Η πρόσφατη βιτριολική (με την κυριολεκτική του όρου έννοια δυστυχώς) επίθεση στα μέλη του συνοδικού δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος από κληρικό που είχε μόλις καταδικαστεί σε καθαίρεση, σε συνδυασμό με την ποινική δίωξη σε κληρικό επαρχιακής μητρόπολης που φέρεται να ενέχεται σε αποτρόπαια σεξουαλικά αδικήματα, έθεσαν και πάλι, επιτακτικά αυτή τη φορά, το ζήτημα των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται για να γίνει κάποιος κληρικός, θρησκευτικός λειτουργός δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Εχω την αίσθηση ότι όλοι έχουμε συναντήσει, κάπου, κάποτε, τον ενάρετο και λεβέντη παπά, εκείνον «που αναλώνεται στη διακονία, που τρέχει για τους ενορίτες του πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο για τα παιδιά του, που γίνεται ο ίδιος κεράκι αναμμένο στην εκκλησιά, να φωτίζει κι όταν φύγουν οι πιστοί για τα σπίτια τους…» (Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, 2004). Από την άλλη μεριά, έχουμε σίγουρα γνωρίσει και επιλήσμονες της αποστολής τους κληρικούς, οι οποίοι επέλεξαν το ράσο για να κρύψουν από κάτω τις αδυναμίες τους, με αποτέλεσμα να διακρίνει κανείς σε αυτούς εντονότερα μάλλον τα σημάδια της πτώσης του ανθρώπου, παρά τα αποτυπώματα της παρουσίας του Θεού… Για να αποτραπεί ή έστω να ελαχιστοποιηθεί το τελευταίο ενδεχόμενο, θα πρέπει να περιοριστεί η ανεξέταστη είσοδος στις τάξεις του κλήρου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εφημεριακά κενά είναι, ιδίως σε ακριτικές περιοχές, πολλά και οι ποιμαντικές ανάγκες ακόμα μεγαλύτερες. Στην επιδείνωση της κατάστασης συνέβαλε ασφαλώς και η δεκαετής οικονομική κρίση, η οποία άφευκτα επέβαλε περιορισμούς στις προσλήψεις των κληρικών. Ωστόσο, η αδήριτη αυτή εκκλησιαστική πραγματικότητα δεν δικαιολογεί την άκριτη χειροτονία ως κληρικού εκείνου που απλώς βλέπει στην ιεροσύνη την ασφάλεια της επαγγελματικής αποκατάστασης, που θέλει να ξεπλύνει με την ένταξή του στον κλήρο μια αποτυχία ή μια απογοήτευσή του! Ετσι γίνονται «οι του βίου ναυαγοί, του Υψίστου λειτουργοί»… Γι’ αυτό, βαριά είναι η ευθύνη των επιχώριων επισκόπων, οι οποίοι οφείλουν να εξετάζουν το «γιατί» και το «πώς» της επιλογής. Στη διαδικασία αυτή, σημαντικό ασφαλώς ρόλο διαδραματίζει και το μορφωτικό επίπεδο των υποψήφιων κληρικών. Κατά τούτο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση το σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στις αρχές της εβδομάδας και εξαρτά, στο πλαίσιο εξορθολογισμού της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, την εκ μέρους του κράτους εφημεριακή μισθοδοσία από την κατοχή πτυχίου ΑΕΙ ή διπλώματος από μεταλυκειακή δομή μαθητείας υποψήφιων κληρικών, την οποία και εισάγει.
Αλλο βεβαίως ότι, de lege ferenda, θα έπρεπε να μπορεί η Εκκλησία, με μια λιτή νομοθετική εξουσιοδότηση, να ιδρύει η ίδια, στο πλαίσιο της θρησκευτικής της αυτονομίας, τα δικά της εκπαιδευτήρια, με το δικό της οργανωτικό πλαίσιο και τρόπο λειτουργίας, έχοντας ασφαλώς και την ευθύνη για το περιεχόμενο των σπουδών και το επίπεδο των αποφοίτων της.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, φοβάμαι ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Αν και στις προϋποθέσεις για να ενταχθεί κάποιος στον κλήρο περιλαμβάνεται και η απουσία ψυχικής νόσου, καλό θα ήταν η Εκκλησία (άλλως, ατυχώς, η Πολιτεία εάν αυτή το αμελήσει), ενεργοποιώντας τους δικούς της μηχανισμούς, να επιβάλει τον ψυχιατρικό έλεγχο των υποψήφιων θρησκευτικών λειτουργών από ανεξάρτητη επιτροπή ειδικών, ο οποίος, μάλιστα, θα επικαιροποιείται σε περιοδική βάση για να αποτραπούν έτσι, στο μέτρο πάντα του δυνατού, φαινόμενα σαν αυτά που απασχολούν την εκκλησιαστική επικαιρότητα.
Ωστόσο, το αποτρόπαιο συμβάν στη Μονή Πετράκη αποτελεί μια καλή αφορμή για να προβληματιστεί η Εκκλησία και ως προς το καθεστώς που διέπει την απονομή της δικαιοσύνης της, η οποία σήμερα ρυθμίζεται με νόμο του Ελ. Βενιζέλου του 1932(!), ο οποίος, ακριβώς επειδή εκφράζει την εποχή της σύνταξής του (δεκαετία 1930), θεωρείται δικαίως, εν πολλοίς, ξεπερασμένος… Πολλώ δε μάλλον που η εκκλησιαστική δίκη δεν επιτρέπεται, ακριβώς εξαιτίας της ιδιομορφίας της ποινής που στο πλαίσιό της επιβάλλεται, να μην έχει τον χαρακτήρα της «δίκαιης δίκης» (Ι. Μ. Κονιδάρης, «Δίκαιες δίκες στην Εκκλησία», 6.12.1998), όπως την αντιλαμβάνεται και η ευρωπαϊκή σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Οι καιροί ου μενετοί. Η αδυσώπητη ανάγκη καλεί την Εκκλησία σε απόφαση. Το στίγμα το έδωσε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, με τον συνετό λόγο του: «[…] πρέπει να προβληματιστούμε πού φταίμε, πόσο φταίμε και να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε αυτά που φταίμε»…
* Ο Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.