχνότερα ίσως από ό,τι εδώ, λόγω της πνευματικής παράδοσης της χώρας, δεν γινόταν με τον απροκάλυπτο τρόπο που χρησιμοποιεί κάποιος που έχει τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή του σε αυτόν που εξαρτάται από κείνον, όπως ο εργοδότης στην υπάλληλο που αν δεν «ενδώσει» κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της, αλλά μέσα από μια στρατηγική που έχει στοιχεία διαστροφής.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πότε πρόκειται για σαγήνη που πηγάζει από τη νοούμενη υπεροχή η οποία αποδίδεται σε κάποιον αυθόρμητα στο πλαίσιο μια ασύμμετρης σχέσης (όπως όταν ο μαθητής ερωτεύεται την καθηγήτριά του ή η αθλήτρια τον προπονητή της) και πότε για βία που ασκείται προς κάποιον νεότερο ή ευρισκόμενο σε θέση εξάρτησης, υλικής, συναισθηματικής ή παιδαγωγικής, και στην οποία εκείνος καλείται να υποκύψει με πρόσχημα την αδιαφιλονίκητη έλξη που θα έπρεπε να αισθάνεται αν «απελευθερωνόταν» από τις αναστολές του…
Η ψυχανάλυση ως θεωρία έχει αναφερθεί διά στόματος Ferenzci στην τραυματική «σύγχυση γλωσσών» που μπορεί να προκύψει όταν σε μία συνάντηση η σεξουαλική διέγερση του ενός συναντιέται με την αναζήτηση αναγνώρισης, τρυφερότητας, αποδοχής από την πλευρά του άλλου.