Στα 28 του χρόνια και με σπουδές φιλολογίας, ο Βασίλης Σ. άφησε την Κρήτη για την Αθήνα και την ερμηνεία των λέξεων για την απαγγελία τους. «Ηταν ένα μεγάλο άλμα για μένα, έκανα μια στροφή 180 μοιρών», μας λέει σήμερα, ενώ διανύει το τρίτο και τελευταίο έτος των σπουδών του σε μια ιδιωτική δραματική σχολή και εξαιτίας της πανδημίας ετοιμάζει τον ρόλο του για τις εξετάσεις μέσω Ζoom. «Φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια θα κοιτάνε το βιογραφικό μου και θα σκέφτονται “2021, μισή σχολή έβγαλε αυτός”, υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια, γιατί εδώ και ένα χρόνο κάνουμε μαθήματα μόνο μέσω υπολογιστή και από τον καναπέ μας».
Σαν να μην ήταν αρκετή η πανδημία και το lockdown που προκάλεσε νέα κρίση στον καλλιτεχνικό χώρο και στο θέατρο, οι σπουδαστές των δραματικών σχολών βλέπουν αυτές τις ημέρες τη σκοτεινή πλευρά του μελλοντικού τους επαγγέλματος. «Ενιωσα ένα σοκ, αυτή ήταν η πρώτη μου αντίδραση», μας λέει, «από την άλλη πλευρά όμως, σκέφτομαι ότι είναι ένας τρόπος για να καθαρίσει ο χώρος και να υποδεχθεί τη νέα γενιά. Λόγω της πανδημίας και του #MeToo έχω την αίσθηση πως αλλάζει το τοπίο».
Ο 31χρονος Βασίλης είναι ένας από τους 548 σπουδαστές που βρίσκονται φέτος στο τρίτο έτος των σπουδών τους στις ανώτερες σχολές δραματικής τέχνης στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Πολιτισμού. Ανήκει σε μια μεγαλύτερη δεξαμενή σπουδαστών που στο σύνολό τους, και για τα τρία έτη, αριθμούν φέτος 1.559 άτομα, που μοιράζονται στις 25 σχολές της χώρας, από τις οποίες οι δύο είναι κρατικές. Στις 23 ιδιωτικές σχολές φοιτούν 1.447 σπουδαστές.
Κάθε χρόνο παίρνουν πτυχίο, κατά μέσον όρο, περίπου 200 σπουδαστές από τις κρατικές και ιδιωτικές δραματικές σχολές σε όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ από τις διευθύνσεις του υπουργείου Πολιτισμού (στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι σπουδαστές και οι απόφοιτοι τμημάτων υποκριτικής πανεπιστημιακών σχολών) την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, περίπου 2.000 ηθοποιοί μπήκαν στην αγορά εργασίας εν μέσω οικονομικής κρίσης. Εάν λάβουμε υπόψη ότι το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών αριθμεί περίπου 5.000 μέλη (ορισμένα από τα οποία θα είναι, βεβαίως, και οι απόφοιτοι των περασμένων ετών) έχουμε μια εικόνα για το μέγεθος του εργασιακού κλάδου.
Τα ερωτήματα
«Παράγουμε» άραγε περισσότερους ηθοποιούς από όσους μπορούμε να απορροφήσουμε; Oπως συμβαίνει και με τους δικηγόρους ή τους πολιτικούς μηχανικούς; Πώς πορεύονται τα νέα παιδιά που επιθυμούν να χτίσουν το μέλλον τους στο, ούτως ή άλλως, εξαιρετικά ασταθές έδαφος του θεάματος; Στο πλήγμα της πανδημίας, που κρατάει κλειστές τις δραματικές σχολές, προστέθηκε και η σκοτεινή σκιά των σοβαρών καταγγελιών. Η θεατρική εκπαίδευση μπορεί να μη συνδέεται ευθέως με τα όσα συμβαίνουν, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αποτελεί ανεξάρτητο κεφάλαιο. Οι νεοεισερχόμενοι καλλιτέχνες συνδιαμορφώνουν το τοπίο, σημερινό και μελλοντικό, η εξάρτυσή τους είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων.
Η «Κ» θέλησε να χαρτογραφήσει τη θεατρική πραγματικότητα από την πλευρά των δραματικών σχολών. Επικοινώνησε γι’ αυτό με την πανεπιστημιακό, θεατρολόγο, διευθύντρια σπουδών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου Δηώ Καγγελάρη, τον σκηνοθέτη και καθηγητή σκηνοθεσίας στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ Βίκτωρα Αρδίττη (ο οποίος έχει χρηματίσει στο παρελθόν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ και διευθυντής σπουδών στη Δραματική Σχολή του Ε.Θ.) και τον ηθοποιό, σκηνοθέτη και δάσκαλο υποκριτικής στη Σχολή του Εθνικού Νίκο Χατζόπουλο.
– Πού πάσχει η θεατρική εκπαίδευση; Ο πληθωρισμός των σχολών αποτελεί πρόβλημα;
Δηώ Καγγελάρη: Αυτή η συζήτηση είναι μια μικρή εισαγωγή σε ένα μεγάλο θέμα… Προσωπικά, πιστεύω στην πολυφωνία. Εχω την τύχη να βρίσκομαι στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά υπάρχουν και άλλες σχολές ημικρατικές και ιδιωτικές πολύ καλού επιπέδου, με ανθρώπους που κάνουν πολύ ευσυνείδητα τη δουλειά τους. Αρκεί να θυμηθούμε ότι μια ιδιωτική σχολή, του Θεάτρου Τέχνης, σφράγισε επί δεκαετίες την ιστορία του θεάτρου μας. Υπάρχουν βέβαια και ιδιωτικές σχολές που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις: υπεράριθμοι σπουδαστές, ακατάλληλοι χώροι, ελαστικά κριτήρια στις εισαγωγικές εξετάσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσφέρουν φρούδες ελπίδες σε υποψηφίους και υποψήφιες, που δεν διαθέτουν τα προσόντα, προφανώς για κερδοσκοπικούς λόγους. Επιπλέον, ανθεί η παραπαιδεία με φροντιστήρια για τις εξετάσεις και αφερέγγυους, πολλές φορές, φροντιστές.
Βίκτωρ Αρδίττης: Η συνθήκη της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης είναι πάρα πολύ ιδιαίτερη. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια παρένθεση στη ζωή του καλλιτέχνη. Αν κάποιος έχει ταλέντο, είναι ηθοποιός και πριν να πάει σε μια σχολή, αλλά έχει απαραιτήτως ανάγκη μια «παρένθεση» σε έναν προστατευμένο χώρο ελευθερίας, όπου θα μπορέσει να δοκιμαστεί και να κατασκευάσει τον καλλιτέχνη εαυτό του. Αυτό θέλει πολύ μεγάλη προσοχή, προστασία, πειθαρχία, παρακολούθηση, αγάπη, ενθάρρυνση και τόλμη. Είναι μια πολύ εύθραυστη διαδικασία.
Νίκος Χατζόπουλος: Το θέμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης είναι πολυσύνθετο. Αφότου καταργήθηκε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, το 1981, οι δραματικές σχολές δεν θεωρούνται εκπαιδευτικοί οργανισμοί αλλά ελεύθερες επιχειρήσεις. Ωστόσο, όλα αυτά τα πάμπολλα «μαγαζάκια» (όπως τα ονομάζουν κάποιοι) έχουν αθρόα «πελατεία», χαρακτηριστικά ελληνικό φαινόμενο. Προσπαθώντας να το εξηγήσω, φθάνω στις ρίζες του εκπαιδευτικού συστήματος, στο «πριν» από τις θεατρικές σπουδές. Πάρα πολλά παιδιά καταφεύγουν στις δραματικές σχολές προβάλλοντας την «ανάγκη τους να εκφραστούν». Εχουν δηλαδή περάσει την εφηβεία τους σε μια μέση εκπαίδευση, που ποτέ δεν τους έδωσε ευκαιρίες αυτοέκφρασης και τρόπους να διοχετεύσουν τις ευαισθησίες τους. Μια μέση εκπαίδευση στεγνή – και όσο πάει και στεγνότερη. Είναι φυσικό λοιπόν να αναζητούν διέξοδο στις τέχνες. Το επαγγελματικό θέατρο, όμως, δεν είναι μόνο χώρος ατομικής έκφρασης, είναι ένα ομαδικό άθλημα που χρειάζεται εκπαίδευση και συνεργασία.
– Τι χρειάζεται να γίνει;
Δ. Κ.: Χρειάζεται μια διπλή κίνηση από πλευράς πολιτείας: Από τη μία, επιμονή στην αναβάθμιση της ποιότητας, συνεχής έλεγχος και αξιολόγηση. Από την άλλη, βήματα για την ανωτατοποίηση όσων σχολών πληρούν τα εχέγγυα της ποιότητας έπειτα από ενδελεχή έλεγχο κριτηρίων. Με μεγάλη προσοχή, όμως, ώστε να μη χαθεί η αυτονομία αυτών των σχολών ούτε τα ειδικά χαρακτηριστικά τους. Ως προς τη σχολή μας, θα δοκιμάσουμε την προσεχή ακαδημαϊκή χρονιά, εάν η συγκυρία της πανδημίας το επιτρέψει, ένα επιπλέον έτος εξειδίκευσης, ώστε να δούμε στην πράξη τι σημαίνει ένα τέταρτο έτος, τι σημαίνει καλλιτεχνική έρευνα και εκπαιδευτικός πειραματισμός. Θεωρώ ότι η σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να γίνει πραγματικά εμβληματική, θα πρέπει να ανοίξει έναν συνεχή και ουσιαστικό διάλογο με τις άλλες σχολές και να συμβάλει στην ποιοτική αναβάθμιση. Υπάρχουν σκέψεις για σεμινάρια που θα απευθύνονται και σε άλλους σπουδαστές και σπουδάστριες, πέραν της σχολής μας, καθώς και η καθιέρωση ενός ετήσιου συμποσίου, που θα επικεντρώνεται σε ζητήματα θεατρικής παιδείας.
Ν. Χ.: Μετά το 2003 –με την κατάργηση της ανώτερης εκπαίδευσης– το δίπλωμα των δραματικών σχολών, ιδιωτικών και κρατικών, δεν αναγνωρίζεται. Ισοδυναμεί με απολυτήριο λυκείου. Αυτό πολλοί το αγνοούν. Δεν μπορούμε, π.χ., να κάνουμε μεταπτυχιακές σπουδές στο πεδίο μας. Και αν έχουμε σχετικά πτυχία του εξωτερικού, στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται. Εδώ και χρόνια κάνουμε προσπάθειες ανωτατοποίησης των σπουδών και υπαγωγής στο υπουργείο Παιδείας, αλλά συναντούμε σθεναρή αντίσταση από ακαδημαϊκούς και απροθυμία από τα υπουργεία να συνεργαστούν. Eνα άλλο μεγάλο θέμα είναι το εργασιακό. Oταν μπαίνεις σε μια αγορά η οποία δεν έχει νόμους μετά την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων το 2013, είσαι πολύ ευάλωτος. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ζούγκλας, αναγκάζεσαι συχνά να κάνεις και υποχωρήσεις που έχουν σχέση με την αξιοπρέπειά σου. Την εργασιακή κυρίως, αλλά όχι μόνον αυτή. Αν το εργασιακό πλαίσιο ήταν συγκεκριμένο και ήξερε ο καθένας τα δικαιώματά του, δύσκολα θα έβρισκαν έδαφος τα περιστατικά κατάχρησης εξουσίας.
Β. Α.: Το ότι οι δραματικές σχολές ανήκουν ακόμη στην ασαφή περιοχή των «αδιαβάθμητων σχολών» είναι εντελώς απαράδεκτο. Τουλάχιστον πέντε τελευταίοι υπουργοί έχουν τάξει πως κάτι θα κάνουν. Με πολλούς έχω επικοινωνήσει και προσωπικά. Τίποτα δεν έχει γίνει, ούτε μοιάζει να σχεδιάζεται. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι συνδυάζεται η υπερπαραγωγή ηθοποιών, στην οποία αναφερθήκατε στην πρώτη ερώτηση, με κακές συμπεριφορές και κατάχρηση εξουσίας. Η υπερπαραγωγή δημιουργεί μεγάλα προβλήματα ανεργίας, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι έχει ηθικές επιπτώσεις, ότι δηλαδή για να το πω απλά, προχωράει και μένει στο επάγγελμα όποιος είναι πιο υπάκουος, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Θα συμφωνήσω ότι παράγουμε μεγάλο αριθμό ηθοποιών και από σχολές που δεν είναι ικανοποιητικού επιπέδου, αλλά αυτό δεν δημιουργεί τέτοιους ανταγωνισμούς που να απαιτούν ξεπούλημα της ψυχής των ανθρώπων.
«Μάθημα» κακοποίησης
«Το θέατρο είναι πρωταθλητισμός και προσπαθούμε να προετοιμάσουμε τους σπουδαστές για κάθε ενδεχόμενο», λέει στην «Κ» ο διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, ο οποίος παραδίδει ένα πολύ επίκαιρο μάθημα στους σπουδαστές. «Στην “προετοιμασία ακρόασης”, όπως λέμε το μάθημα, υποδύομαι έναν παραγωγό ή σκηνοθέτη που θα φερόταν κακοποιητικά σε έναν υποψήφιο. Είναι όλο ένας αυτοσχεδιασμός. Πολλά παιδιά φεύγουν ταραγμένα από αυτό το μάθημα και νομίζουν ότι είμαι υπερβολικός. Επειτα από χρόνια έρχονται και μου λένε ότι αυτά που τους έλεγα δεν ήταν τίποτα μπροστά στην πραγματικότητα που αντιμετώπισαν», σημειώνει.
Ο ίδιος πιστεύει πως η υψηλή προσφορά εργασίας και η χαμηλή ζήτηση από την αγορά είναι συγκοινωνούντα δοχεία με την κατάχρηση εξουσίας. «Οταν θα κάνεις τα πάντα για να γίνεις σταρ, είτε στο Χόλιγουντ ή στην Ελλάδα, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα το εκμεταλλευθούν. Είναι κάτι που συμβαίνει παντού. Η επανάσταση που συμβαίνει τώρα είναι απαραίτητη και θα βάλει τον φόβο στο μυαλό ορισμένων, αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σε όλη την εκπαίδευση παράγουμε περισσότερους αποφοίτους απ’ ό,τι μπορούμε να απορροφήσουμε», τονίζει.
«Ευκαιρία να αναθεωρήσουμε όλο το πλαίσιο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης»
– Πόσο τα τελευταία γεγονότα στον χώρο του θεάτρου επηρεάζουν την ατμόσφαιρα των δραματικών σχολών, δημιουργούν «κλίμα» και προς ποια κατεύθυνση;
Δηώ Καγγελάρη: Νέος ίσον απόλυτος με ακονισμένες τις κεραίες της ευαισθησίας. Οι δικοί μας σπουδαστές και οι σπουδάστριες πρωτοστάτησαν στο θέμα της καθαρότητας στον χώρο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και έθεσαν το ζήτημα της κατάχρησης εξουσίας. Τόσο εγώ –διά ζώσης και σε επιστολή που τους έστειλα– όσο και οι καθηγητές και οι καθηγήτριες της σχολής μας τους ενθαρρύνουμε να μιλούν ανοικτά για ό,τι τους απασχολεί, μέσα σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανή την πίστη στο θέατρο και τη φλόγα αναμμένη. Σε αυτούς τους δύστηνους καιρούς, εμείς μνημονεύουμε, εκτός από Διονύσιο Σολομό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ουίλιαμ Σαίξπηρ και Σάμιουελ Μπέκετ… Θέλω να πιστεύω ότι, παρά τις όποιες υπερβολές, όλη αυτή η κινητοποίηση για εκπαιδευτικό και εργασιακό χώρο χωρίς βία και φόβο θα οδηγήσει σε μέρες πιο φωτεινές.
Βίκτωρ Αρδίττης: Mε ανησυχεί και με τρομάζει όλο αυτό που συμβαίνει και φοβάμαι μήπως καταλήξει σε μια συντηρητική στροφή, μήπως ζωντανέψει μια παλιά καχυποψία ότι το θέατρο είναι χώρος διαφθοράς. Κάναμε αμάν οι νέοι να πείσουν τους γονείς τους να τους αφήσουν να σπουδάσουν θέατρο. Το θέατρο είναι ένας χώρος διεφθαρμένος στον βαθμό που είναι και η υπόλοιπη κοινωνία. Ως παρατηρητής όσων συμβαίνουν, πρέπει να πω επίσης ότι πλάι στις πολύ συγκεκριμένες καταγγελίες, που συγκεντρώνει με μεγάλη προσοχή το ΣΕΗ και χειρίζεται ήδη η Δικαιοσύνη, η συζήτηση διεξάγεται με πολλή οργή και θυμό. Ναι, υπάρχει και το «πεντάλεπτο της δημοσιότητας» που ο χείμαρρος του Facebook το επιτρέπει, πλάι, φυσικά, στις καταγγελίες πραγματικών εγκλημάτων. Είναι πάρα πολύ καλό που ανοίγουν τα στόματα. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει όλο αυτό και αν πράγματι θα κάνει τους ανθρώπους πιο αξιοπρεπείς και δυνατούς ή πιο συντηρητικούς και φοβισμένους. Είναι πάντως πολύ καλό.
Νίκος Χατζόπουλος: Στο θέατρο ισχύει μια συμφωνία: τις τελικές αποφάσεις τις παίρνει ο σκηνοθέτης· όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να προσβάλλει ή να ασκεί εξουσία πέρα από τα όρια που επιτρέπει η θέση του. Υπάρχουν, βεβαίως, και ορισμένοι που ευχαριστιούνται ασκώντας εξουσία. Και μάλιστα δεν είναι θέμα γενιάς όπως λένε κάποιοι, αλλά θέμα προσώπου. Οχι, δεν είναι «στυλιστικό ιδίωμα» του σκηνοθέτη η αυταρχική συμπεριφορά. Ο σκηνοθέτης πρέπει να πείθει, όχι να επιβάλλει. Είναι μια κοινή περιπέτεια το θέατρο, και αυτό πρέπει να το αποδέχονται όλα τα μέρη. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε κάτι είναι άρρωστο στη σχέση. Αυτό που ζούμε τώρα, πάντως, μας δίνει μια καλή ευκαιρία να αναθεωρήσουμε όλο το πλαίσιο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, είτε πρόκειται για συμπεριφορές είτε για εκπαιδευτικά μοντέλα και αναβάθμιση σπουδών.
Διαβάστε επίσης:
• Από «αθώα» χαστούκια σε καταγγελίες
• Λύτρωση, δικαιοσύνη, εξυγίανση – Ηθοποιοί και σκηνοθέτες μιλούν στην «Κ»