Ο Φιλέας Φογκ δεν θα έκανε τον γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν που δημοσιεύθηκε το 1872, αν δεν υπήρχε η διώρυγα του Σουέζ που είχε εγκαινιαστεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Η διάνοιξη του καναλιού σε μόλις δέκα χρόνια (1859-1869) αποτέλεσε τεράστιο επίτευγμα των μηχανικών της Compagnie Universelle du canal maritime de Suez, η οποία είχε ιδρυθεί γι’ αυτόν τον σκοπό από τον Γάλλο διπλωμάτη Φερδινάνδο ντε Λεσέψ. Η διάνοιξη θα ήταν όμως ανέφικτη χωρίς τους χιλιάδες Αιγυπτίους και ξένους εργάτες που εργάστηκαν στο φαραωνικό εργοτάξιο. Από τους 7.000 ξένους εργάτες, οι 5.000 ήταν Eλληνες. Και από αυτούς, οι 3.000 προέρχονταν από ένα μικρό νησί της Δωδεκανήσου: την Κάσο. Η συμβολή τους μάλιστα στη διάνοιξη ήταν τόσο σημαντική που ο Ντε Λεσέψ, μετά το πέρας των εργασιών, θέλησε να εκφράσει και έμπρακτα την ευγνωμοσύνη του στους Κασιώτες. Εκείνοι του ζήτησαν μόνο να ονομάσει το νέο λιμάνι που κατασκευάστηκε εκ του μηδενός στη Μεσόγειο «Νέα Κάσο». Ωστόσο, εκείνος του είχε ήδη δώσει το όνομα του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Σαΐντ: Πορτ Σάιντ, λοιπόν.
Η ιστορία της ονομασίας μάς υπενθυμίζει τη συνεισφορά των Κασιωτών, και των Ελλήνων γενικότερα, στην κατασκευή του καναλιού και τη σχέση εμπιστοσύνης που είχαν αναπτύξει με τον ιδιοφυή Γάλλο. Οι Eλληνες είχαν φτάσει στην Αίγυπτο προκειμένου να εργαστούν στην περίφημη εταιρεία, καμάρι της γαλλικής μηχανικής και σύμβολο της οικονομικής και πολιτικής διείσδυσης της Γαλλίας στην περιοχή. Τόσο στη διάρκεια της διάνοιξης όσο και μετά, κατά τη διαχείριση του διάπλου, η εταιρεία αποτελούσε τον μεγαλύτερο ιδιώτη εργοδότη στην Ανατολική Μεσόγειο. Για έναν αιώνα, μέχρι την εθνικοποίηση της γαλλικής εταιρείας το 1956, την πλειονότητα των ξένων εργαζομένων της την αποτελούσαν Eλληνες, που παρέμειναν στις πόλεις της διώρυγας μετά το 1869.
Εντός της εταιρείας, οι Eλληνες κατείχαν νευραλγικές θέσεις στα μεσαία και κατώτερα επίπεδα της εργασιακής ιεραρχίας (πιλότοι ναυσιπλοΐας, εργοδηγοί, διοικητικοί υπάλληλοι καθώς και ναυτικοί, κυβερνήτες βυθοκόρων και ανειδίκευτοι εργάτες). Το γεγονός ότι οι Eλληνες δεν ταυτίζονταν με μια ανταγωνιστική στη Γαλλία ή εχθρική στην Αίγυπτο αποικιακή δύναμη, όπως η Βρετανία, τους επέτρεπε να είναι σε στενή επαφή τόσο με τους Γάλλους που ήταν κυρίως ανώτερα στελέχη όσο και με τους Αιγύπτιους που είχαν κατώτερες θέσεις. Σε αυτό βοηθούσε και η γλωσσομάθεια, καθώς πολλοί Eλληνες ήταν γαλλομαθείς και ταυτόχρονα μιλούσαν αραβικά.
Αν και τους αντιμετωπίζουμε ως σύνολο, οι Eλληνες χαρακτηρίζονταν από έντονη ανομοιογένεια λόγω διαφορετικής επαγγελματικής θέσης, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής. Η θέση που κατείχε ο καθένας τους συχνά καθόριζε και το είδος της σχέσης του με την εταιρεία. Υπήρχαν Eλληνες με τόσο καλές θέσεις και αμοιβές που τους επέτρεπαν να ζουν σε εξαιρετικά καλές συνθήκες στην Αίγυπτο, να κάνουν οικογενειακώς καλοκαιρινές διακοπές σε γαλλικές λουτροπόλεις και να σπουδάζουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια της Γαλλίας.
Οι Eλληνες έπαιξαν όμως και πρωταγωνιστικό ρόλο στο εργατικό κίνημα εντός της εταιρείας από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 έως τη δεκαετία του 1920, ενώ συμμετείχαν και στο αιγυπτιακό αντιαποικιακό κίνημα της δεκαετίας του 1950. Οι περισσότεροι Eλληνες εργαζόμενοι της εταιρείας παρέμειναν το 1956 στην Αίγυπτο μετά την εθνικοποίησή της. Ιδίως οι πιλότοι ναυσιπλοΐας ήταν αυτοί που συνεισέφεραν αποφασιστικά στη διπλωματική νίκη του Νάσερ κατά την κρίση του Σουέζ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η γαλλική παρουσία στις πόλεις του καναλιού στα χρόνια λειτουργίας της εταιρείας υπό γαλλικό έλεγχο ήταν τόσο έντονη, που έκανε αναπόφευκτη τη σχέση με όλους τους Ελληνες, που είχαν τη δυνατότητα να περιθάλπονται σε γαλλικά νοσοκομεία, να εκπαιδεύονται ενίοτε στα τεχνικά σχολεία της εταιρείας ή στα γαλλόφωνα καθολικά σχολεία της περιοχής και να συμμετέχουν στους εορτασμούς της 14ης Ιουλίου που οργάνωνε η εταιρεία.
Η συνάντηση Ελλήνων και Γάλλων στην Αίγυπτο μέσα από τη δράση της Compagnie Universelle du canal maritime de Suez λειτούργησε καταλυτικά στην ανάπτυξη εργασιακών και επιχειρηματικών σχέσεων στο αιγυπτιακό έδαφος. Χάρη άλλωστε και στη δυναμική που προσέδωσε η κατασκευή της διώρυγας, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η ευρύτερη περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού που την εντάσσει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα μέσω και της εγκατάστασης μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι γαλλικές επιχειρήσεις δίνουν σημαντικές ευκαιρίες όχι μόνο για εργασία αλλά και για επενδύσεις και συνεργασία με το σημαντικό ελληνικό κεφάλαιο της Αιγύπτου σε διάφορους τομείς, όπως ο τραπεζικός, που αναπτύσσεται ταχύτατα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι γαλλικές τράπεζες και η διασύνδεση με ελληνικά οικονομικά δίκτυα
Το 1880 οι Κωνσταντίνος Σαλβάγος, Αντώνιος Ράλλης και Αμβρόσιος Συναδινός συμμετέχουν στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο της γαλλικής τράπεζας Crédit Foncier Égyptien, δηλαδή της δεύτερης μεγαλύτερης επιχείρησης στην Αίγυπτο μετά αυτή του Σουέζ. Σχεδόν ταυτόχρονα ιδρύεται η Banque Générale d’ Egypte με ειδίκευση στις πιστώσεις για τις εξαγωγές βαμβακιού, ζάχαρης και σιτηρών. Αποτελώντας συνέχεια του τραπεζικού οίκου Sinadino, Ralli et Cie, η νέα τράπεζα συσπείρωσε γύρω της τόσο μεγάλους τοπικούς οικονομικούς παράγοντες όσο και σημαντικά κεφάλαια γαλλικών τραπεζών όπως οι Paribas, Société Générale και Banque d’Escompte. Πρώτος πρόεδρος του Δ.Σ. ήταν ο Θεόδωρος Ράλλης, ενώ τη γεωγραφική περίμετρο των ελληνικών οικονομικών δικτύων φανερώνουν οι τόποι εγκατάστασης των εκπροσώπων της τράπεζας Sinadino, Ralli et Cie στο Δ.Σ.: ο Κωνσταντίνος Συναδινός στην Αλεξάνδρεια, ο Αμβρόσιος Συναδινός στο Κάιρο και ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης στο Παρίσι.
Ελληνικά οικονομικά δίκτυα της διασποράς βρέθηκαν πίσω και από τη Société Marseillaise de Crédit στην Αίγυπτο, καθώς οι Λεωνίδας Ζαρίφης και Στέφανος Ζαφειρόπουλος, Ελληνες έμποροι και τραπεζίτες που είχαν εγκατασταθεί από το 1845 στη Μασσαλία προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη, λειτούργησαν ως σύνδεσμοι και με την Αίγυπτο. Οι Land Bank και Union Foncière, που ιδρύθηκαν το 1905, είναι αποτέλεσμα συνεργασίας της Société Marseillaise de Crédit με Ελληνες οικονομικούς παράγοντες της Αλεξάνδρειας. Στο πρώτο Δ.Σ. εκπροσωπούνται εξίσου Αλεξανδρινοί και Μασσαλιώτες: πρόεδρος είναι ο Αμβρόσιος Ζερβουδάκης και συμμετέχουν οι Μικές Σαλβάγος, Γεώργιος Ζερβουδάκης και Περικλής Ζαρίφης, ενώ ο Jules Charles-Roux που εκπροσωπεί τη γαλλική τράπεζα είναι ταυτόχρονα και αντιπρόεδρος της Compagnie Universelle du canal maritime de Suez.
Εως τα μέσα του 20ού αιώνα, η διασύνδεση ελληνικής και γαλλικής επιχειρηματικότητας και ελληνικών εργασιακών δικτύων θα παραμείνει έντονη στην Αίγυπτο. Με την οριστικοποίηση όμως της μετάβασης της ευρύτερης περιοχής από τις αυτοκρατορίες στα έθνη-κράτη, το πεδίο δράσης μεταφέρθηκε σταδιακά στην Ελλάδα. Εκεί έφτασε το 1961 ο Δημήτρης Χαριτάτος, διευθυντικό στέλεχος εταιρείας στην Αλεξάνδρεια με καταγωγή και από την Κάσο. Σύντομα ο Χαριτάτος θα γίνει διευθυντής του εργοστασίου αλουμινίου της Pechiney, που μόλις είχε δημιουργηθεί, και πόλος έλξης και για άλλους Ελληνες, και ιδιαίτερα Κασιώτες που εγκαταλείπουν την ίδια περίοδο την Αίγυπτο και την περιοχή του Σουέζ και αναζητούν εργασία στην Ελλάδα. Αξιοποιώντας δίκτυα που στηρίζονταν στην τοπική καταγωγή και εξοικειωμένοι ήδη με την εργασία σε γαλλικές επιχειρήσεις, οι Αιγυπτιώτες φτάνουν στην Ελλάδα και σύντομα θα αποτελέσουν σημαντικό ποσοστό του προσωπικού στο εργοστάσιο Αλουμίνιον της Ελλάδος.
Οι Ελληνες της Αιγύπτου, από τη μια, και οι Γάλλοι της Compagnie Universelle du canal maritime de Suez ή και της Pechiney, από την άλλη, αποτελούν τις δύο όψεις του νομίσματος των ελληνογαλλικών σχέσεων στις δύο απέναντι όχθες της Μεσογείου. Μια σχέση χωρίς νικητές και ηττημένους. Γύρω από τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, Ελληνες ομογενείς, που ήταν από ανειδίκευτοι εργάτες έως μεγιστάνες, συνεργάστηκαν σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα με τους Γάλλους μηχανικούς, επιχειρηματίες και διπλωμάτες, σε μια σχέση που ως επί το πλείστον υπήρξε συμπληρωματική ως προς τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα και των δύο πλευρών.
* Ο κ. Αγγελος Νταλαχάνης είναι ιστορικός – ερευνητής, Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας (CNRS).