Τις τελευταίες ετοιμασίες προτού φύγει διακοπές με τα παιδιά της στην Εύβοια έκανε το μεσημέρι της Πέμπτης η κ. Χρυσούλα Παπαδοπούλου, που μένει στα όρια της Ιπποκρατείου Πολιτείας με τις Αφίδνες. Στις τρεις και μισή το μεσημέρι, όταν σημειώνεται η αναζωπύρωση, έχει μόλις μεταβεί στον Αγιο Στέφανο. «Tο πρωί της Πέμπτης είχαμε κάπνα, αλλά δεν διακρίναμε καν τη φωτιά», διευκρινίζει η ίδια. «Μόλις πάρκαρα με κάλεσε αναστατωμένη η κόρη μου, που ενώ έφτιαχνε στο σπίτι βαλίτσες έλαβε μήνυμα από το “112” για εκκένωση». Τα λεπτά έως ότου βάλει το κλειδί στην πόρτα και αγκαλιάσει την κόρη της κύλησαν βασανιστικά. «Με αστραπιαίες κινήσεις, μαζέψαμε τα απλωμένα ρούχα από το μπαλκόνι, για να μη γίνουν προσάναμμα, βάλαμε δύο ρούχα στις τσάντες μας, φορτώσαμε τα κλουβιά με τα καναρίνια μας στο αυτοκίνητο, ενώ μετέφερα αριστοτεχνικά το ψάρι μας σε μια κατσαρόλα με νερό αντί του ενυδρείου που είναι ογκώδες», περιγράφει η γυναίκα, η οποία κατευθύνθηκε στον Αγιο Στέφανο, όπου φιλοξενήθηκε. «Αναγκαστήκαμε όμως και από εκεί να φύγουμε», λέει στην «Κ» από τον Γέρακα, όπου βρήκε κατάλυμα. «Μαθαίνω ότι έχει καεί το γκαράζ και η αποθήκη του σπιτιού, αλλά αυτό ενδέχεται να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή». Κατά τραγική ειρωνεία, και η περιοχή που είχε επιλέξει να παραθερίσουν στην Εύβοια καίγεται και αυτή.
Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τα Βασιλικά Ευβοίας, περνούσε οικογενειακώς την άδειά της η κ. Μαρία Αθανασίου. «Το σούρουπο διαπιστώσαμε πτώσεις στην τάση του ηλεκτρικού ρεύματος –ήταν η πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά–, μετά κοίταξα προς την Αγία Αννα και η κορυφογραμμή ήταν κόκκινη από την αντανάκλαση της φωτιάς». Τότε ξεκίνησε να πακετάρει. «Εως τότε δεν είχαμε ενημέρωση ότι το μέτωπο κατευθύνεται προς το Αιγαίο». Αφού τακτοποίησαν τα πάντα, πήγαν στην παραλία του χωριού, το Ψαροπουλάκι, όπου έμειναν έως τα μεσάνυχτα. «Από εκεί έχουμε πανοραμική θέα για να παρακολουθούμε την εξέλιξη της φωτιάς και επιπλέον είναι πιο δροσερά», εξηγεί. «Αποτελεί άλλωστε πάγια τακτική μας, καθώς όσο θυμάμαι τον εαυτό μου είχαμε πυρκαγιές γύρω από το χωριό». Η πιο απειλητική ήταν το 1977, «τότε έσβησε στη θάλασσα χωρίς να κάψει κανένα σπίτι».
Η ενημέρωση για την εκκένωση ήρθε στις 3.30 π.μ. από τη γειτόνισσά της, ενώ ακολούθησε το χτύπημα της καμπάνας του χωριού, «όπως στα παιδικά μου χρόνια». «Δεν έλαβα ποτέ μήνυμα από το “112” για να εγκαταλείψω το χωριό, παρά μόνο το μήνυμα σχετικά με τα άλση». Οι επιλογές για τους κατοίκους ήταν είτε να μεταφερθούν με το φέρι μποτ είτε οδικώς προς Ιστιαία, όπως έπραξε η κ. Αθανασίου. «Βρισκόμαστε όλοι στο Πευκί, όπου είχαν προετοιμαστεί για τη φιλοξενία μας, αγωνιώ για όσους έμειναν στο χωριό συνεισφέροντας με τα αγροτικά και τα βυτιοφόρα στην κατάσβεση».