Ο δρόμος για συνενώσεις πανεπιστημιακών τμημάτων, καταργήσεις άλλων και συγκέντρωση του ιδρύματος σε έναν ισχυρό πανεπιστημιακό πυλώνα άνοιξε. Το Πανεπιστήμιο Πατρών είναι το πρώτο ΑΕΙ της χώρας το οποίο, στο στρατηγικό πλάνο που συνέταξε για να καταθέσει στο υπ. Παιδείας, προβλέπει αναδιάρθρωσή του με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού και των εγκαταστάσεων και τη δημιουργία ενός πανεπιστημίου στο οποίο καθηγητές και φοιτητές θα συνδιαλέγονται διεπιστημονικά.
Το μοντέλο «κάθε πόλη και ΑΕΙ», που υιοθετήθηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίας στη χώρα μας, με το σχέδιο του Παν. Πατρών ακυρώνεται. Για τον λόγο αυτό, το Αγρίνιο, ο Πύργος, το Μεσολόγγι και η Αμαλιάδα, καθώς «χάνουν» τμήματα, διαμαρτύρονται με σφοδρότητα στην πρόταση του ΑΕΙ. Μάλιστα, όπως παρουσιάζει σήμερα η «Κ», αντιπροτείνουν στην κυβέρνηση τη δημιουργία ενός νέου πανεπιστημίου –«Δυτικής Ελλάδας» θα ονομάζεται–, το οποίο θα αποτελείται από τα τμήματα που τώρα βρίσκονται σε Αιτωλοακαρνανία, Ηλεία και Αίγιο Αχαΐας. «Δεν νομίζω ότι έχουν γίνει αντιληπτές οι συνέπειες της διασποράς των τμημάτων», παρατηρεί στην «Κ» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών Χρήστος Μπούρας, ο οποίος μετείχε σε μια πολύωρη συνεδρίαση με παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης και βουλευτές της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης από τους τρεις νομούς, ακούγοντας τα… εξ αμάξης για την πρόταση του ΑΕΙ, τον τελικό λόγο για την οποία έχει η Σύγκλητος.
Ειδικότερα, το Στρατηγικό Σχέδιο για την Ακαδημαϊκή και Ερευνητική Ανάπτυξη του Παν. Πατρών, που ετέθη σε διαβούλευση στο Παν. Πατρών, περιγράφει απτά τη σημερινή κατάσταση του ιδρύματος, σε ένα πλαίσιο μείωσης χρηματοδότησης, υποστελέχωσης και διασποράς δυνάμεων.
Το Παν. Πατρών, μετά τον τελευταίο νόμο 4610/ 2019 επί υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου, έχει τμήματα σε 6 πόλεις, συντηρεί 7 συγκροτήματα πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων και λειτουργεί 35 τμήματα και 49 προγράμματα σπουδών. Υπάρχουν επίσης δύο τμήματα σε αναστολή λειτουργίας και ένα που καταργήθηκε από τη νυν υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως. Ουσιαστικά, μετά τον νόμο του 2019, το Παν. Πατρών είναι καθολικός διάδοχος του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, που προερχόταν από τη συγχώνευση των ΤΕΙ Πατρών και Μεσολογγίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το Παν. Πατρών να έχει επωμισθεί υποχρεώσεις διοικήσεων τριών διαφορετικών ιδρυμάτων, οι οποίες περιλαμβάνουν χρέη, ανειλημμένες υποχρεώσεις και δικαστικές αποφάσεις.
Ωστόσο, ο τακτικός προϋπολογισμός του μειώνεται, ενώ έχει διαπιστωθεί σοβαρή υποστελέχωση διδακτικού προσωπικού, ειδικά στα νέα τμήματα, και παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις σε διοικητικό και τεχνικό προσωπικό καθώς και μείωση έκτακτου διδακτικού προσωπικού. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν τμήματα που δεν μπορούν να υλοποιήσουν το εκπαιδευτικό έργο τους ικανοποιητικά, ειδικά για τους φοιτητές των πρώην τμημάτων ΤΕΙ. Επίσης, υπάρχουν τμήματα χωρίς μόνιμους διδάσκοντες ή με έως δύο. Αυτή η κατάσταση έχει συνέπειες και για τη λειτουργία των παλαιών τμημάτων καθώς και για τη λειτουργία του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, αφού τα νέα τμήματα πρέπει προφανώς να πάρουν θέσεις για να στελεχωθούν, ενώ το Τμήμα Ιατρικής δεν στελεχώνεται επαρκώς.
Σημειώνεται ότι στο Παν. Πατρών το 2020 εισήχθησαν συνολικά 7.336 φοιτητές. Εξ αυτών, 4.969 (67,7%) συγκέντρωσαν βαθμολογία πάνω από 10 και 2.367 φοιτητές (32,3%) είχαν βαθμολογία κάτω από 10. Δηλαδή, ένας στους τρεις κάτω από τη βάση και διαρροές από 1ο σε 2ο έτος σπουδών. «Δημιουργούνται σημαντικά προβλήματα σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της φοιτητικής μέριμνας, αλλά κυρίως στη στέγαση και στη σίτιση των φοιτητών. Οι κτιριακές υποδομές είναι γερασμένες, με σημαντικές ελλείψεις και προβλήματα, και απαιτούν σοβαρές επενδύσεις και δέσμευση ανθρώπινων και χρηματικών πόρων», λέει η πρόταση του ιδρύματος.
Και τονίζει: «Εάν ο στόχος είναι ένα βιώσιμο και διεθνώς αναγνωρίσιμο Πανεπιστήμιο Πατρών, αυτό χρειάζεται ισχυρά τμήματα με επάρκεια σε διδακτικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό. Σχολές συγκεντρωμένες στην ίδια πόλη ή νομό και όραμα για προσεκτική επέκταση σε νέα γνωστικά αντικείμενα, ξενόγλωσσα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών και σημαντική ανανέωση του εκπαιδευτικού και ερευνητικού εξοπλισμού». Κάποιοι λειτουργούν μόνο με τοπικιστικά κριτήρια!
«Να σταματήσει η λήψη αποφάσεων με δύο μέτρα και σταθμά»
Αφού το Πανεπιστήμιο Πατρών θέλει να καταργήσει τμήματα σε Αιτωλοακαρνανία και Ηλεία, οι βουλευτές και οι δήμαρχοι των περιοχών αυτών συζητούν να συνεργαστούν για την επανίδρυση του Παν. Δυτικής Ελλάδας (υπήρχε από το 2009, αλλά καταργήθηκε το 2013 λόγω της αναδιάρθρωσης του ακαδημαϊκού χάρτη). Θα έχει τμήματα σε Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Πύργο, Αμαλιάδα, Αίγιο και ίσως Ναύπακτο. Συγκεκριμένα, το σχέδιο του Παν. Πατρών προβλέπει το Αγρίνιο και το Μεσολόγγι να μείνουν με δύο τμήματα το καθένα, αντί τεσσάρων και τριών αντίστοιχα σήμερα. Παράλληλα, στην Ηλεία σήμερα υπάρχουν δύο τμήματα (σε Πύργο και Αμαλιάδα), τα οποία «μετακομίζουν» στην Πάτρα, όπως και εκείνο στο Αίγιο. «Είναι ώρα να σταματήσει η λήψη αποφάσεων με δύο μέτρα και σταθμά», λέει στην «Κ» ο δήμαρχος Πύργου Τάκης Αντωνακόπουλος, καθώς η πόλη του «χάνει» το τμήμα Μουσειολογίας. «Στην περιοχή έχουμε μουσεία σε Ολυμπία, Πύργο, Ηλιδα, Αμαλιάδα. Το τμήμα συνδέει την εκπαίδευση με τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας. Η ηγεσία του υπουργείου μάς παραπέμπει στις εισηγήσεις της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ωστόσο, το θέμα είναι πολιτικό, τις αποφάσεις τις λαμβάνουν οι κυβερνήσεις», τονίζει. Στην Αιτωλοακαρνανία, μετά πολύωρη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Αγρινίου –μετείχαν βουλευτές όλων των κομμάτων, εκπρόσωποι επιμελητηρίων, πολίτες–, παμψηφεί ζητήθηκε με ψήφισμα να αποσυρθεί άμεσα η πρόταση του Παν. Πατρών για τα τμήματα του Αγρινίου. «Πρόκειται για μεθοδευμένη προσπάθεια υποβάθμισης της περιοχής. Εχει αρχίσει εδώ και χρόνια. Το Αγρίνιο είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Μικρότερες πόλεις, όπως η Τρίπολη, το Ρέθυμνο, η Κομοτηνή, έχουν πολλαπλάσιο αριθμό φοιτητών από εμάς», λέει στην «Κ» ο δήμαρχος Αγρινίου Γιώργος Παπαναστασίου, με το ψήφισμα να τονίζει: «Απαιτούμε την επανίδρυση του αυτόνομου Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας με έδρα το Αγρίνιο».
Μια σχολή «απλωμένη» σε τρεις πόλεις
Γεωπονική σχολή με πέντε τμήματα σε λειτουργία, από τα οποία το βασικό έχει έδρα στην Ηλεία και τα άλλα τέσσερα σε Μεσολόγγι και Αγρίνιο! Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξακτίνωσης τμημάτων ΑΕΙ χωρίς ακαδημαϊκούς όρους αλλά με μικροκομματικά κριτήρια, που υπηρέτησε το σχέδιο του τέως υπ. Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, αποτελεί η νέα (από το 2019) Σχολή Γεωπονικών Επιστημών του Παν. Πατρών. Η σχολή προήλθε από την ενσωμάτωση της Σχολής Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας και τη δημιουργία νέων τμημάτων. Από τα πέντε σε λειτουργία τμήματα της σχολής, τα τρία βρίσκονται στο Μεσολόγγι, το ένα στο Αγρίνιο και το Τμήμα Γεωπονίας στην Αμαλιάδα. Οπως παρατηρείται από το ίδρυμα, «η καινούργια σχολή επέφερε σοβαρά προβλήματα λόγω της ακαδημαϊκά και χωροταξικά άναρχης και απρογραμμάτιστης δημιουργίας τμημάτων. Σήμερα, τρία από τα νέα τμήματα που φέτος δέχθηκαν φοιτητές στο 2ο έτος έχουν τρία ή λιγότερα μέλη ΔΕΠ και κανένα μέλος βοηθητικού διδακτικού προσωπικού. Το ακαδημαϊκό περιεχόμενο και τα γνωστικά αντικείμενα των τμημάτων είναι προβληματικά, ενώ η χωροθέτησή τους είναι αποτρεπτική σε ακαδημαϊκές συνέργειες και συνεργασίες μεταξύ των τμημάτων. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να ανταποκρίνονται σε γνωστικά αντικείμενα που να θεραπεύονται από προπτυχιακά προγράμματα σπουδών και να είναι γενικώς αποδεκτά ως τέτοια».
Την ίδια στιγμή, οι βαθμολογικές επιδόσεις των νεοεισερχόμενων φοιτητών έχουν κραυγαλέες διαφορές από τις επιδόσεις των υπόλοιπων φοιτητών του πανεπιστημίου. Ο αριθμός των εισακτέων δεν είναι ενδεικτικός του μεγέθους των τμημάτων αυτών, αφού μέχρι και ποσοστό 31% των εισακτέων διαγράφεται λόγω μετεγγραφής. Αυτό ισχύει για όλα ανεξαιρέτως τα τμήματα σε Μεσολόγγι, Αγρίνιο και Αμαλιάδα. Ο αριθμός των ενεργών πρωτοετών φοιτητών στις εξετάσεις, δηλαδή φοιτητών που συμμετείχαν έστω σε μία εξέταση, δεν ξεπερνάει τα 2/3 των φοιτητών του πρώτου έτους. Η κατανομή των βαθμολογιών εισαγωγής των φοιτητών σε όλα τα τμήματα της Γεωπονικής Σχολής (με εξαίρεση το Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων) είναι εξαιρετικά δυσμενής – περίπου το 90% των νέων φοιτητών εισήχθησαν φέτος με λιγότερες από 5.000 μονάδες.