«Βροντάνε στράτες κι αγορές» μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη. Πλήθος ανθρώπων από όλες τις ηλικίες, απ’ όλες τις γενιές βρίσκονται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν. Σεμνά, μα όχι βουβά. Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλισαν τον κόσμο. Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: «Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς». Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς. Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ο αιώνα, είναι το έργο σου. Αποστόμωσε όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, διόρθωσε τα ψέματα, έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με τον αγώνα τους την τιμούν και προσπαθούν να τη μεγαλώσουν», τόνισε ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στον αποχαιρετισμό του στον Μίκη Θεοδωράκη, σήμερα στη Μητρόπολη Αθηνών.
«Ορμητική, επαναστατική, φλογισμένη από το πάθος, μια κατάφαση είναι η μουσική σου ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και μπορεί ν’ αλλάξει» υπογράμμισε.
Είπε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης «έδειξε τη δύναμη τού ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου» και επισήμανε την εμπιστοσύνη που είχε ο Μ. Θεοδωράκης στο λαό ότι μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η τέχνη, η ποίηση, η μουσική. Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά».
Ο Δ. Κουτσούμπας τόνισε ότι γι’ αυτό ο Μ. Θεοδωράκης «δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον προδίδει. Τον αναδημιούργησε και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατ’ ευθείαν στη λαϊκή ψυχή».
Ανέφερε ότι χωρίς τον Μ. Θεοδωράκη, «οδηγητή και πρωτεργάτη αυτής της νέας τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς» και προσέθεσε «βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου» στο οποίο συνυπάρχουν όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής.
«Σου το χρωστάμε λοιπόν, να φροντίσουμε να ανοιχτούν διάπλατα στον κόσμο όλοι οι θησαυροί της μουσικής σου.
Σου το χρωστάμε να συνεχίσουμε να διεκδικούμε το μεγάλο όνειρό σου να φτάσουν στο λαό οι θησαυροί σε όλη την ιστορία της μουσικής, μέχρι αυτό ατόφιο να εκπληρωθεί σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, όπου όλα τα μέλη της θα μπορούν να κατανοούν και να απολαμβάνουν την τέχνη» υπογράμμισε ο Δ. Κουτσούμπας.
Αναφέρθηκε στα λόγια του Μ. Θεοδωράκη ότι «οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα» και επισήμανε ότι ο Μ. Θεοδωράκης «σ’ όλη τη ζωή του με το ένα χέρι κρατούσε το τουφέκι και με το άλλο τις παρτιτούρες του» γράφοντας μουσική «ακόμα και στη Μακρόνησο, σ’ αυτό τον εφιαλτικό τόπο των μαρτυρίων».
Ο Δ. Κουτσούμπας υπογράμμισε πως ο Μ. Θεοδωράκης «είχε βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό καλλιτεχνικό του επίτευγμα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή του, ότι στον ιδιαίτερο τρόπο της τέχνης του, αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού».
«Αυτό άλλωστε είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής τέχνης, της τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο» προσέθεσε.
Όπως τόνισε, ο Μ. Θεοδωράκης «γράφοντας για τον δικό του λαό είδε τη μουσική του να σπάει τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα «όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, τη βία και την εκμετάλλευση», αγγίζει τις καρδιές όλων των λαϊκών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία, φυλή.».
Είπε ότι το έργο του Μ. Θεοδωράκη αποτελεί «τρανή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει ο δημιουργός της».
Είπε ότι ο Μ. Θεοδωράκης πορεύτηκε μαζί με τους αδικημένους σε δρόμους που έκαιγαν καθώς «από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ παίρνοντας μέρος στην Εθνική μας Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του ΄44 πολέμησες στη μάχη της Αθήνας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Και ήταν τόση η περηφάνια σου για τη συμμετοχή σου σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, που πολλά χρόνια αργότερα θα πεις πως “αν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα που θα επιθυμούσες να χαραχτεί στον τάφο σου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη”».
«Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μοιράστηκες με τους συντρόφους σου τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους εξόριστος στην Ικαρία και έπειτα στη Μακρόνησο όπου βασανίστηκες φρικτά.
Στη συνέχεια αγωνίστηκες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ “πλήρωσες” με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες, την παράνομη δράση σου ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.
Με τις αμέτρητες συναυλίες σου στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας μετέφερες σε όλο τον κόσμο το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς, και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.
Τα τραγούδια σου, που τα λέγαμε μυστικά όλα τα μαύρα εκείνα χρόνια, κατέκλυσαν τα πάντα, τις ταβέρνες, τα γιαπιά, τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, τις εκδρομές, τις συντροφιές, τις διαδηλώσεις.
Στις συγκλονιστικές συναυλίες σου και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής σου με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο» πρoσέθεσε ο Δ. Κουτσούμπας.
Αναφέρθηκε στις πολιτικές μάχες που έδωσε ο Μ. Θεοδωράκης ως υποψήφιος του ΚΚΕ για το Δήμο της Αθήνας, και το 1981 και το 1985 ως βουλευτής του Κόμματος.
Τόνισε ότι «μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ο Μ. Θεοδωράκης δεν λύγισε». «Σταθερά στις επάλξεις του διεθνισμού, ασταμάτητα υποστήριζες την αδερφική φιλία του ελληνικού με τον τούρκικο λαό και το δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.
Πολεμώντας “τους λύκους που διψούν για αίμα και σεργιανούν στην περιοχή μας” διοργάνωσες το 1999 την ιστορική συναυλία με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, και καταδίκασες, με τις ξεκάθαρες δημόσια εκφρασμένες θέσεις σου τις κρίσιμες στιγμές, τα “τσακάλια του αντικομμουνισμού”, όπως τα ονόμασες, τα αντικομμουνιστικά μνημόνια του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ανιστόρητη εξομοίωση “των θυμάτων με τους θύτες, των εγκληματιών με τους ήρωες, των κατακτητών με τους απελευθερωτές και των ναζιστών με τους κομμουνιστές”».
«Παρών δήλωσες και στη δίκη της εγκληματικής, ναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής. Παρών και στο δίκαιο αγώνα του λαού μας για την κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών εφαρμοστικών νόμων τους» προσέθεσε.
«Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, “σβήνοντας τις λεπτομέρειες” και κρατώντας τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Το ότι “τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ”.
Δεν σε αποχαιρετούμε σύντροφε Μίκη, γιατί εσύ δεν έφυγες.
Μέσα στις φλέβες μας είσαι. Θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά πολέμησες, θα ‘σαι για πάντα σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου. Κι όταν “θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση” και γύρω μας θα λάμπει η ηλιόλουστη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρανός, όπως πάντα, στις μεγάλες στιγμές, παρών» υπογράμμισε ο Δ. Κουτσούμπας.
«Γιατί το έργο σου έγινε ελπιδοφόρος αναγεννητικός “ανάκουστος κελαηδισμός” για τον ελληνικό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγχρονη ιστορική εποχή της ανατολής της νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για την Ελευθερία σε όλες της τις μορφές: Πνευματική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, για την πλήρη, αληθινή ελευθερία.
Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της “κι αντριεύει και θεριεύει” η Ελλάδα!» είπε ο Δ. Κουτσούμπας.
«Σύντροφε Μίκη,
Είσαι “φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη”!
Φως επαναστατικό “στην κορφή του Ολύμπου αριστερά”… Φως που “ολούθε λαμπυρίζει”, όπως έγραψαν αυτές τις μέρες γερμανικές εφημερίδες.
Ένα “φως που καίει”. “Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής”!
Όπως ήθελες θα γίνει, όπως το προδιάγραψες με την πολιτική διαθήκη σου “στους μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσες”, με τα αθάνατα τραγούδια σου.
Θα τον “σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα”. Θα τον “σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο”.
Όταν απόψε το πλοίο θα σαλπάρει από τον Πειραιά, για να διασχίσει τα γαλάζια νερά της ελληνικής θάλασσας για να σε οδηγήσει στην τελευταία σου κατοικία, στον τόπο καταγωγής σου, στο Γαλατά Χανίων, στην αγαπημένη σου Κρήτη, σύμφωνα με την επιθυμία σου, όλη η Ελλάδα θα σε συνοδεύει με τα τραγούδια σου.
Γιατί για σένα, για να δανειστούμε στίχους από το μεγαλείο του Σολωμού, “ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε”…
Αθάνατος Μίκη!» κατέληξε στον αποχαιρετιστήριο λόγο του στον Μίκη Θεοδωράκη ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ.