Αικ. Παπανικολάου: Το ενωσιακό δίκαιο και η απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας

Αικ. Παπανικολάου: Το ενωσιακό δίκαιο και η απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ιστορία της σχέσης του ενωσιακού δικαίου με τα εθνικά δίκαια των χωρών-μελών δεν υπήρξε ποτέ ευθύγραμμη. Πρόκειται για σχέση δυναμική που αναπτύσσει, ενίοτε, υψηλές θερμοκρασίες, ενώ η εξέλιξή της συναρτάται πάντα με ευρύτερους συσχετισμούς, πολύ συχνά όχι αμιγώς νομικούς. Η πρόσφατη απόφαση της 21ης Απριλίου του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας, French Data Network et autres, σημασιοδοτεί ένα αξιοσημείωτο επεισόδιο στη διαχρονία της παραπάνω σχέσης.

Καλούμενη η ολομέλεια του ανώτατου γαλλικού δικαστηρίου να αποφανθεί επί του κύρους διαταγμάτων που αφορούν την υποχρέωση των τηλεπικοινωνιακών παρόχων σε σχέση με τη διατήρηση δεδομένων για τις ανάγκες των υπηρεσιών πληροφοριών, της αστυνομίας κ.ο.κ., διασταυρώνει τις κρίσεις της με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Quadrature du Net κ.ά. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (εφεξής: ΔΕΕ). Πρόκειται για απάντηση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ερωτήματος –που είχε τεθεί μεταξύ άλλων και από το Conseil d’État– ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 2002/58/Ε.Κ. σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία του ιδιωτικού βίου στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η επιβολή υποχρέωσης στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για γενικευμένη διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης δεν είναι κατ’ αρχάς ανεκτή στο ενωσιακό δίκαιο. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις σοβαρής απειλής –πραγματικής, ενεστώσας ή προβλέψιμης– κατά της εθνικής ασφάλειας, οπότε και γίνεται δεκτή η γενικευμένη διατήρηση για περιορισμένο και απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόσβαση των αρμόδιων αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή.

Φοβούμενη η γαλλική κυβέρνηση ότι τέτοια ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου θα οδηγούσε σε ακύρωση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, έθεσε για πρώτη φορά, στην ιστορία εκδίκασης ακυρωτικών διαφορών ενώπιον του Conseil d’État, ζήτημα ερμηνευτικής υπέρβασης ορίων (ultra vires) εκ μέρους του ΔΕΕ ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμών της Ενωσης και των χωρών-μελών. Στον απόηχο πιθανότατα της απόφασης Weiss του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε από το Conseil d’État να παραβλέψει την ερμηνεία του ΔΕΕ ως μη συμβατή με την αντίληψη περί γαλλικής συνταγματικής ταυτότητας.

Θεώρησε δηλαδή το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας ότι ενδεχόμενη ακύρωση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων θα οδηγούσε σε απομείωση προστασίας των «σκοπών συνταγματικής περιωπής» (objectifs de valeur constitutionnelle) που κατοχυρώνονται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Μεταξύ αυτών των σκοπών περιλαμβάνεται και η προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων του έθνους, η πρόληψη προσβολών της δημόσιας τάξης και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Περαιτέρω, το γαλλικό δικαστήριο επικαλέστηκε την κατοχυρωμένη στο πρωτογενές δίκαιο υποχρέωση της Ενωσης για σεβασμό της εθνικής ταυτότητας των κρατών-μελών, «που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή». Ο σεβασμός τούτος περιλαμβάνει και τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, μεταξύ των οποίων και η εθνική ασφάλεια, η οποία «παραμένει στην ευθύνη του κάθε κράτους-μέλους». Και πάντως, το Conseil d’État διέγνωσε ότι οι περιώνυμοι «σκοποί συνταγματικής περιωπής» δεν απολαύουν στο ενωσιακό δίκαιο ισοδύναμης προστασίας με το επίπεδο προστασίας που αντιστοιχεί στο εθνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο έκρινε ότι η εγχώρια ρύθμιση που επιβάλλει τη γενικευμένη διακράτηση δεδομένων από τους παρόχους εισάγει αναγκαίους περιορισμούς στην προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, η ρύθμιση δε του ζητήματος εκφεύγει του ενωσιακού δικαίου λόγω ακριβώς της διασύνδεσής του με την εθνική ασφάλεια.

Αποκωδικοποιώντας τα σημαινόμενα της υπό συζήτηση απόφασης, με μια πρώτη ανάγνωση των δεδομένων, μπορεί κανείς να συμφωνήσει ότι διά της παραδοσιακής θεσμικής του ευπρέπειας, το Conseil d’État απέφυγε ευσχήμως τη μετωπική σύγκρουση με τους δικαστές του Λουξεμβούργου, διαφοροποιούμενο μεθοδολογικά από την πρόσφατη πολεμική της Καρλσρούης. Παρ’ όλα αυτά, η ευθύνη του πραγματισμού σε συνδυασμό με προσεκτικότερη ανάγνωση της απόφασης δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι πρόκειται για εξέλιξη όχι λιγότερο ανησυχητική. Η χειραφέτηση των περιορισμών στο ατομικό δικαίωμα της ιδιωτικότητας από τον έλεγχο του ενωσιακού δικαστή εγείρει προβληματισμούς. Η αναγωγή, μάλιστα, των περιορισμών στην εθνική ασφάλεια ως μέρος της συνταγματικής ταυτότητας του κράτους-μέλους εντείνει ακόμα περισσότερο την ανησυχία για την εξαίρεση από το ενιαίο περιβάλλον της ευρωπαϊκής δικαιοδοσίας.

Είναι γεγονός ότι η εγγύηση της εθνικής ασφάλειας αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο για τον αυτοπροσδιορισμό κάθε κρατικής οντότητας. Η αυτονόητη αυτή πραγματικότητα δεν ισοδυναμεί, ωστόσο, με απροϋπόθετη προνομία του κάθε κράτους ως προς την επιβολή περιορισμών στα ατομικά δικαιώματα, με μονομερή και ανέλεγκτα μέτρα κατ’ επίκληση της εθνικής ασφάλειας. Η διασφάλιση, άλλωστε, των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού πολιτιστικού κεκτημένου και καταστατική αποστολή των ιδρυτικών θεσμών του ενωσιακού εγχειρήματος. Επιπλέον, η οργανωτική και τεχνική κατάστρωση του αναγκαίου πλαισίου της εθνικής ασφάλειας με τα κατάλληλα υλικά μέσα δεν πρέπει να συγχέεται ούτε να ταυτίζεται με την ερμηνευτική δικαιοδοσία του ΔΕΕ ως προς τη στάθμιση των περιορισμών που επιβάλλονται στα ατομικά δικαιώματα.

Σε μια περίοδο, όπου το κύρος του ευρωπαϊκού συνανήκειν έχει ήδη τρωθεί σημαντικά από ανερμάτιστες και ιδιοτελείς θεωρίες συνταγματικών αυτοχθονισμών, διακινούμενες με περιωπή ευαγγελικού λόγου από λαϊκιστές ηγέτες και λοιπούς δημοσιολογούντες, τα ζητήματα των εθνικών συνταγματικών ιδιοπροσωπιών συνιστούν προνομιακό πεδίο για την υπονόμευση του ενωσιακού εγχειρήματος. Η πρόταξη της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας ως λόγος απόσχισης από το κοινό αξιακό πλαίσιο δεν μπορεί να αναγνωσθεί μόνον ως ουδέτερη και νομοτεχνικώς πρόσφορη επιλογή των δικαστών του Conseil d’État. Ο μείζων κίνδυνος που εγκυμονεί μια τέτοια εξέλιξη είναι, τελικώς, η επίκληση του εθνικού συμφέροντος ως λόγου που νομιμοποιεί την επιλεκτική προσχώρηση ή αποκήρυξη του κανονιστικού πυρήνα δικαιωμάτων, κατοχυρωμένων στο ενωσιακό δίκαιο.

Οταν δε, ανάλογες εξελίξεις επισπεύδονται από χώρες με την ευρωπαϊκή παράδοση και τους συνταγματικούς θεσμούς της Γαλλίας, τότε η καθιερωμένη αλεγρία της πρόσφατης 9ης Μαΐου –επετειακή ημέρα της Ευρώπης και μνήμης της Διακήρυξης Schuman– ηχεί έως και παράφωνη σε κάθε δε περίπτωση, ανακόλουθη και κατώτερη των περιστάσεων που απαιτούν εγρήγορση και οξυμένα αντανακλαστικά. Τα νέα ζητούμενα θα έπρεπε να αφορούν μόνο την επικαιροποίηση και εμβάθυνση του ευγενούς ενωσιακού εγχειρήματος προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης μιας νέας, ευρωπαϊκής, συνταγματικής ταυτότητας, σε πείσμα των συνταγματικών αλυτρωτισμών που παράγουν αχρείαστες, διαβρωτικές διαιρέσεις. Αρκεί διά του λόγου το ασφαλές, η αναδρομή στα τραύματα της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας που ευθύνονται για την έμπνευση των Jean Monnet, Robert Schuman, Konrad Adenauer – μερικοί μόνο από τους ιδρυτικούς πρωτεργάτες (ή κατ’ αναλογία, founding fathers), στους οποίους πιστώνεται η μεγάλη ιδέα και ο οραματικός στόχος για την κοινή, ευρωπαϊκή ευημερία.
 
* Η δρ Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, μέλος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT