Κάνω τα τεστ αντισωμάτων σε ένα διαγνωστικό κέντρο δίπλα από το σπίτι μου κάπου στα νότια προάστια. Tέσσερις εβδομάδες μετά την πρώτη δόση τον Μάρτιο, είχα 880 αντισώματα (με όριο τα 50), οκτώ εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση 550 και πριν από 15 μέρες, πέντε μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό μου 380. Οταν το είπα σε ένα μέλος της επιτροπής λοιμωξιολόγων, μου απάντησε ότι «δεν έχεις και πολλά». Το εξάμηνο συμπληρώνεται στα τέλη Οκτωβρίου. Ο γιατρός του διαγνωστικού κέντρου, που είχε εμβολιασθεί μερικές εβδομάδες πριν από μένα, είχε 3.500 αντισώματα και σήμερα έχει 500 – βλέπετε στο Pfizer τα αντισώματα αποκλιμακώνονται πιο γρήγορα απ’ ό,τι στο AstraZeneca. Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η ικανότητα του οργανισμού να «θυμάται» και να αντιμετωπίζει τον ιό στα κύτταρα δεν έχει πάντα σχέση με τον αριθμό των αντισωμάτων.
Αυτή την εβδομάδα όμως η πρόεδρος της επιτροπής εμβολιασμών καθηγήτρια Μαρία Θεοδωρίδου επικαλέσθηκε μελέτη των Πανεπιστημίων ΕΚΠΑ και Θεσσαλίας (Εργαστήριο Υγιεινής – Επιδημιολογίας, Χ. Χατζηχριστοδούλου, Εργαστήριο Ανοσολογίας Μ. Σπελέτας, Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Αττικόν Νοσοκομείο Σ. Τσιόδρας, Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Σ. Πουρνάρας) στην οποία περιγράφεται η σχέση των αντισωμάτων που καταπολεμούν τον ιό στη βλέννα του ανώτερου αναπνευστικού και της λεγόμενης κυτταρικής μνήμης, δηλαδή της ικανότητας του κυττάρου να αντιμετωπίζει τον ιό αφού προσβάλει τα κύτταρα. Η μελέτη έγινε με συλλογή ορού και αίματος εμβολιασθέντων ευρέος φάσματος ηλικιών (19-105 ετών) και νοσολογικών καταστάσεων (συμπεριλαμβανομένων ασθενών με πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς ανοσοανεπάρκειες, αυτοάνοσα νοσήματα, αιματολογικές κακοήθειες).
Τα εμβόλια που είχαν χρησιμοποιηθεί ήταν Pfizer, AstraΖeneca (κυρίως) και J&J. Οι αιμοληψίες τους έγιναν 3, 6, 12 και 24 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό τους. Aπό το δείγμα, συνολικά 404 άτομα είχαν εμβολιασθεί με Pfizer-BioNTech (1η δόση από 30/12/2020 έως 8/4/2021). Από αυτούς 157 ήταν άνδρες και 247 γυναίκες, με διάμεση ηλικία τα 53 έτη. Η πλειοψηφία τους παρουσίαζε αυτό που ακούμε στις καθημερινές ανακοινώσεις «υποκείμενα νοσήματα»: υπέρταση (20%), υπερλιπιδαιμία (11,8%), σακχαρώδη διαβήτη (6,4%), νοσήματα θυρεοειδούς (9,1%), νεοπλασία (3,2%), αυτοάνοσα νοσήματα (5%), άνοια (2,7%), ψυχώσεις/νευρολογικά νοσήματα – κέντρα αποκατάστασης (7,3%).
Οι 138 είχαν εμβολιασθεί με το εμβόλιο της ΑΖ. Στο σουηδοβρετανικό εμβόλιο η πλειοψηφία των εμβολιασμένων ήταν άνδρες με διάμεση ηλικία τα 62,5 έτη (στην αρχή δεν δινόταν σε πιο νέους, αλλά έγινε κατά κόρον σε αυτές τις μεγαλύτερες ηλικίες, κάτι που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν). Τέλος, στη μελέτη ελήφθησαν υπ’ όψιν και 46 εμβολιασθέντες με το μονοδοσικό Johnson & Johnson με διάμεση ηλικία τα 47 χρόνια.
Το 83% παρουσίαζε υψηλούς τίτλους αντισωμάτων 21 μέρες μετά την πρώτη δόση με φθίνουσα πορεία για τις ηλικίες άνω των 70 ετών. Τα αντισώματα διατηρούνται σχετικά συμπαγή σε όσους είναι έως 49 ετών και 42 μέρες μετά την πρώτη δόση. Στο τρίμηνο μειώνονται στις μεγαλύτερες ηλικίες αλλά διατηρούνται στις περισσότερες περιπτώσεις σε αριθμό άνω των 1.000. Οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς αποτελούν την εξαίρεση. Ομως και αυτοί οι ασθενείς, σύμφωνα με τη μελέτη, παρουσιάζουν «ικανοποιητικές κυτταρικές ανοσιακές απαντήσεις» στην προσβολή του ιού.
Οι υγειονομικοί
Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», και από την έρευνα που γίνεται στο Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑΑ) όπου στο εργαστήριο του Ευάγγελου Ανδρεάκου (ανοσολογία) μελετούν την αντοχή της κυτταρικής μνήμης. Το δείγμα που εξετάζεται αφορά υγειονομικούς της Αθήνας και σε ένα κατ’ αρχήν συμπέρασμα που καταλήγουν, είναι πως η κυτταρική μνήμη μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ όσο δείχνουν τα αντισώματα, με αποτέλεσμα η τρίτη δόση να πρέπει να δοθεί στοχευμένα σε όσους είναι 65 ετών και πάνω ή ανοσοκατεσταλμένοι. Η κοινή μελέτη των Πανεπιστημίων Θεσσαλίας και ΕΚΠΑ καταλήγει σε συμπεράσματα τα οποία σε μεγάλο βαθμό είναι παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημα:
• Η ένταση των ανοσιακών απαντήσεων επηρεάζεται από την ηλικία των εμβολιασθέντων, αλλά και από το ιστορικό προηγούμενης έκθεσης στον ιό.
• Νεαρά άτομα επιτυγχάνουν γρηγορότερα και υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, ακόμη και μετά την πρώτη δόση, ενώ διατηρούν υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων σε βάθος χρόνου (τουλάχιστον 6 μηνών).
• Ατομα άνω των 60 ετών και ανοσοκατεσταλεμένοι ασθενείς πιθανότατα αποτελούν τις ομάδες πληθυσμού με ανάγκη πρώιμης επαναληπτικής δόσης εμβολιασμού.
• Προτεραιότητα σε άτομα άνω των 80 ετών (σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, χωρίς ιστορικό νόσησης).
• Ο τίτλος των αντισωμάτων σχετίζεται με την ικανότητα κυτταρικών απαντήσεων – χαμηλός τίτλος αντισωμάτων σημαίνει κατά κανόνα και χαμηλές κυτταρικές απαντήσεις. Οπως είδαμε, εξαίρεση είναι ασθενείς με αντισωματικές ανεπάρκειες, που μπορεί να εμφανίζουν χαμηλές αντισωματικές αλλά ικανοποιητικές κυτταρικού τύπου απαντήσεις.
• Οι επιστήμονες που διενήργησαν τη μελέτη σημείωσαν ότι με ένα διαφορετικού τύπου εμβολιασμό των νεότερων ατόμων θα προέκυπταν οφέλη όπως: Η πιθανότατα μεγαλύτερης διάρκειας ανοσιακών απαντήσεων (αρκετά πέραν των 6 μηνών), περιορισμός κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών από υπερδιέγερση του ανοσιακού συστήματος (που εμφανίζονται συχνότερα μετά τη 2η δόση), δυνατότητα εμβολιασμού μεγαλύτερου πληθυσμού.
Στην «Κ» απευθύνθηκαν ανοσοκατεσταλμένοι οι οποίοι αν και εκλήθησαν από την πολιτεία να κάνουν την τρίτη δόση μέτρησαν αντισώματα και αποφάσισαν να την κάνουν αργότερα για να «βγάλουν τον χειμώνα και να μην είναι αναγκασμένοι κάθε πέντε μήνες να κάνουν εμβόλιο». Ο συχνός εμβολιασμός ίσως αυτορρύθμιζε τον οργανισμό τους οδηγώντας σε μεσομακροπρόθεσμη εξασθένηση της δυνατότητάς του να αναγνωρίζει και να καταπολεμά τον ιό.