Πριν από αρκετά χρόνια είχα σημειώσει σε ένα χαρτί αυτή την ιστορία:
«Η Κατερίνα είχε από μικρή αδυναμία στις μέλισσες. Εκεί που τα άλλα παιδάκια ήθελαν σκυλιά και γατιά, αυτή ήθελε μελίσσια. Την είχαν γοητέψει οι ιστορίες με τις εργάτριες και τη βασίλισσα –τη μόνη μάνα της κυψέλης– που είχε διαβάσει σε ένα κιτρινισμένο βιβλίο. “Τα μυστικά της φύσης” ή κάτι τέτοιο.
Οταν λοιπόν μεγάλωσε, αποφάσισε να βάλει κυψέλες στο εγκαταλελειμμένο κτήμα του παππού της, λίγο έξω από την πόλη. Πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε και ανακαίνισε –φτωχικά μεν, αλλά ανακαίνισε– το αγροτόσπιτο. Και σε μια κοντινή πλαγιά, που ξεχείλιζε από θυμάρια, καλοκοιμηθιά, θρούμπι, γλυκαγκαθιά, τοποθέτησε τις κυψέλες της.
Και στο σπίτι φύτεψε ηλίανθους, κολοκύθες, ντομάτες, μπιγκόνιες, τριαντάφυλλα και ό,τι άλλο τρελαίνει τις μέλισσες. Στο μυαλό της το είχε οργανώσει τέλεια. Με τον πρώτο ήλιο οι μέλισσες θα πηγαίνουν στα θυμάρια και στην επιστροφή το μεσημέρι θα βουτάνε στον λαχανόκηπο και στα λουλούδια.
Ηταν σίγουρη ότι οι μέλισσές της θα ήταν ευτυχισμένες και παραγωγικές. Μια μέρα όμως παρατήρησε ότι οι κηρήθρες, αντί να είναι λουσμένες με απαλό κεχριμπαρένιο χρώμα, είχαν μια βυσσινιά απόχρωση. Στην αρχή πίστεψε ότι οι μέλισσές της είχαν βυζάξει κάποιο λουλούδι, όσο περνούσαν οι μέρες όμως το χρώμα γινόταν όλο και πιο κόκκινο. Κάτι ύποπτο συνέβαινε, τι όμως;
Μάζεψε σε ένα γυάλινο βάζο λίγη από την κόκκινη ουσία και την έστειλε στο χημείο. Η απάντηση, λίγες μέρες μετά, ήταν εφιάλτης. Το δείγμα ήταν γεμάτο με χρωστικές ουσίες οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπυκνωμένων χυμών φρούτων. Αρχισε να ψάχνει αν υπάρχει παράνομη χωματερή στην περιοχή. Τίποτα. Και εκείνες οι τεράστιες μεταλλικές στέγες που βλέπει πριν μπει στην πόλη; Μα είναι πολλά χιλιόμετρα από το κτήμα… Και όμως. Ενα εργοστάσιο χυμών ήταν ο τόπος της αμαρτίας για τις μέλισσες της Κατερίνας.
Τα σμήνη, δηλαδή, αποχαιρετούσαν κάθε πρωί τα θυμάρια, προσπερνούσαν περιβόλια και λιόδεντρα και εξαντλώντας τα όριά τους –6 με 7 χιλιόμετρα αντέχουν να απομακρυνθούν, όχι παραπάνω– τρέφονταν με υπολείμματα γλυκόζης και χρωστικές ουσίες, αδιαφορώντας για το κακό που έκαναν στην ίδια τους την κυψέλη».
Κάπου εδώ τελειώνουν οι παλιές μου σημειώσεις.
Θα ήθελα όμως –είναι πεζό, το ξέρω– να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για δικές μας παρόμοιες συμπεριφορές.
Θυμώνουμε –όλοι θυμώνουμε– κάθε μέρα που ακούμε ότι τα κρούσματα δεν πέφτουν. Κάποτε, στις 6 το απόγευμα περιμέναμε να πάρουμε μήνυμα για ένα κρασί ή έναν τελευταίο καφέ πριν από το σπίτι, και τώρα οι φίλοι μάς στέλνουν αριθμούς.
«2.785 νέα κρούσματα – 649 διασωληνωμένοι – 64 απώλειες», χθες.
Δεν θα ανοίξω τώρα την κουβέντα ότι τραυματίσαμε τη φύση κ.λπ. κ.λπ., θα πω όμως ότι από την αρχή δεν σεβαστήκαμε την ασθένεια. Και δεν λέω για τους ψεκασμένους. Αυτοί πάντα θα υπάρχουν. Λέω για εμάς. «Ελα, μωρέ, σε εμένα θα συμβεί;» «Κι αν συμβεί, τι θα πάθω;» «Ζούμε την ευφορία της προσωρινότητας», όπως είπε διαπιστωτικά ένας μάχιμος γιατρός. Νομίζουμε, δηλαδή, ότι ο κορωνοϊός είναι μια περαστική μπόρα.
Ακούω τις τελευταίες μέρες έναν ωραίο αντίλογο στα μέτρα περιορισμού. Αφού το «μέσα» δεν αποδίδει και δεν θέλουν να γίνουμε Γουχάν –να μας αφήνει ο στρατός στην πόρτα μας το φαγητό–, να βγούμε «έξω». Εχει μια βάση, και τα έχω γράψει κι εγώ. Είναι παράλογο που τα πάρκα, οι αθλητικές εγκαταστάσεις, οι αρχαιολογικοί χώροι παραμένουν τόσες εβδομάδες σφραγισμένα. Ούτε ψάρεμα ούτε κυνήγι, είπαν, λες και ο ιός πετάει μαζί με την αύρα της θάλασσας και τους βοριάδες του δάσους. Ακόμη και στις παιδικές χαρές έχουν βάλει λουκέτα κάποιοι δήμοι. Και όταν ρωτάς ένα δήμαρχο γιατί δεν βάζει δύο φύλακες –που τώρα κάθονται– να αποτρέπουν τον συνωστισμό στα γηπεδάκια του μπάσκετ, στον στίβο, στις παιδικές χαρές, σου απαντάει ότι οι υπάλληλοι του δήμου δεν είναι «μπάτσοι». Μα για φύλακες προσλήφθηκαν, όχι για βιβλιοθηκονόμοι.
«Να ανοίξουμε λοιπόν, αλλά συντεταγμένα», λένε τώρα κάποιοι επιστήμονες. Την πρώτη λέξη την ξέρω. Το «συντεταγμένα» όμως τι σημαίνει;
Πιστεύει κανείς ότι οι φασαριόζοι πολιτικοί θα συνεννοηθούν ποτέ στην ανάγκη μιας «συντεταγμένης» συμπεριφοράς; Εκτός αν εννοούμε «συντεταγμένες διαδηλώσεις» ο μεν, «συντεταγμένα ΜΑΤ» ο άλλος.
«Να το πω απλά; Αντί να πάει κάποιος στο παγκάκι με ένα φίλο του να πιει έναν καφέ, να κάτσουν σε ένα τραπέζι έξω», εξηγεί γλαφυρά ένας καθηγητής.
Πόσοι όμως θα έχουν σφαχτεί μέχρι να βγουν οι νικητές που θα κάτσουν συντεταγμένα σε ένα τραπέζι;
Και ο ήχος πανικού της Ευρώπης –για να μην λέμε μόνο τα δικά μας– πώς ενισχύει αυτή την επιλογή του συντεταγμένου; Η πολυδιαφημισμένη ευρωπαϊκή συνεννόηση κατέληξε να έχουν εμβολιασθεί μόνο 9 άνθρωποι σε κάθε 100 Ευρωπαίους, σε σύγκριση με 25 ανθρώπους στις ΗΠΑ, 30 στη Χιλή, 40 στη Βρετανία, 60 στο Ισραήλ.
Είναι φανερά λοιπόν τα αδιέξοδα των πράξεών μας. Εκείνο που μένει, για να σωθεί η κυψέλη, είναι να κινηθούμε αντίθετα στο ρεύμα που μας οδηγεί σε συνεχείς απερισκεψίες πολλαπλασιάζοντας τις διασωληνώσεις και τους θανάτους. Σαν σμήνος ξανά να διορθώσουμε την πορεία μας. Πολίτες και πολιτικοί. Δεν είναι εύκολο, αλλά δεν έχουμε και άλλη λύση. Το έχουμε καταφέρει άλλωστε στο παρελθόν.
Και αυτές οι τελευταίες φράσεις, από τις παλιές μου σημειώσεις είναι. Σήμερα δεν θα ήμουν τόσο αισιόδοξος.
Είμαστε τελικά μια παραστρατημένη κυψέλη;
4' 3" χρόνος ανάγνωσης