Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι το Ζ παραπέμπει στη Ζωή και ταυτόχρονα έχει το σχήμα του κεραυνού. Κάπως έτσι συνέβη το 1969 όταν προβλήθηκε η ταινία του Κώστα Γαβρά, βασισμένη στο βιβλίο ενός άγνωστου τότε στο ευρύ κοινό συγγραφέα, του Βασίλη Βασιλικού, που του έδωσε ο αδελφός του, Αποστόλης, μια ταινία που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, γυρίστηκε στο Αλγέρι και έγινε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Κεραυνός εν αιθρία. «Παίχτηκε στο Παρίσι επί 44 εβδομάδες, έκανε πάταγο. Μόνο στη Γαλλία κόπηκαν συνολικά 4,5-5 εκατομμύρια εισιτήρια. Στις ΗΠΑ γέμισε τις αίθουσες, έγινε σουξέ, αναδείχθηκε σε καλύτερη ξένη ταινία», θυμόταν ο Κώστας Γαβράς («Κ», 6.2.2017).
Στην αυτοβιογραφία του με υπότιτλο «Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας» (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση: Ωρίων Αρκομάνης, 2018) αφηγείται τον τρόπο που έφτασε η άδεια για να χρησιμοποιήσει τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στα χέρια του. Ο συνθέτης ήταν τότε εξόριστος από τους συνταγματάρχες στη Ζάτουνα. Λίγα χρόνια αργότερα, στην «Κατάσταση πολιορκίας» το 1972-73, συνεργάστηκαν πλέον από κοντά, καθώς ο Θεοδωράκης είχε καταφύγει στο Παρίσι.
Σε ένα τηλεφώνημά μας που κράτησε λίγα λεπτά ο Κώστας Γαβράς προσπαθεί να συμπυκνώσει μια σχέση όχι, ίσως, πολύ προσωπική, αλλά με μεγάλη αλληλοεκτίμηση. Ο σκηνοθέτης ήταν, προχθές, στο αεροδρόμιο της Μασσαλίας, επιστρέφοντας στο Παρίσι. «Η τελευταία φορά που είδα τον Μίκη ήταν στην πολυθρόνα του, πολύ ευχαριστημένος, συζητήσαμε για ένα σωρό πράγματα. Μας συνέδεε κάτι βαθιά προσωπικό, αλλά κυρίως σεβαστικό από την πλευρά μου. Ετρεφα μεγάλο σεβασμό για τη δουλειά του».
Μικρές διακοπές στην τηλεφωνική σύνδεση και ο Κώστας Γαβράς επανέρχεται για να υπογραμμίσει: «Με τη δουλειά του ο Μίκης Θεοδωράκης πλούτισε την παγκόσμια μουσική. Εδώ και πολύ καιρό μουσικοί στο εξωτερικό χρησιμοποιούν όργανα όπως τον μπαγλαμά και το λαούτο, που είναι επιρροή από τον Μίκη. Ανήκει στους Ελληνες που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο όχι μόνο στη χώρα του, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο».
Πώς και πόσο διασταυρώθηκαν στη ζωή τους οι δύο αυτοί μεγάλοι δημιουργοί παραμένει ασαφές. Διαβάζοντας όμως κανείς την «Αυτοβιογραφία» αντιλαμβάνεται ότι το γύρισμα μιας ταινίας ήταν μια μικρή οδύσσεια. Ανατροπές, αναποδιές, τα χρήματα δυσεύρετα και ελάχιστα, κάθε κινηματογραφική παραγωγή έμοιαζε με πράξη αντίστασης, τρέλας σχεδόν, από ανθρώπους πολιτικοποιημένους, ενεργούς, που κινούσαν γη και ουρανό για να ολοκληρώσουν ό,τι σχεδίαζαν. Γύριζαν με οίστρο, αλληλεγγύη, το αίσθημα του επείγοντος και του αναγκαίου. Οι άνεμοι δεν ήταν πάντα ούριοι, αλλά η έντασή τους προκαλούσε στροβίλους δημιουργίας.
Ο Κώστας Γαβράς πριν από τέσσερα χρόνια είχε διηγηθεί στον Σταύρο Τζίμα στην «Κ» για το «Ζ»: «Ο Μίκης μου έστειλε γραμμένο σ’ ένα πακέτο τσιγάρα μήνυμα που έλεγε: Ο Κώστας να πάρει από τη μουσική μου ό,τι θέλει. Πήρα λοιπόν κομμάτια από τη μουσική του, προσέλαβα έναν Γάλλο μουσικοσυνθέτη, έφερε μπουζουξήδες από την Ευρώπη, είχε πολλούς στο Βέλγιο τότε, και δουλέψαμε. Εψαχνα να ντύσω μουσικά τη σκηνή που χτυπιέται ο Ιβ Μοντάν και πηγαίναμε μπρος-πίσω το φιλμ. Κατά τη διαδικασία αυτή και ενώ ακούγαμε από το τέλος τη μουσική μου άρεσε. Οπότε λέω στον μουσικοσυνθέτη: Γράψε τη μουσική από το τέλος προς τα πίσω, το έκανε και έτσι βγήκε η μουσική του «Ζ». Οταν ήρθε στη Γαλλία και είδε την ταινία ο Μίκης μου λέει: Αυτή η μουσική ποιανού είναι; Του λέω δικιά σου, αλλά από την ανάποδη!».
Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από την «Αυτοβιογραφία», τα οποία εξιστορούν τα πάθη του «Ζ» και της «Κατάστασης πολιορκίας».
«Ζ» (1969)
«Το πρώτο αεροπλάνο στο οποίο κάνουν αεροπειρατεία οι Παλαιστίνιοι, ένα αεροπλάνο της ισραηλινής εταιρείας EL-AL, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Αλγερίου. Για τα παγκόσμια ΜΜΕ και την πολιτική είναι ένας σεισμός. Το Ισραήλ κατηγορείται για την πολιτική του στην Παλαιστίνη. Βαθιά συγκινημένος, ο Σαρλ Ντενέρ θέλει να εγκαταλείψει το Αλγέρι όπου αισθάνεται ότι απειλείται. Μας είχε μείνει μία σκηνή να γυρίσουμε με αυτόν, η σύγκρουσή του με τον ανακριτή, μια βασικότατη σκηνή της ταινίας.
Πάω να δω τον Σαρλ και βρίσκω έναν εκτός εαυτού θλιμμένο, έξαλλο άνθρωπο, ο οποίος δεν μπορεί πλέον να παραμείνει στη χώρα, όπου δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Του λέω: «Ο Ζακ συμφώνησε και θα γυρίσουμε τη σκηνή στο Παρίσι, θα αναπαραστήσουμε το γραφείο του ανακριτή στο στούντιο». Ο Σαρλ έφυγε ανακουφισμένος.
Δεν μπορούσαμε να έχουμε άλλη μουσική στην ταινία από αυτή του Μίκη Θεοδωράκη. Στη διάρκεια του μοντάζ είχα κάνει πολλές δοκιμές, κι αυτή ταίριαζε αρμονικά με τα πλάνα, προσδίδοντάς τους μια πνοή συγκίνησης. Αλλά ο Μίκης ήταν εξόριστος από τους συνταγματάρχες σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, τη Ζάτουνα, κι εγώ είχα ανάγκη από τη συγκατάθεσή του. Από σύμπτωση, ο μικρότερος αδελφός μου, ο γιατρός ο Χαράλαμπος, είχε γεννηθεί ακριβώς στη Ζάτουνα πριν μετακομίσει ο πατέρας μου στην Αθήνα.
Με ένα πλαστό διαβατήριο που της προμήθευσε ένας τροτσκιστής φίλος, η Μισέλ (σ.σ. σύζυγος του Κ. Γαβρά) έφυγε για την Αθήνα. Το ίδιο έκανε συχνά στη διάρκεια της δικτατορίας για να βοηθήσει, με «πειραγμένα» χαρτιά, αντιπάλους του καθεστώτος, που τους έψαχναν οι συνταγματάρχες, να βγουν από την Ελλάδα. Αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει μέχρι τον Μίκη. Ο δρόμος προς τη Ζάτουνα ήταν απαγορευμένος για τους ξένους.
Αυτήν τη φορά, δεύτερη προσπάθεια από τον Ζακ Περέν. Πάντα χωρίς επιτυχία. Και μετά λαμβάνουμε ένα πακέτο από τσιγάρα που πάνω του ο Μίκης είχε γράψει την άδεια να χρησιμοποιήσουμε τη μουσική του.
Εγώ θεωρώ τη μουσική μιας ταινίας ως τη δυναμική συνιστώσα της δραματουργίας. Λειτουργεί ως ένα πρόσωπο που εισέρχεται στη σκηνή και διαλέγεται με τους άλλους. Καμιά φορά επιλέγουμε σαν τέτοιο ένα «φλύαρο πρόσωπο», έναν παρείσακτο χωρίς την παραμικρή σύνδεση με τους χαρακτήρες και την ίδια την ιστορία. Η μουσική του Μίκη είχε τις απαραίτητες συνδέσεις και με τα δύο. Επρεπε να ηχογραφήσουμε τα επιλεγμένα κομμάτια, να τα προσαρμόσουμε στη χρονική διάρκεια των αντίστοιχων σκηνών. Ο συνθέτης και συνεργάτης του Μισέλ Μάνι, ο Μπερνάρ Ζεράρ, που είχε φτιάξει τη μουσική στις δύο πρώτες ταινίες μου, δέχτηκε να κάνει αυτή την ντελικάτη προσαρμογή, ακριβέστατη μέχρι το παραμικρό πλάνο».
«Κατάσταση πολιορκίας» (1972-73)
«Είχα ζητήσει από τον Μίκη Θεοδωράκη, που τότε είχε καταφύγει στο Παρίσι, να συνθέσει τη μουσική̀ για την “Κατάσταση πολιορκίας”. Αφού παραμερίσαμε τις πολιτικές μας διαφορές –ο Μίκης ήταν τότε κοντά στο ΚΚΕ και τη Σοβιετική̀ Ενωση– δουλέψαμε σε απόλυτη αρμονία. Του είχα παρουσιάσει Λατινοαμερικανούς μουσικούς και του πρότεινα μια ανακάλυψη που είχα κάνει στη Χιλή: την μπάσα φλογέρα των Ανδεων, της οποίας ο ήχος σε κάνει να σκεφτείς μια εκπνοή, ένα ανθρώπινο λαχάνιασμα που ακούς σε μια προσπάθεια επιβίωσης. Ο Μίκης την αγάπησε και την ενσωμάτωσε στη μουσική του. Χρόνια αργότερα ανακάλυψα ότι ο Ρομέν Γκαρί στο μυθιστόρημά του “Λάμψη γυναίκας” μιλούσε γι’ αυτήν τη φλογέρα με την ίδια συγκίνηση που ένιωθα κι εγώ.
»Η “Κατάσταση πολιορκίας” είχε μια πολύ καλή υποδοχή από το κοινό και την κριτική και πήρε το βραβείο Λουί Ντελίκ το 1973 καθώς και μερικά άλλα βραβεία ανά τον κόσμο. Αυτήν τη φορά, στην Ιταλία, εμπνεύστηκαν καλύτερα και την ονόμασαν “L’Amerikkano”.
»Στις ΗΠΑ, το φιλμ προκάλεσε αντιδράσεις. Είχε επιλεγεί για την τελετή των εγκαινίων στις 4 Απριλίου 1973 του “Kennedy Center” στην Ουάσιγκτον, που θα ακολουθούσε ένα αφιέρωμα σε διάφορους σκηνοθέτες. Αυτό με εξέπληξε κάπως λόγω του χαρακτήρα της υπόθεσης του φιλμ και ότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον. Αλλά τελικά κατέληξα να παραδεχτώ αυτή την επιλογή ως μία από αυτές τις τυπικά αμερικανικές ελευθερίες που στην Ευρώπη μας καταπλήσσουν συνεχώς. Γελιόμουν.
»Ο διευθυντής του Κέντρου, ο Τζορτζ Στίβεν Τζούνιορ, απέσυρε ξαφνικά την “Κατάσταση πολιορκίας” που κρίθηκε υπερβολικά “αντιαμερικανική”. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, δώδεκα σκηνοθέτες, ανάμεσά τους ο Φρανσουά Τρυφό, ο Μάικλ Αντερσον και ο Φράνκο Τζεφιρέλι, απέσυραν τις ταινίες τους από το αφιέρωμα».