Αύξηση των περιστατικών COVID-19 σε παιδιά, τα οποία το στέλεχος «Δέλτα» «έχει θέσει στο επίκεντρο» αυτής της φάσης της πανδημίας, αναμένουν τις επόμενες εβδομάδες οι ειδικοί επιστήμονες. H χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στις μικρές ηλικίες και η υψηλή μολυσματικότητα του στελέχους «Δέλτα» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε περισσότερες μολύνσεις μεταξύ παιδιών και εφήβων και σε μεγαλύτερο αριθμό νοσηλειών. «Η μετάδοση μεταξύ παιδιών συμβαίνει συχνά και ειδικά με το στέλεχος “Δέλτα” που είναι πιο μολυσματικό μεταξύ των παιδιών σε σχέση με άλλα στελέχη», επισημαίνει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Δημήτρης Παρασκευής και προσθέτει ότι «ο κίνδυνος θα αυξηθεί στο προσεχές μέλλον λόγω των κλιματολογικών συνθηκών που ευνοούν τις μεταδόσεις του κορωνοϊού».
Ο κ. Παρασκευής απαντάει σε δέκα ερωτήσεις της «Κ» που θα μας απασχολήσουν και το επόμενο διάστημα της πανδημίας και έχουν να κάνουν με τον κίνδυνο που διατρέχουν τα παιδιά, τον ρόλο τους στην πανδημία, την προστασία από τα εμβόλια, τις πιθανότητες επαναλοίμωξης και την τρίτη δόση.
1. Με δεδομένη την επικράτηση του στελέχους «Δέλτα», πόσο κινδυνεύω να μολυνθώ από τον SARS-CoV-2 εάν έχω εμβολιαστεί και πόσο εάν δεν έχω εμβολιαστεί;
– Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων όταν έχει ολοκληρωθεί το εμβολιαστικό πρόγραμμα είναι περίπου 80% έναντι συμπτωματικής λοίμωξης με στελέχη «Δέλτα» και μεγαλύτερη από 95% έναντι σοβαρής νόσου. Αυτό μεταφράζεται ότι η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος που έχει εμβολιστεί πλήρως με στέλεχος «Δέλτα» είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, αλλά ακόμα και αν μολυνθεί, ο κίνδυνος για σοβαρή νόσο είναι πολύ μικρός σε σχέση με όσους δεν έχουν κάνει εμβόλιο.
2. Εχω περάσει COVID-19 στο παρελθόν. Πόσο κινδυνεύω να νοσήσω ξανά;
– Τα άτομα που έχουν αναρρώσει από προηγούμενη λοίμωξη με COVID-19 διατηρούν σημαντικά επίπεδα ανοσίας για διάστημα έξι μηνών μετά την αρχική λοίμωξη. Σε πρόσφατη μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοινώθηκε ότι ο κίνδυνος επαναλοίμωξης με το στέλεχος «Δέλτα» ήταν μεγαλύτερος σε σχέση με το στέλεχος «Aλφα» σε διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών μετά την αρχική λοίμωξη. Προς το παρόν δεν υπάρχουν αποτελέσματα για την προστασία έναντι της επαναλοίμωξης με στελέχη «Δέλτα» σε όσους μολύνθηκαν με στελέχη της ίδιας ομάδας.
3. Η δεύτερη μόλυνση είναι πιο ήπια;
– Η ανοσία που αναπτύσσεται μετά από λοίμωξη με τον ιό προστατεύει εν μέρει από σοβαρή νόσο σε πιθανή επαναλοίμωξη. Σε κάθε περίπτωση όμως η έκθεση στον ιό εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για νόσο καθώς και διασπορά του ιού στις στενές επαφές μας, και προκειμένου να αναπτυχθεί ανοσία θα πρέπει να προτιμάται το εμβόλιο που είναι αποτελεσματικό και ασφαλές.
4. Είμαι εμβολιασμένος, έχω βρεθεί θετικός στον SARS-CoV-2, αλλά δεν έχω συμπτώματα. Μπορώ να μεταδώσω τον ιό;
– Λόγω της υψηλότερης μολυσματικότητας του στελέχους «Δέλτα» που κυριαρχεί στη χώρα μας, και οι εμβολιασμένοι μπορούν να μεταδώσουν τον ιό. Η πιθανότητα μετάδοσης είναι μικρότερη σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, αλλά δεν είναι μηδενική. Γι’ αυτόν τον λόγο συστήνεται η χρήση της μάσκας και των υπόλοιπων μέτρων πρόληψης, ακόμα και αν έχουμε εμβολιαστεί, για την αποφυγή μεταδόσεων στους ανθρώπους που έχουμε στενή επαφή.
5. Πόσο επικίνδυνο είναι το στέλεχος «Δέλτα» για τα παιδιά; Eχουν περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά σε σχέση με το παρελθόν;
– Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν ότι το στέλεχος «Δέλτα» είναι πιο επικίνδυνο για τα παιδιά αναφορικά με τον κίνδυνο νόσου. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι λόγω της υψηλότερης μολυσματικότητας αυτού του στελέχους και της μικρότερης εμβολιαστικής κάλυψης στα παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες, παρατηρείται μεγαλύτερος αριθμός λοιμώξεων στα παιδιά και μεγαλύτερος αριθμός νοσηλειών. Συνεπώς μπορεί το στέλεχος «Δέλτα» να μην είναι πιο λοιμογόνο σε σχέση με τα προηγούμενα, αλλά επειδή θα προκαλέσει περισσότερες μολύνσεις θα οδηγήσει και σε μεγαλύτερο αριθμό νοσηλειών.
6. Eνα παιδί που έχει προσβληθεί από το στέλεχος «Δέλτα» μπορεί ευκολότερα να μεταδώσει τον ιό στους γονείς του ή σε άλλους ενήλικες σε σύγκριση με προηγούμενα στελέχη του ιού και σε τι βαθμό;
– Η μολυσματικότητα του «Δέλτα» είναι σίγουρα μεγαλύτερη σε σχέση με άλλα στελέχη και αυτό ισχύει παρόμοια και για τα παιδιά. Προκειμένου να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής μετάδοσης θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο εμβολιασμός για όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλά ειδικότερα για τους ενήλικες και τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού αποτελεί το μοναδικό αποτελεσματικό όπλο. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι τα μέτρα προστασίας, π.χ. χρήση μάσκας, δεν είναι εύκολα εφαρμόσιμα μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας.
7. Πόσο εύκολη είναι η μετάδοση του ιού από παιδί σε παιδί;
– Η μετάδοση μεταξύ παιδιών συμβαίνει συχνά και ειδικά με το στέλεχος «Δέλτα» που είναι πιο μολυσματικό μεταξύ των παιδιών σε σχέση με άλλα στελέχη. Ο κίνδυνος θα αυξηθεί στο προσεχές μέλλον λόγω των κλιματολογικών συνθηκών που ευνοούν τις μεταδόσεις του κορωνοϊού. Η χρήση των μέτρων προστασίας και ο εμβολιασμός για τις ηλικιακές ομάδες που έχει λάβει έγκριση το εμβόλιο αποτελούν τα μέτρα προστασίας έναντι του ιού.
8. Εχω συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού. Τώρα που είμαστε στο φθινόπωρο, πόσο πιθανό είναι αυτά να οφείλονται σε εποχικές ιώσεις και πόσο πιθανό να έχω εκδηλώσει COVID-19;
– Είναι πολύ πιθανό τα συμπτώματα να οφείλονται σε εποχικές ιώσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει αν έχουμε συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού να περιορίσουμε τις επαφές μας και να πραγματοποιήσουμε άμεσα διαγνωστικό έλεγχο για τον κορωνοϊό. Μόνο αν είμαστε αρνητικοί για SARS-CoV-2 συστήνεται η άρση του περιορισμού των επαφών μας.
9. Εάν κάνω τώρα την πρώτη δόση του εμβολίου έναντι της COVID-19 πότε θα έχω αναπτύξει ανοσία έναντι του ιού;
– Το μέγιστο της προστασίας από την πρώτη δόση επιτυγχάνεται περίπου τρεις εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό. Σε κάθε περίπτωση, η προστασία και ειδικά έναντι του στελέχους «Δέλτα» είναι σημαντικά μικρότερη σε σχέση με τη δεύτερη δόση. Μέχρι να ολοκληρωθεί το εμβολιαστικό μας πρόγραμμα δεν θεωρούμαστε πλήρως εμβολιασμένοι και θα πρέπει να είμαστε εξίσου προσεκτικοί, όπως το διάστημα που ήμασταν ανεμβολίαστοι. Η μέγιστη ανοσία επιτυγχάνεται περίπου δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση.
10. Από τα δεδομένα που έχουμε έως σήμερα πόσο κοντά είμαστε στο ενδεχόμενο χορήγησης τρίτης δόσης του εμβολίου στον γενικό πληθυσμό;
– Προς το παρόν τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν τη χορήγηση τρίτης δόσης στον γενικό πληθυσμό, γιατί η προστασία που παρέχει το εμβόλιο, ειδικά έναντι σοβαρής νόσου, είναι σημαντική.
Το σχέδιο για τη νοσηλεία παιδιών με κορωνοϊό και οι ΜΕΘ
Συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για κλίνες ΜΕΘ για τη νοσηλεία παιδιών, δέσμευση –σε πρώτη φάση– 211 απλών κλινών COVID-19 σε παιδιατρικά νοσοκομεία αναφοράς και σε έμπειρα παιδιατρικά τμήματα περιφερειακών νοσοκομείων, ακόμα και λειτουργία παιδιατρικού νοσοκομείου αποκλειστικά για μικρούς ασθενείς που έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό, προβλέπει ο επιχειρησιακός σχεδιασμός του υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης μεγάλης αύξησης σοβαρών περιστατικών COVID-19 σε παιδιά και εφήβους.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα κύματα της πανδημίας, τώρα η προσοχή ειδικών και υγειονομικών αρχών έχει επικεντρωθεί και στα παιδιά, λόγω του πολύ μεταδοτικού στελέχους «Δέλτα», της επιστροφής τους στα σχολεία και σε κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά και της αδυναμίας να προστατευθούν όσα είναι κάτω των 12 ετών μέσω του εμβολιασμού. Ηδη σε αυτή τη φάση το 20% των νέων διαγνώσεων αφορά παιδιά έως 17 ετών, όταν έως και την αποδρομή του τρίτου κύματος (μέσα Ιουνίου) το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 9%.
Προς το παρόν, οι νοσηλείες παιδιών είναι λίγες. Είναι ενδεικτικό ότι την περασμένη Πέμπτη λιγότερα από 25 παιδιά νοσηλεύονταν σε νοσοκομεία λόγω της COVID-19, ενώ ένα παιδί με κορωνοϊό ήταν διασωληνωμένο σε ΜΕΘ. Ωστόσο, όπως ανέφερε και ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης, ήδη έχει καταρτιστεί επιχειρησιακό σχέδιο που προβλέπει επιπλέον παιδιατρικές κλίνες COVID, εάν και εφόσον χρειαστούν, σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, αλλά και συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για τη διασφάλιση επιπλέον παιδιατρικών κλινών ΜΕΘ.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το επιχειρησιακό σχέδιο, υπεύθυνος του οποίου έχει τεθεί ο γενικός γραμματέας υπηρεσιών Υγείας Γιάννης Κωτσιόπουλος σε συνεργασία με τους διοικητές των επτά Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας, περιλαμβάνει ένα βασικό σενάριο (Plan A) και το οποίο αφορά τη διάθεση άμεσα 211 απλών κλινών νοσηλείας για παιδιά και εφήβους που νοσούν από COVID-19 και δέκα κλινών ΜΕΘ στο ΕΣΥ και συγκεκριμένα σε λίγα εξειδικευμένα παιδιατρικά νοσοκομεία αναφοράς –τα οποία θα αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες του σχεδίου– αλλά και σε περιφερειακά νοσοκομεία με έμπειρα παιδιατρικά τμήματα.
Οι κλίνες αυτές έχουν ήδη δεσμευθεί –στην πλειονότητά τους στα παιδιατρικά αλλά και σε γενικά νοσοκομεία όπως τα Πανεπιστημιακά Ηρακλείου, Ρίου και Ιωαννίνων– και ανοίγουν σταδιακά ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας και τις ανάγκες για νοσηλεία παιδιών. Επιπλέον, έχει ήδη διασφαλιστεί η συνεργασία με τα ιδιωτικά νοσοκομεία για τη διάθεση στο ΕΣΥ 12 κλινών ΜΕΘ για non-COVID παιδιατρικά περιστατικά, ώστε να απελευθερωθούν αντίστοιχες κλίνες στα δημόσια νοσοκομεία και οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για παιδιά με σοβαρή COVID-19.
Οι εκτιμήσεις των στελεχών του υπουργείου Υγείας και των ειδικών επιστημόνων είναι ότι με αυτές τις «δυνάμεις» το ΕΣΥ θα μπορέσει να καλύψει ενδεχόμενη αύξηση της ζήτησης για νοσηλεία παιδιών με COVID-19. Ωστόσο, ο σχεδιασμός περιλαμβάνει και ένα επιπλέον σενάριο (Plan B) για το ενδεχόμενο ραγδαίας επιδείνωσης της επιδημίας στα παιδιά και το οποίο ήδη επεξεργάζονται οι διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών και νοσοκομείων. Το Plan B περιλαμβάνει την περαιτέρω αύξηση των απλών παιδιατρικών κλινών COVID-19 (διπλασιασμό τους) και των κλινών ΜΕΘ.
Προβλέπεται –εφόσον χρειαστεί– να τεθεί σε λειτουργία παιδιατρικό νοσοκομείο αποκλειστικά για COVID-19 ασθενείς, και να προετοιμασθούν τμήματα εντός των ΜΕΘ ενηλίκων που θα νοσηλεύσουν εφήβους, αλλά και θάλαμοι σε νοσοκομεία με παιδιατρικές κλινικές που θα μετατραπούν σε μονάδες αυξημένης φροντίδας για παιδιά.
«Αναμένεται σαφώς να δούμε μια αύξηση στις νοσηλείες των παιδιών, ωστόσο η εκτίμηση είναι ότι αυτή θα είναι διαχειρίσιμη, αφού τα μέτρα που έχουν ληφθεί εφέτος στα σχολεία είναι καλύτερα σε σχέση με πέρυσι. Ετσι, το Plan B δύσκολα θα το χρησιμοποιήσουμε. Ωστόσο δεν είναι κάτι που μπορούμε ακόμα να πούμε με σιγουριά», ανέφερε στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου Υγείας.