Το απόγευμα της Τετάρτης, γύρω στις πέντε, βγαίνοντας από το Κλειστό Γυμναστήριο της Ολυμπίας όπου περάσαμε αρκετές ώρες σε ένα σεμινάριο εντατικής εκγύμνασης με τους Fighting Monkey (την ομάδα της Λίντας Καπετανέα και του Γιόζεφ Φρούσεκ), αντικρίσαμε έναν κατάμαυρο ουρανό με πορτοκαλοκόκκινα ξέφτια φωτιάς. Το μέτωπο βρισκόταν δέκα χιλιόμετρα από την Ολυμπία, πίσω από τα βουνά ακόμα, αλλά o πυκνός, βαρύς καπνός είχε σκοτεινιάσει το στερέωμα. Σύντομα έφτασε το πρώτο μήνυμα της Πολιτικής Προστασίας για εκκένωση γειτονικών χωριών. Στους Fighting Monkey μαθαίνεις, μεταξύ άλλων, να έχεις ψυχραιμία και καλό συντονισμό. Αξιοποιήσαμε αυτές τις αρετές φτιάχνοντας γρήγορα και σιωπηλά τις αποσκευές μας. Κατεβήκαμε στην εκκλησία του χωριού για να περιμένουμε οδηγίες. Η εκκλησία είχε το χαρακτηριστικό χρώμα του κρόκου που δίνει στους άσπρους τοίχους η αντανάκλαση της φωτιάς. Οι κάτοικοι έριχναν νερό με τα λάστιχα στα πεζοδρόμια μπροστά στα σπίτια τους. Οι χορευτές της ομάδας, πενήντα νέα παιδιά που είχαν φτάσει στην αρχαία Ολυμπία απ’ όλο τον κόσμο κι ήταν τις προηγούμενες μέρες η προσωποποίηση της ζωτικότητας και της ευελιξίας, στέκονταν στη μέση της πλατείας σοβαροί, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας.
Πέντε μέρες πριν είχε ανέβει στη Μικρή Επίδαυρο το έργο μου «Η Φαίδρα καίγεται». Για τις ανάγκες του θεατρικού είχα χρησιμοποιήσει το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος», το οποίο, εν μέσω σιωπής και καπνού, είχε αποκτήσει άλλες συνδηλώσεις. «Στην εποχή μας, όπως και σε περασμένες εποχές, άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο». Μοιρασμένη κι εγώ ανάμεσα στον δικό μου φόβο και στην παρατήρηση του φόβου των άλλων, έστρεφα το βλέμμα πότε στους μουδιασμένους ανθρώπους, πότε στα κυπαρίσσια και στον ουρανό.
Σταματήσαμε ένα περιπολικό που περνούσε αργά, αναγνωριστικά, για να ρωτήσουμε αν πρέπει να φύγουμε και προς τα πού. Ο οδηγός σήκωσε τους ώμους, δεν ήξερε, είχαν έρθει κι αυτοί για ενισχύσεις. Πήραμε μαζί μας στο αυτοκίνητο τη Μάρθα Φριντζήλα και τον Βασίλη Μαντζούκη –συνιδρυτές του Αττικού Σχολείου Αρχαίου Δράματος και του Baumstrasse– και οδηγήσαμε ως το πιο κοντινό βενζινάδικο. Το νέο μήνυμα της Πολιτικής Προστασίας έλεγε να κατευθυνθούμε προς Μουριές. «Οχι», μας είπε ο βενζινάς δείχνοντας τον μπαρουτοκαπνισμένο ουρανό, δίνοντάς μας τη μόνη αξιόπιστη πληροφορία της ημέρας. «Δε βλέπετε ότι οι Μουριές καίγονται; Να πάτε αντίθετα, προς Κρέστενα». Αποφασίσαμε να εμπιστευτούμε τον βενζινά, όπως στα παραμύθια εμπιστεύεσαι τον σοφό μάγο. Στο βουνό συναντήσαμε τρεις πυροσβέστες με χαμένο βλέμμα. «Παιδιά, από εδώ πάει για Κρέστενα;» «Μάλλον», απάντησαν. «Κανένα GPS δεν έχετε;» Περάσαμε το φράγμα του Αλφειού – τα νερά ασήμιζαν από τις αντανακλάσεις της φωτιάς, σαν χυμένο πετρέλαιο. Yστερα Κρέστενα, Ζαχάρω. Κατά μήκος του κόλπου της Κυπαρισσίας, τα μέτωπα της φωτιάς διαγράφονταν στον ορίζοντα – αμέτρητες πορτοκαλί γλώσσες έγλειφαν τον μαύρο ουρανό.
Βγήκαμε στην Εθνική για Κόρινθο. Είχαμε φίλους και οικογένεια εκεί για να περάσουμε το βράδυ. Το προηγούμενο απόγευμα η Μάρθα μάς έκανε εκγύμναση φωνής, δίνοντας μια ποιητική οδηγία για σωστή εισπνοή, κάτι σαν αυτοσχέδιο χαϊκού: «Εισπνεύστε τη μυρωδιά γιασεμιού που έρχεται από πολύ μακριά». Τώρα εισπνέαμε τη μυρωδιά κάπνας που έρχεται από πολύ κοντά. Δεν είχαμε ακόμη διαμεσολαβημένη εμπειρία – τηλεοράσεις, Ιντερνετ, αριθμούς, εικόνες ανθρώπων και ζώων. Τα μικρά δράματα των τελευταίων ωρών –στραμπουλήγματα δαχτύλων και πόνοι μυών, ένα βραχιόλι που χάθηκε στη βιαστική αποχώρηση, ο καύσωνας– έμοιαζαν εντελώς ανούσια μπροστά στην ευρύτερη εικόνα καταστροφής και απόγνωσης. Οπως ακριβώς το είπε ο ποιητής. «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου./ Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι./ Ποιος είναι εκείνος που αναλίσκεται περήφανος;/ Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;» Φυσικά και τον πονά.
* Η κ. Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο
Μικρό χρονικό της φωτιάς στην Αρχαία Ολυμπία
2' 54" χρόνος ανάγνωσης