Μια μέρα, όταν δίδασκε στη Σορβόννη, μπέρδεψε τους χαρτοφύλακές της κι έφθασε στους δευτεροετείς με το διδακτικό υλικό που είχε ετοιμάσει για τα μεταπτυχιακά. Αναγκάστηκε να κάνει μάθημα χωρίς σημειώσεις. Ηταν το καλύτερό της. «Επιστρατεύσατε, φαίνεται, ό,τι είχατε», σχολίασαν ενθουσιασμένοι οι φοιτητές της. «Ναι, το “εκ του ταμείου”», είπε εκείνη. «Αυτό, λοιπόν, το “εκ του ταμείου” είναι για εμένα η αυτοβιογραφία μου», λέει σήμερα η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, στα 94 χρόνια της, λίγο πριν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γκοβόστη το βιβλίο «600 μολύβια και 10 ποιήματα»: 192 σελίδες με fragmenta από την πορεία της επιφανούς βυζαντινολόγου και πρώτης γυναίκας πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, από τα παιδικά της χρόνια στον Βύρωνα μέχρι τη διεθνή καταξίωσή της – όπως την αφηγήθηκε στη δημοσιογράφο Αννα Γριμάνη. Πυρήνας της έκδοσης είναι η (εδώ και χρόνια εξαντλημένη) βιογραφία της που είχε εκδοθεί το 2006, εμπλουτισμένη όμως με νέες διηγήσεις, με δέκα ποιήματα και με σπάνιο φωτογραφικό υλικό. Γιατί «600 μολύβια»; Μαθήτρια στο δημοτικό, ζήλευε τα μολύβια ενός συμμαθητή της. «Σήμερα έχω πάνω από 600! Κουτιά, κουτιά γεμάτα. Και να μην πω πόσα βιβλία…» εξηγεί.
Για την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελερ, η πιο… ανήθικη πράξη είναι η έλλειψη αυτογνωσίας. Η ίδια την κατέκτησε με πολύ κόπο. Κι αυτό το βιβλίο τι άλλο είναι, αν όχι ένα ταξίδι αυτογνωσίας; «Αυτό που είμαι το οφείλω στην Κατοχή και στην Αντίσταση. Ολες τις φοβίες μου τις έβαλα…, σαν να έχω μια στολή. Ποια είναι αυτή; H πειθαρχία, νομίζω. Να μην τις δείξω σε κανέναν, ούτε στον άνδρα μου, ούτε στην κόρη μου, ούτε στους συνεργάτες μου. Nα σταθώ απέναντι σ’ αυτές και να μη με πάρουν από κάτω. Ποιος να το πιστέψει ότι έχω τόσες φοβίες;» λέει η γυναίκα που έκανε το Βυζάντιο προσιτό στους Ελληνες, σε μικρούς και μεγάλους. Και μας αφηγείται τη μυθιστορηματική ζωή της.
Προδημοσίευση
Τα παιδικά χρόνια
«Είμαι γεννημένη στο 21 της οδού Κολοκοτρώνη. Τότε, βέβαια, λεγόταν οδός Κοινωνίας των Εθνών, ύστερα Ιωάννου Μεταξά και μετά έγινε πάλι Κολοκοτρώνη. Αυτό για εμένα είναι η σύμπτυξη της ιστορικής μοίρας των λαών, που αλλάζουν τα καθεστώτα, τους συμμάχους και την ιστορία τους την ίδια». Το σπίτι στον Βύρωνα δεν είχε θέρμανση. Αλλά είχε βαβούρα – έξι παιδιά έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι και μοιράζονταν ένα δωμάτιο.
Εμαθε να γράφει και να διαβάζει πριν πάει στο σχολείο, ακούγοντας τα αδέλφια της. Κυρίως τον μεγάλο που, επειδή ήταν και κομψός, τον φώναζαν «κόμη Μόντε Χρήστο». Τα βιβλία που μετά έφθαναν στα χέρια της έπρεπε να μην ανήκουν πια σε κανέναν άλλο, για να μπορεί να τα έχει δικά της. «Η μάνα μου είχε μια ράφτρα στη Φιλολάου, ήταν εξοχή εκεί, κι όπως πηγαίναμε μια μέρα και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, γιατί είχε καλό καιρό –τι εικόνα κι αυτή!–, είδα σ’ ένα σπίτι μια βιβλιοθήκη. Ανέβηκα λίγο στο τοιχάκι, κρατήθηκα από το πρεβάζι στο παράθυρο και σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, να θαυμάσω την πρώτη βιβλιοθήκη που έβλεπα – τι ωραίο πράγμα!».
«Εγώ θα πουλώ λεμόνια!»
Μπήκε 13η στην Aρχαιολογία – «ευτυχώς το ’45, που μπορούσαμε να δώσουμε εξετάσεις στο πανεπιστήμιο χωρίς το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων», γιατί η καθοριστική δράση της στην Αντίσταση άρχιζε από τα παιδικά της χρόνια και το «κορίτσι με τα γαλανά μάτια» ήταν σε όλους γνωστό. «Μεγάλωσα στον δρόμο – στον μεγάλο κόσμο. Κανονικά! Σ’ ένα σπίτι προσφυγικό, αλλά παρέα με την Ακρόπολη. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
Ηταν άριστη φοιτήτρια, κάπνιζε αδιάκοπα και διάβαζε πολύ. Σ’ ένα μάθημα, ο καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας Γ. Οικονόμου της λέει: «Βρε, Γλύκατζη, όλοι εδώ δεν έχουν ανάγκη να δουλέψουν· εσύ έχεις. Γιατί ήρθες εδώ και δεν πήγες στο Φιλολογικό;» – τότε τα κορίτσια δεν είχαν πρόσβαση στην Aρχαιολογική Yπηρεσία. Κι εκείνη του απαντάει: «Ακούστε, κύριε καθηγητά. Εγώ στη ζωή θα κάνω αυτό που μου αρέσει και αυτό που θέλω. Τώρα, σχετικά με το πώς θα βγάλω τα χρήματα που χρειάζεται για να ζήσω, σας διαβεβαιώ ότι θα πουλώ λεμόνια στο κέντρο της Αθήνας». Εγινε χαμός!
Η παρέα «της ανησυχίας»
H παρέα της είναι τα αγόρια της Φιλοσοφικής και της Νομικής, ανάμεσά τους o Λιγνάδης, o Κοτζιάς, o Σαββίδης, o Βαβούρης, o Σκαλιώρας, o Πετσόπουλος, ο Λαμπρίας και τα δέκα κορίτσια του Aρχαιολογικού – η Λαμπράκη, η Πετσοπούλου, η Τσώση, η Ιωαννίδου, η Τορναρίτη και άλλες. Η Ελένη έχει ένα χάρτινο σκάκι και τις κενές ώρες στο πανεπιστήμιο γίνονται απανωτά παιχνίδια. Τα βράδια, οι παρτίδες συνεχίζονται στα βραχάκια του Ηρωδείου, στα διαλείμματα των παραστάσεων.
Το Rex συγκεντρώνει τα κορίτσια, και η παραγγελία είναι μιλκ σέικ. «Παιδιά, εγώ δεν έχω λεφτά, δεν έρχομαι», έλεγε εκείνη. «Καλεσμένη!» αναφωνούσαν οι άλλες. «Πείτε μου ποιου, να ξέρω», απαντούσε, μέχρι που κάποια στιγμή δεν μπορούσε άλλο και δεν ξαναπήγε, ώσπου ο μεγάλος αδελφός της, που είχε πιάσει δουλειά, άρχισε να της δίνει λίγα χρήματα. «Και τότε εγώ έπαιρνα βερμούτ, που ήταν το φθηνότερο».
Ο γάμος με τον Ζακ Αρβελέρ και η γέννηση της κόρης τους
Στο ωραιότατο σπίτι του Αρμάν Μεγκλέ, εκδότη των γνωστών καταλόγων Bottin, στη rue des Saints Pères, ανάμεσα στους Γάλλους φίλους ήταν ο Ζακ Αρβελέρ. Δεν μιλούσε ιδιαίτερα και όταν εκείνη τον περιγράφει κατοπινά, τονίζει ότι τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του, όπως και οι γνώσεις του, την έκαναν να νομίζει ότι είναι ένας από τους νεαρούς διανοούμενους λογοτέχνες της παρέας. Ξαναβρέθηκαν όταν η βασίλισσα της Αγγλίας έκανε κρουαζιέρα στον Σηκουάνα και όσοι είχαν σπίτι με μπαλκόνι που έβλεπε στο ποτάμι, μάζεψαν την παρέα για να δει το θέαμα. O Ζακ έχει χωρίσει ήδη από την πρώτη του γυναίκα και μένει στην Bûcherie, το αριστοκρατικό ξενοδοχείο απέναντι από τη Notre Dame. Οι καλύτεροι φίλοι του είναι ο Κλοντ Ρουά, ο Πολ Ελιάρ, ο Λουί Αραγκόν και η Ελζα Τριολέ –κολλητοί και αχώριστοι– και από κοντά η Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Η Ελένη Γλύκατζη είναι με την ομάδα του France Observateur, τον Πατρίκ Κεσέλ, τη Φρανσουάζ Βερνί, τον Ροζέ Παρέ – σε μια εποχή που ο πόλεμος στην Ουγγαρία έχει διασπάσει τους Γάλλους διανοούμενους. Μια άλλη παρέα είναι η μικρή Φρανσουάζ Σαγκάν, η οποία μόλις έχει εκδώσει το «Καλημέρα θλίψη» (η μοντέρνα συναισθηματική ματιά των νέων στη ζωή), η Ζοζέ Παρντό (τα υφάσματα όλων των μεγάλων οίκων), η Γκαμπί Αγκιόν (που ιδρύει την Chloé και φέρνει στον οίκο έναν άγνωστο ταλαντούχο σχεδιαστή, τον νεαρό Καρλ Λάγκερφελντ).
Η Ελένη φοράει ίσια παπούτσια και ντύνεται απέριττα. Ο Ζακ έχει σπουδάσει φυσικοχημεία και είναι από μεγαλοαστική παρισινή οικογένεια. Καρδιακός φίλος του είναι ο συγγραφέας Χοσέ Μπεργκαμίν, νονός της Φλοράνς Μαλρό και αδελφικός φίλος του Πικάσο. Η πρώτη γυναίκα του Ζακ Αρβελέρ, η Αλίς, είναι ισπανικής καταγωγής, μεταφράστρια του Πάμπλο Νερούντα στα γαλλικά, η οποία ξαναπαντρεύεται με τον Πιερ Γκασκάρ, τον βραβευμένο με Concourt.
Οπως κάθε Τρίτη βράδυ, η Ελένη, ο Ζακ και ο Μπεργκαμίν τρώνε στο Lipp, στο Saint Germain des Près. Χιονίζει. Οταν έρχεται η στιγμή να φύγουν και ο Ζακ να τη συνοδεύσει, κι ύστερα να επιστρέψει στην Bûcherie, ο Μπεργκαμίν τους λέει: «Δεν σας καταλαβαίνω… Πάτε εδώ ο ένας κι εκεί ο άλλος, μέσα στο κρύο. Γιατί δεν παντρεύεστε;». Ηταν ήδη δύο χρόνια μαζί – βρισκόμαστε στις αρχές του 1958.
Στο πρώτο ταξίδι τους στην Ελλάδα, ο Ζακ και η Ελένη Αρβελέρ έρχονται με το αυτοκίνητο από τη Γιουγκοσλαβία. «Στα Σκόπια μας σταματούν, γιατί έχω γεννηθεί στην Αθήνα – άγρια πράγματα. Μετά ακολουθούμε το αυτοκίνητο ενός ξένου, για να μη χάσουμε τον δρόμο, και, όταν φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη, λέω στον Zακ να μείνουμε μια μέρα, για να δούμε τη νονά μου». Στην επίσκεψή τους, η νονά της Ελένης, ως Μικρασιάτισσα, έβγαλε το μεγάλο μπολ με το γλυκό και τα κουταλάκια –που παίρνεις μια κουταλιά, για τη γεύση– και το κρύο νερό, αλλά ο Ζακ, επειδή δεν το ήξερε, για να είναι ευγενής έφαγε σχεδόν όλο το γλυκό! Οταν μετά η Ελένη του εξήγησε, «έπρεπε να μου τα πεις αυτά, να γνωρίζω τις παραδόσεις», της έλεγε συνέχεια.
Το Βυζάντιο και η θάλασσα είναι το θέμα της διατριβής της, την οποία παραδίδει στις 10 Απριλίου του 1964. Είναι ήδη εννέα μηνών έγκυος. Το ίδιο απόγευμα βγαίνουν βόλτα με τον Ζακ, τρώνε παγωτό στο Μονπαρνάς, και την επομένη, 11 Απριλίου, γεννάει τη Μαρί Ελέν. Λίγους μήνες πριν, έχει έρθει στο Παρίσι η Νουνού της, η Φωτεινή, η οποία, φερμένη από τη Μικρά Ασία, είχε μεγαλώσει την Ελένη και τ’ αδέλφια της. Εφθασε στη Γαλλία με τον όρο ότι θα φύγει σε δέκα χρόνια. Ζήτησε να βλέπει ανελλιπώς τηλεόραση, για να αρχίσει να καταλαβαίνει τη γλώσσα. Κρατούσε τις περισσότερες ώρες στα πόδια της τη μικρή – όταν η Μαρί Ελέν μεγάλωσε είχε απέχθεια για τη μικρή οθόνη. Η Νουνού βρισκόταν κοντά στο παιδί συνέχεια, από τους κήπους του Παρισιού ώς το κτήμα της γιαγιάς Αρβελέρ στην εξοχή. Η φροντίδα της στην Ελένη και στον Ζακ ήταν παραδειγματική
«“Το πρόσωπο σπαθί”, όπως μου έλεγε ο πατέρας μου»
Εδρα στη Σορβόννη
Εγινε καθηγήτρια στη Σορβόννη το 1967. «Ο Πωλ Λεμέρλ είχε αποφασίσει να πάει στο Collège de France, οπότε θα άφηνε τη θέση του, και ήμουν η μόνη που είχα τυπωμένη τη διατριβή μου. Ημασταν τρεις υποψήφιοι. Προηγήθηκαν 126 επισκέψεις στους καθηγητές, ως είθισται. Οταν φτάνω στον Aνρί Bαν Εφαντέρ, τον μεγάλο ελληνιστή, μου λέει: “Ελένη, δεν θα ψηφίσω για σένα, αλλά για τον φίλο μου τον Μπονπέρ, που είναι Γάλλος και πρύτανης στην Μπρεστ”. Το ίδιο και η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, κι ας λογιζόμασταν φίλες. “Είμαστε πολλές γυναίκες”, μου λέει εκείνη. Μετά, πάω σε εκείνον που δίδασκε ισπανικά, και μόλις ανοίγω το στόμα μου, με προλαβαίνει: “Θα ψηφίσω για σένα”. “Γιατί;” τον ρωτώ. “Γιατί έχεις την ίδια προφορά με μένα!”. Μετά φτάνω στον πιο δεξιό που υπήρχε, τον Nτελόρφ, και, πριν μπω, σκέφτομαι: “Αδικα πάω”. Μου λέει, λοιπόν, εκείνος: “Ξέρω ότι δεν είστε του κύκλου μου, αλλά θα ψηφίσω για σας”. “Γιατί θα το κάνετε;”. “Απλούστατα, έχετε δημοσιεύσει τόσα κείμενα, έχετε δημοσιεύσει επιγραφές, έχετε κάνει διπλωματική ιστορία, καλύπτετε όλον τον χώρο των βοηθητικών επιστημών και της βασικής ιστορίας”».
Ο Μάης του ’68
Το πρώτο μέλημά της μόλις διορίστηκε ήταν να συναντήσει τους μελλοντικούς φοιτητές της. «“Παιδιά, ήρθα να δούμε τι θα κάνουμε εφέτος· είμαι η καθηγήτρια στα Βυζαντινά”», τους είπε. Εκείνοι την κοίταζαν με δυσπιστία.
«Ημουν τότε νέα, όμορφη, άκουγαν και την προφορά μου… “Kαμιά τρελή θα ’ναι”, μπορεί να σκέφτονταν. Κατάλαβα ότι δεν με πίστευαν. “Ελάτε στο γραφείο μου, να τα πούμε εκεί”, επέμεινα. Επειτα από λίγη ώρα, ήρθαν πέντε γελαστοί – τους άνοιξα την πόρτα, ήταν λίγο αμήχανοι. Κάθισαν, συζητήσαμε τα θέματα που τους απασχολούσαν και φεύγοντας έδειξαν τον δέοντα σεβασμό. Μια εβδομάδα μετά, έχουμε συμβούλιο. “Κυρία Αρβελέρ, πήγατε και είδατε τους φοιτητές;”, μου λέει ο κοσμήτορας. Με σκουντάει ο φίλος συνάδελφος Μπερνάρ Γκενέ, ο μεγάλος ακαδημαϊκός: “Ελένη, εδώ δεν λέμε καλημέρα, παρά μόνον στους υφηγητές. Μόνο οι βοηθοί διδάσκουν στα πρώτα έτη· οι καθηγητές στα μεταπτυχιακά”. Ε, μετά από έναν χρόνο έγινε το ’68. Καταλαβαίνετε γιατί…».
Στην πρυτανεία
Οταν γίνεται πρύτανης της Ακαδημίας και της καγκελαρίας όλων των πανεπιστημίων του Παρισιού, εφαρμόζει μια αρχή της: «Ουδέποτε στέλνω γραμματείς ή βοηθούς μου σε ανώτερο. Πάντα, εγώ μπροστά, και “το πρόσωπο σπαθί”, όπως μου έλεγε ο πατέρας μου». Ξεκινάει αρκετά νωρίς τα μαθήματά της – τρεις φορές την εβδομάδα, η ώρα οκτώ το πρωί είναι στο γραφείο, για να ασχοληθεί μετά με τα διοικητικά. Με τον Ζακ συναντιούνται οπωσδήποτε το μεσημέρι στο σπίτι, για να δουν τη Μαρί Ελέν και να μείνουν για λίγο όλοι μαζί. Από το απόγευμα πάλι, δουλειά ώς το βράδυ, οπότε αρχίζει ο κύκλος των κοινωνικών υποχρεώσεων. Δεν κοιμάται ποτέ μετά τις 12 τα μεσάνυχτα. […]
Αγκινάρες λαδερές
Οταν έχει καλεσμένους στο σπίτι φτιάχνει τις δικές της συνταγές, με ωραιότερο πιάτο τις λαδερές αγκινάρες. «Εχει πια λανσαριστεί ως πρώτο πιάτο στα περισσότερα καθωσπρέπει γαλλικά σπίτια», λέει. Κάθε φορά που ερχόταν η μητέρα της στο Παρίσι τής έφερνε συνταγές: για τα τσουρέκια, τα ψητά κυδώνια, τα μελομακάρονα…
«Βέβαια, ουδέποτε ακολούθησα ακριβώς μια συνταγή, γιατί θεωρώ ότι η καλή κουζίνα είναι και θέμα φαντασίας και καλής καρδιάς. Τη φαντασία την έχω εγώ, την καλή καρδιά ο άντρας μου! Ομως, νιώθω μεγάλη συγκίνηση με τα φύλλα μαγειρικής που είναι γραμμένα από το χέρι των θειάδων μου, από τη γιαγιά μου και τη μάνα μου. Ο,τι καινούργιο από συνταγές, το σημειώνω εκεί».
Η φιλία με τον Καραμανλή
Με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή γνωρίζεται από τη στενή του φίλη Φώφη Λεβέντη, που ίδρυσε και διηύθυνε το Centre Hellénique Culturel – εκείνη την εποχή η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ ήταν επίτιμη πρόεδρος. «Εχω μια λέξη για εκείνον. Δωρικός! Μου είχε, νομίζω, μεγάλη εμπιστοσύνη. Πόσες φορές μου τηλεφώνησε στο Παρίσι: “Tι λες γι’ αυτό;” – ζητούσε τη γνώμη μου. Πηγαίναμε να φάμε μαζί· ποτέ δεν συζητούσαμε πολιτικά, μόνο μια φορά μου είπε: “Δεν μου λες, τι έχουν πάθει όλοι αυτοί για τη Μακεδονία; Εγώ Μακεδόνας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μίλησα; Αυτοί γιατί μιλάνε;”. Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή έχω μια απόλυτη αναφορά σοβαρότητας, και την εικόνα του τελευταίου μεγάλου πολιτικού της Ελλάδας, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου· αλλά εκείνος ήταν πιο μοντέρνος, είχε άλλο πνεύμα. Τον Καραμανλή θα τον συνέκρινα με τον Ντε Γκωλ· τον Ανδρέα με τον Μιτεράν, που τον θεωρώ από τους μεγάλους πολιτικούς, και ανακαινιστή».
Βλέπονταν συχνά, είχε δημιουργηθεί μια σχέση εξαίρετης επικοινωνίας. Η Κλοντ Πομπιντού, φίλη της, τους καλούσε στο σπίτι της. Για τους Γάλλους, ο Καραμανλής ήταν πάντα αρχηγός κράτους. Οπως δειπνούσαν, λοιπόν, ένα βράδυ, τους λέει: «Εγώ, τον Καραμανλή τον αναγνωρίζω από το ’74 και μετά». Κι εκείνος της απαντά: «Ελένη, μην κάνεις την κομμουνίστρια».
«Οχι» στα Σκόπια
Το 1983 (ο Τίτο μόλις έχει πεθάνει), ο Φρανσουά Μιτεράν ταξιδεύει στο Βελιγράδι και τον συνοδεύουν ο Φρανσουά Μαρί Μπανιέ, o υπουργός Εξωτερικών Κλοντ Σεϊσόν, ο Ζακ Ατταλί και η Ελένη Αρβελέρ, που θα υπογράψει συμβάσεις με τα εκεί πανεπιστήμια. «Οπως τρώμε, δίπλα μου κάθεται ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας που μιλάει με τον Σεϊσόν, και εκείνος, με τη σειρά του, λέει στον Μιτεράν: “Κύριε πρόεδρε, ακούσατε αυτό που λέει ο συνάδελφός μου, ότι οι Μακεδόνες είναι σαν τους Παλαιστινίους και οι Ελληνες σαν τους Ισραηλινούς; Τους διώξανε, τους πήραν τα χωράφια τους, όλα τα πήραν και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτούς”. Ο Μιτεράν με κοιτάζει –δεν ήξεραν ότι είμαι Eλληνίδα– του γνέφω “όχι, δεν είναι έτσι”. Κι εκείνος απαντά αμέσως: “Σεϊσόν, μη σας νοιάζει”. Λίγες μέρες μετά, στο ίδιο ταξίδι, μου ανακοινώνουν ότι το Πανεπιστήμιο των Σκοπίων θέλει να με κάνει επίτιμη διδάκτορα. Λέω: “Οχι, ευχαριστώ”. ‘‘Πώς όχι;”, μου λένε. “Είμαι επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου”, απαντώ, “και θεωρώ ότι το Βελιγράδι καλύπτει όλη τη Γιουγκοσλαβία”».
Πιο πλούσια από τον… Λάτση
Είναι πρύτανης της Ακαδημίας των Παρισίων όταν της τηλεφωνεί ο Γιάννης Λάτσης. «Δώστε μου τον αριθμό σας και θα σας πάρω εγώ», του λέει. Ο ίδιος εξεπλάγη, και το άφησε να φανεί, αλλά εκείνη, αφού τον κάλεσε, του εξήγησε: «Οποιοσδήποτε μπορεί να μου πει “εδώ ο κύριος Λάτσης”. Τώρα σας ακούω. Τι θέλετε να μου πείτε;». «Θέλω να κάνω ένα πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Θα βάλω όλα τα λεφτά που χρειάζονται. Θα αγοράσω, ας πούμε, το Τατόι, για να το φτιάξω εκεί», της απαντά. «Λυπούμαι, κύριε Λάτση. Δεν μπορείτε να το κάνετε, γιατί το πανεπιστήμιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία, είναι θεσμός και είναι δημοσίου δικαίου. Αρα, δεν μπορείτε να δώσετε πτυχία. Μπορείτε να κάνετε ινστιτούτο, αλλά όχι πανεπιστήμιο». Η συνομιλία εκείνη, με τη διορατικότητα του Γιάννη Λάτση, έγινε αφορμή για να γνωριστούν προσωπικά. «Καπετάνιε», του λέει μια φορά, αρκετά χρόνια μετά, όταν ήταν στην επικαιρότητα το θέμα των Σκοπίων. «Δεν αγοράζετε τα Σκόπια να τελειώνουμε;». Και εκείνος της απαντά: «Οχι ότι είναι ακριβά, αλλά… δεν πωλούνται πια· έχουν πωληθεί σε άλλον». Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ έγινε φίλη και με την Εριέττα Λάτση και μια μέρα εκείνη την παρουσίασε σε δύο γιατρούς του Γιάννη Λάτση. «Θα σας γνωρίσω μια φίλη μου, η οποία είναι πιο πλούσια από εμένα». Εκείνοι την κοίταξαν με έκπληξη. «Τι λες, Εριέττα, στους ανθρώπους;». «Τους λέω την αλήθεια. Εσύ αυτό που έχεις μπορείς να το έχεις πάντα, ενώ εγώ αυτό που έχω κάποια στιγμή μπορεί να μην το έχω πια».