Δεν θυμάμαι αν το Πάσχα του ’88 ήταν διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ομως στον φάκελο με τις φωτογραφίες έχει ξεχωριστό τίτλο. «Πάσχα 1988». Γεμάτο με φωτογραφίες ανθρώπων που τώρα έχουν φύγει. Ο Παναγιώτης, ο Σήφης, ο Γιάννης, η Γιωργία, η Αλεξία. Η γιαγιά Αλεξία. Γράφοντας προσπαθώ να ξαναζήσω τις στιγμές.
Μεγάλη Πέμπτη, και κατάφερα επιτέλους να μπανιαριστώ. Το μπάνιο ήταν ένα λάστιχο δίπλα από το αποχωρητήριο. Και ένας γουβάς βραστό νερό. Και μια λεκάνη. Εβαζες στη λεκάνη νερό με το λάστιχο, πρόσθετες 2-3 μαστραπάδες καυτό νερό, βρεχόσουν, σαπουνιζόσουν, ξεπλενόσουν και έτοιμος. Η γιαγιά δεν χαμογελούσε. Τη Μεγάλη Πέμπτη απαγορεύονταν οι δουλειές στο σπίτι. Ούτε να πλύνει, ούτε να απλώσει. Το μπάνιο επιτρεπόταν; Μάλλον δεν είχαν απάντηση οι γραφές. Βάφαμε όμως κόκκινα αυγά, με αποτυπωμένα πάνω τους φύλλα λουλουδιών.
Το βράδυ ο Σήφης, ο παππούς ο Σήφης, ήθελε ένα πλούσιο τραπέζι. Με κουκιά, χόρτα τσιγαριαστά, αγκινάρες, χοχλιούς στο ξίδι, ζυμωτό ψωμί, κρασί… Από τον «Μυστικό Δείπνο», αυτός είχε κρατήσει μόνο τον «Δείπνο». Η γιαγιά δεν έτρωγε. Ολη την εβδομάδα δεν έτρωγε, αν εξαιρέσεις λίγο ψωμί και ντομάτα. Ολο τον χρόνο, Τετάρτες και Παρασκευές, δεν έτρωγε λάδι. Μη σχηματίσετε όμως λάθος εικόνα. Δεν ήταν μια γυναίκα που όλη μέρα έψελνε. Είχε κότες, κουνέλια, τυροκομούσε, ύφαινε. Αλλά σταύρωνε τις κότες πριν τις σφάξει. Μας μάθαινε να αγαπάμε τις αράχνες και τα σαμιαμίδια. Το ξερό ψωμί, ακόμη και τα ψίχουλα, πηγαίνανε μαζί με τα άλλα αποφάγια στον γουβά για τα ζώα. Και όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα χανόταν για ώρες στην εκκλησία και στα ξωκκλήσια.
Για να κόψει δρόμο, κατέβαινε από το καλντερίμι, έτρεχε σχεδόν στον χωματόδρομο και δέκα μέτρα πριν από την εκκλησία σταματούσε. Εβγαζε τα ταλαιπωρημένα από τα χώματα και τις πέτρες παπούτσια και έβαζε το καλό της ζευγάρι. Τα παπούτσια που είχε μόνο για τις γιορτές. Και είχε μια θεωρία γι’ αυτό. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι σπάταλοι και να φορούν τα καλά τους παπούτσια στους κακούς δρόμους, αλλά δεν πρέπει να είναι και μίζεροι και να μην έχουν ένα ζευγάρι καλά παπούτσια. Τα παλιά παπούτσια τα έκρυβε στα χαλάσματα και μετά, όταν τελείωνε η εκκλησία, προτού μπει στον χωματόδρομο, τα φορούσε ξανά. Είχα τόσο επηρεαστεί από αυτή την τελετουργία που, όταν έμπαινα στην εκκλησία, το μάτι μου αντί στα εικονίσματα πήγαινε στα παπούτσια. Αν ήταν περιποιημένα και καθαρά, ήταν φανερό ότι ήταν της «συμμορίας» της γιαγιάς μου. Αν ήταν καινούργια αλλά βρώμικα, ήταν σπάταλοι. Και αν ήταν παλιά και βρώμικα, ήταν μίζεροι.
Μεγάλο Σάββατο ξυπνήσαμε με φωνές. Ο Σήφης είχε μπει στο μαγκαζέ και είχε διαπιστώσει ότι του έλειπαν 3-4 κεφαλάκια τυριών, μισό πιθάρι λάδι, ελιές, παξιμάδια και αρκετό κρασί.
Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία.
– «Διάλε τσ’ απολυμάρες σου, πάλι λείπει τυρί», άρχισε να φωνάζει στην Αλεξία.
– «Κουζουλός είσαι; Δεν το φάγατε προχθές στο γλέντι;»
– «Πού τα πήγες, μωρή; Πού είναι τα παξιμάδια; Για τους χαραμοφάηδες φουρνίζαμε όλη τη βδομάδα;»
Δεν την άγγιζε ποτέ βέβαια, αλλά την απειλούσε.
«Την άλλη φορά που θα μοιράσεις τα φαγητά θα σε σφάξω, να το κατέεις».
Εκείνη υπέμενε τα άσφαιρα πυρά του και με τα πολλά παραδεχόταν το ένα πέμπτο από όσα είχε κάνει.
«Ενα κεφαλάκι πήρα και ένα μπουκάλι λάδι».
Τον μπέρδευε και στο μέτρημα. Ενα – δύο – τέσσερα.
Θα μπορούσε βέβαια και αυτός να βάλει ένα λουκέτο στην αποθήκη, αλλά δεν το έκανε.
Η Ανάσταση όμως πλησίαζε και ο καβγάς έπρεπε να τελειώσει. Δεν μιλώ για την Ανάσταση των πολλών, αλλά για την πρώτη Ανάσταση, στις 9 το πρωί. Ο Σήφης, που στην εκκλησία πήγαινε μόνο στις κηδείες και στους γάμους, είχε τη δική του θεωρία. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Χριστός επέβαλε να φάμε βραστό κρέας!
«Αλεξία, φέρε μωρέ το κρέας». Παρακλητικά, όχι προστακτικά. Ετρωγε, τρώγαμε κι εμείς δίπλα του με ύφος «τι να κάνουμε τώρα, μην έχουμε πάλι καβγά», ενώ η Αλεξία κουνούσε το κεφάλι της.
Μετά σκορπάγαμε. Ο Σήφης στα πρόβατα στη χαλέπα. Αργά το βράδυ όμως ήμασταν όλοι έτοιμοι για την εκκλησία. Ολοι; Οχι. Η γιαγιά δεν θα ήταν στην Ανάσταση. Ποτέ δεν ερχόταν. Μας σταύρωνε, μας έδινε τον φακό, εγώ είχα τον δικό μου, έχωνε στις τσέπες μας λίγη καλοκοιμηθιά και μας παρακολουθούσε να χανόμαστε στο καλντερίμι.
Ο Αγιος Νικόλας μοσχομύριζε όχι μόνο από τα κρίνα, αλλά και από τα αρώματα που είχαμε ρίξει όλοι πάνω μας. Με το «δεύτε λάβετε φως» άρχιζαν τα φιλιά και κανείς δεν ήθελε να μυρίζει χωράφι ή, ακόμη χειρότερα, αρνί ή γουρούνι.
Ο Σήφης, καμαρωτός με τα στιβάνια του γυαλισμένα, χαιρετούσε τους πάντες. Ισως και να ήξερε, σίγουρα το ήξερε, ότι ο σεβασμός που του έδειχναν όλοι είχε να κάνει με τις αγαθοεργίες της Αλεξίας του.
Ολοι ήξεραν, κάποιοι την είχαν δει κιόλας, το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου, ζωσμένη με τον μεγάλο ντορβά να μοιράζει τυρί, λάδι, κρασί, παξιμάδια, στα σπίτια που το είχαν ανάγκη. Κάποιοι την περίμεναν, σε κάποιους τα άφηνε στην πόρτα.
Δώδεκα και μισή είχαμε όλοι εξαφανιστεί από την εκκλησία. Στην αυλή μάς περίμενε στρωμένο το μεγάλο τραπέζι. Σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι. Το βγάζαμε με προσοχή και άχνιζε ο τόπος ευτυχία. Καλιτσούνια ζεστά, στολισμένα με λεμονόφυλλα, μαγειρίτσα και γαρδουμπάκια. Και ρωμαίικο σερβιρισμένο στα καλά ποτήρια. Η Αλεξία όμως άφαντη. Μόλις χτυπούσαν οι καμπάνες της Ανάστασης, έβαζε και αυτή τα καλά της και εξαφανιζόταν. Εμείς βγαίναμε από την εκκλησία, αυτή έμπαινε. Για την αγρυπνία της Αναστάσιμης Ακολουθίας. Εκεί που τίποτε δεν διαβάζεται αλλά όλα άδονται χαρμόσυνα. Θα τη βλέπαμε ξανά στις ετοιμασίες του κυριακάτικου τραπεζιού. Αυτή τη φορά επιτέλους χαμογελαστή. Ο Κύριός της είχε αναστηθεί.
Ακούστε εδώ το podcast του Σταύρου Θεοδωράκη: