Σύσσωμη η ελληνική κοινωνία βιώνει τον τελευταίο καιρό αλλεπάλληλα σοκ, καθώς τραύματα που μέχρι πρότινος αιμορραγούσαν, αθέατα και σιωπηλά, έρχονται σιγά σιγά στην επιφάνεια. Με πρωτοστάτες ανθρώπους του αθλητισμού και του πολιτισμού, πολλοί έχουν βρει το θάρρος να μοιραστούν επώδυνες εμπειρίες, κάποιοι για πρώτη φορά, στον Τύπο, στους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τους φίλους, τους γονείς τους. Πριν από λίγες εβδομάδες, περισσότερα από 60 άτομα μοιράστηκαν εμπειρίες σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης με την «Κ» – η συντριπτική πλειονότητά τους τις είχε βιώσει στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία. Και όσο το βουνό των περιστατικών που αποκαλύπτονται μεγαλώνει, τόσο οι γονείς ανησυχούν μήπως τα παιδιά τους μπορούν κι εκείνα να πουν #MeToo, και άλλοι αναρωτιούνται με ποιον τρόπο να τους μιλήσουν για να τα προφυλάξουν από ένα πιθανό τραύμα που θα τα στιγματίσει για μια ζωή.
Ο Γεράσιμος Κολαΐτης, καθηγητής Παιδοψυχιατρικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής της παιδοψυχιατρικής κλινικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», λέει στην «Κ» πως ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς θα μιλήσουν στα παιδιά τους πρέπει να είναι απλός, σαφής και κατάλληλος για το αναπτυξιακό και ηλικιακό τους επίπεδο. «Τέτοιες συζητήσεις προφανώς δεν θα προλάβουν οπωσδήποτε τη σεξουαλική κακοποίηση, ωστόσο η γνώση και η ενημέρωση των παιδιών αποτελούν ισχυρά όπλα, ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά που είναι ευάλωτα εξαιτίας της άγνοιας και της αθωότητάς τους», αναφέρει ο ίδιος. Τι μπορούν όμως να τους πουν;
Αρχικά, οι γονείς πρέπει από μικρή ηλικία να μιλούν στα παιδιά για το σώμα τους και για τα διαφορετικά είδη αγγιγμάτων – «να τους μάθουν δηλαδή σχετικά με το μυστικό άγγιγμα και όχι τόσο το “καλό” και το “κακό” άγγιγμα, αφού και ένα κακό άγγιγμα μπορεί να μην πονάει ή να είναι δυσάρεστο», τονίζει ο κ. Κολαΐτης, κάτι που έχουν προηγουμένως αναφέρει και θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στην «Κ».
Σε κάποιες περιπτώσεις, ιδίως όταν η κακοποίηση προερχόταν από συγγενικό πρόσωπο και έλαβε χώρα όταν ήταν μικρά παιδιά, την αντιλαμβάνονταν ως έκφραση αγάπης – η επαφή όμως ήταν πάντα μυστική, οπότε αυτός ο διαχωρισμός ίσως είναι πιο ξεκάθαρος. Ο κ. Κολαΐτης τονίζει επίσης πως οι γονείς πρέπει να περάσουν στα παιδιά πως «δεν υπάρχουν “μυστικά” που αφορούν το σώμα μας» και ότι μερικά σημεία του σώματος είναι ιδιωτικά. Ενας εύκολος τρόπος για να αντιληφθούν τα παιδιά ποια μέρη του σώματός τους είναι ιδιωτικά είναι ο κανόνας του εσώρουχου. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, ένα στα πέντε παιδιά γίνεται θύμα κακοποίησης και ένας τρόπος να το αποφύγει κανείς αυτό είναι να μάθει στο παιδί του ότι δεν πρέπει να το αγγίζουν στα σημεία που καλύπτονται από τα εσώρουχα, όπως και το ίδιο να μην αγγίζει κανέναν σε εκείνες τις περιοχές. «Να γνωρίζουν πως μπορούν και πρέπει να αρνούνται αγγίγματα από ξένα άτομα καθώς και να αγγίζουν άλλους, λέγοντας επιτακτικά όχι σε κάθε τέτοια προσπάθεια, και να ενημερώνουν τους γονείς τους», λέει ο κ. Κολαΐτης.
Αλλες συμβουλές που αναφέρει ότι μπορούν οι γονείς να ακολουθήσουν αφορούν το να συμβουλέψουν τα παιδιά τους να μην επιτρέπουν σε αγνώστους να τα φωτογραφίζουν, να λένε όχι, να απομακρύνονται από καταστάσεις που τα κάνουν να νιώθουν άβολα ή αμήχανα, και να ενημερώσουν τα παιδιά πως οι παραπάνω κανόνες δεν ισχύουν μόνο για αγνώστους, αλλά και για στενούς συγγενείς ή άλλα παιδιά.
Η συζήτηση γύρω από το σώμα και τα όρια είναι σημαντική, σύμφωνα και με την Ελένη Λαζαράτου, καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής στο ΕΚΠΑ, η οποία υπογραμμίζει στην «Κ» πως ένας γονιός πρέπει να μιλήσει στο παιδί για τον σεβασμό στο σώμα του και για το ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να το αγγίζει, αλλά τονίζει ότι το βασικό είναι να υπάρχει καλή σχέση ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά. «Οταν ένα παιδί έχει καλή σχέση με τον γονέα δεν θα ντραπεί», αναφέρει η ίδια, σχετικά με το ότι κάποια παιδιά ντρέπονται να μιλήσουν στους γονείς τους, «θα ντραπεί όταν δεν υπάρχει αυτή η καλή σχέση, όταν όλα τα υπόλοιπα πράγματα κουβεντιάζονται ανοιχτά, θα κουβεντιαστεί και αυτό».
Η Τζένη Σουμάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και διευθύντρια της παιδοψυχιατρικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, σημειώνει πως πριν καν γίνει οποιαδήποτε σχετική συζήτηση με ένα παιδί, μέγιστης σημασίας είναι το να έχει δομηθεί με συναισθηματική και σωματική ισορροπία. «Οταν ένα παιδί κοιμάται στη μέση του γονεϊκού κρεβατιού, το χαϊδεύουν όλη μέρα, δεν κλείνουν οι πόρτες στις τουαλέτες, δεν υπάρχουν δηλαδή όρια και κανόνες, αυτό το παιδί μπαίνει στην υπερδιέγερση πρώιμα και άρα είναι πιο έτοιμο να δεχτεί και μια διέγερση απ’ έξω, δεν θα το τρομάξει δηλαδή, είναι μια αναφορά μέσα του», σημειώνει, συμπληρώνοντας επίσης πως αν το παιδί είναι συναισθηματικά γεμάτο, θα είναι πιο δύσκολο να παρασυρθεί.
«Οταν τα παιδιά δεν έχουν συναισθηματικά ελλείμματα και δεν έχουν γονεϊκή αποξένωση από τη μία», λέει η ίδια, «και από την άλλη δεν έχουν αυτή την υπερπροστασία του επιπέδου της υπερδιέγερσης, είναι πιο ικανά να ακούσουν την εντολή», σε σχέση με το τι πρέπει να προσέχουν. Σχετικά με το τι μπορούν να προσέχουν οι ίδιοι οι γονείς, ο κ. Κολαΐτης επισημαίνει πως πρέπει να είναι πάντα ενήμεροι για τις γνωριμίες και τις κινήσεις των παιδιών τους εκτός οικογένειας. «Να είστε υποψιασμένοι –αν και όχι σε βαθμό παράνοιας– για τις εξωσχολικές, αθλητικές κ.λπ. δραστηριότητες του παιδιού σας, δεδομένου ότι ενήλικοι που κακοποιούν ή παρενοχλούν σεξουαλικά διεισδύουν σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά», τονίζει.
«Τα παιδιά δίνουν σημάδια όταν κάτι δεν πάει καλά»
Τόσο η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουν οι γονείς όσο και ο τρόπος προσέγγισης διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Καλό είναι αυτές οι συζητήσεις να γίνονται με συγκεκριμένες αφορμές, σύμφωνα με τον κ. Κολαΐτη, παραδείγματος χάριν όταν το παιδί κάνει μπάνιο ή αν τρέχει τριγύρω γυμνό, ενώ με τους εφήβους καλύτερα είναι η προσέγγιση να γίνεται σε ένα πλαίσιο βόλτας και βιωματικής κουβέντας από την πλευρά του γονέα, όχι διδασκαλίας, λέει η κ. Σουμάκη.
«Βεβαίως πρέπει να μιλάμε στα παιδιά, βεβαίως πρέπει να τα προειδοποιούμε», χωρίς όμως να τα πανικοβάλλουμε, λέει στην «Κ» η κ. Λαζαράτου, η οποία έχει πρόσφατα συγγράψει το βιβλίο «Γονείς και παιδιά, υπευθυνότητα – κατανόηση – αγάπη», «αλλά το κυριότερο δεν είναι να μιλάμε στα παιδιά. Το κυριότερο είναι να μην καλύπτουμε», αναφέρει, καθώς τα περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης γίνονται μέσα στην οικογένεια και συχνά υπάρχει κάλυψη του συμβάντος, ακόμη και από τη μητέρα του παιδιού.
Αν ένα παιδί έχει κακοποιηθεί, συνήθως η συμπεριφορά του θα αλλάξει απότομα, και αυτό μπορεί να δώσει σημάδια στον γονέα ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάποια από αυτά, σύμφωνα με τον κ. Κολαΐτη, είναι τα εξής: Αλλαγή διάθεσης, κλάματα, απόσυρση και ευερεθιστότητα από απόψεως συμπεριφοράς, ενώ μπορεί επίσης να εκδηλώνει συμπεριφορές παλινδρόμησης, σωματικά συμπτώματα, παραδείγματος χάριν πόνους στην κοιλιά, ανορεξία, πόνο ή αιμορραγία στα γεννητικά όργανα. Ο ίδιος συμπληρώνει πως το παιδί μπορεί να ξεκινήσει να αποφεύγει συγκεκριμένα άτομα ή μέρη, ενώ μπορεί επίσης να έχει κατάθλιψη ή άγχος.
Αλλοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιχειρήσει ένα παιδί ή ένας έφηβος να διαχειριστεί κάτι τέτοιο είναι να προσπαθεί να αποκαλύψει κάτι έμμεσα, ζωγραφίζοντας φαλλικά αντικείμενα ή σεξουαλικές πράξεις, να εκδηλώνει σεξουαλικοποιημένη συμπεριφορά, να έχει «προχωρημένες» για την ηλικία του γνώσεις σχετικά με το θέμα της σεξουαλικότητας ή το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί να είναι ανάρμοστο για την ηλικία του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί ξαφνικά να αποκτήσει χρήματα ή, σε περίπτωση που είναι μεγαλύτερο κορίτσι, να μείνει έγκυος, αναφέρει ο κ. Κολαΐτης.
Τα σημάδια ποικίλλουν, όμως, και άλλα παιδιά μπορεί να επηρεαστούν με το να κρύβουν το σώμα τους ή να αρνούνται να αλλάξουν ρούχα στη γυμναστική, να φεύγουν από το σπίτι ή το σχολείο, σημειώνει ο ίδιος, λέγοντας πως ενώ η σεξουαλική κακοποίηση έχει και μακροχρόνιες συνέπειες, η διαταραχή μετατραυματικού στρες –«με συμπτώματα όπως επαναβίωση ή/και αποφυγή του γεγονότος, υπερεγρήγορση, έντονα αρνητικά συναισθήματα, π.χ. ενοχές, ντροπή, θυμός»– αποτελεί μία από τις πρώτες αντιδράσεις.
«Ο αυξημένος κίνδυνος κατάχρησης ουσιών, αυτοκτονικότητας και παράτολμης σεξουαλικής συμπεριφοράς», προσθέτει ο κ. Κολαΐτης, είναι και άλλα πιθανά σημάδια και επιπτώσεις μιας τέτοιας κακοποίησης. «Εχει σημασία να παρατηρήσουν οι γονείς αν ένα παιδί είναι φοβισμένο, αν κρύβεται, αν δεν θέλει να μιλήσει με τους φίλους του, αν έχει διαταραχή ύπνου, αν έπεσε ξαφνικά η αυτοεκτίμησή του», συμπληρώνει η κ. Σουμάκη, ενώ τονίζει πως άλλα σημάδια μπορεί να είναι η υπεραπασχόληση με τα σεξουαλικά θέματα και η αλλαγή στον λόγο του. «Συχνή απόρροια της κακοποίησης αποτελούν τα προβλήματα συμπεριφοράς, η ευερεθιστότητα και ο εκφοβισμός άλλων παιδιών», λέει ο κ. Κολαΐτης.
To ζωντανό παράδειγμα
Οσον αφορά το πώς μπορεί κάποιος να αποφύγει το παιδί του να γίνει το ίδιο κακοποιητής μεγαλώνοντας, οι γονείς πρέπει να μάθουν στα παιδιά τους να σέβονται τους άλλους – «συνομηλίκους, μικρότερους και μεγαλύτερους, κάτι που μαθαίνεται κυρίως μέσα από το ζωντανό παράδειγμα των γονέων και δευτερευόντως από το τι εκείνοι λένε στα παιδιά τους», λέει ο ίδιος. Επίσης, είναι σημαντικό να μην έχει υπάρξει μάρτυρας κάποιας κακοποιητικής συμπεριφοράς μέσα στο σπίτι. «Η ύπαρξη σεξουαλικής –και οποιασδήποτε άλλης μορφής βίας– στην οικογένεια (στους γονείς) είναι ο ισχυρότερος ίσως προβλεπτικός παράγοντας για την ανάπτυξη παρόμοιων κακοποιητικών συμπεριφορών και συνηθειών στα παιδιά τους», αναφέρει.
Ο πιο βασικός παράγοντας, ωστόσο, που πρέπει να υπάρχει ούτως ώστε να μην αποφευχθεί η εξέλιξη του παιδιού σε ένα άτομο που μπορεί να έχει κακοποιητική συμπεριφορά είναι να μην κακοποιηθεί το ίδιο. «Δυστυχώς, αυτό που έχεις υποστεί στην παιδική σου ηλικία, τείνεις να το αναπαραγάγεις», τονίζει η κ. Λαζαράτου. Η ίδια πιστεύει πως η ουσιαστική πρόληψη δεν είναι να μιλάμε συνέχεια γι’ αυτό το θέμα. Το σημαντικό είναι να υπάρχει καλή επικοινωνία με τα παιδιά και να τα παρατηρούμε. «Πρέπει να έχουμε καλή σχέση με τα παιδιά και να τα προσέχουμε, να προσέχουμε – τα παιδιά δίνουν σημάδια όταν κάτι δεν πάει καλά».