Μέσα σε λίγες ώρες οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια, ήρθαν τα πάνω κάτω, ελήφθησαν έκτακτα μέτρα, οι κίνδυνοι καραδοκούσαν. Το πέρασμα του «Μπάλλου» από την Ελλάδα προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στην Αττική –όπου έπεσαν έως και 145 χιλιοστά βροχής–, στη βόρεια Εύβοια και σε πολλές άλλες περιοχές, και για ακόμα μια φορά ήρθαν στην επιφάνεια τα λάθη που έχουν γίνει τις προηγούμενες δεκαετίες στην επέκταση οικισμών και την κατασκευή έργων. Για τους ειδικούς επί των υδραυλικών έργων, πάντως, οι πλημμύρες στην Αθήνα υπενθυμίζουν ότι, εφόσον τα περιθώρια «μεγάλων» παρεμβάσεων είναι πλέον περιορισμένα –αφού τα πάντα έχουν χτιστεί– έχει μεγάλη σημασία η προετοιμασία και η αντιμετώπιση των ζητημάτων σε τοπικό επίπεδο, εκεί όπου τα προβλήματα είναι επαναλαμβανόμενα. Συνοψίζοντας, ο συναγερμός τούτο τον χειμώνα θα είναι διαρκής.
«Τα έργα σχεδιάζονται με συγκεκριμένες προδιαγραφές, αυτό που εμείς οι μηχανικοί ονομάζουμε “περίοδο επαναφοράς”, δηλαδή πόσο συχνά περιμένουμε να πλημμυρίσει – συνήθως μια φορά κάθε 50 έτη. Προφανώς όμως κανείς δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με τη φύση», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μαμάσης, αναπληρωτής καθηγητής Υδρολογίας στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ και ένας από τους γνωστότερους ειδικούς στη χώρα μας σε θέματα πλημμυρών. «Αυτό που αισθανόμαστε ότι αλλάζει δεν είναι τόσο η ένταση των βροχών, όσο τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των πόλεων όπου ζούμε. Στην Αττική, όπου συγκεντρώνεται πλέον ο μισός πληθυσμός της χώρας, είναι λογικό τα φαινόμενα αυτά να λαμβάνουν μεγάλη έκταση. Το ζήτημα είναι κατά πόσο προστατεύεται η κοινωνία. Υπάρχουν λοιπόν τρία σημεία που πρέπει να προσέξουμε. Το πρώτο αφορά τις περιοχές όπου υπάρχει επαναλαμβανόμενο πρόβλημα. Για παράδειγμα, ο κόμβος της Πειραιώς με τη Χαμοστέρνας είναι προφανές ότι δεν έχει σχεδιαστεί σωστά και πρέπει να ανασχεδιαστεί. Το δεύτερο αφορά τη σημασία των τακτικών καθαρισμών των ρεμάτων και των δικτύων ομβρίων σε τοπικό επίπεδο. Ο κάθε δήμαρχος ξέρει πού έχει πρόβλημα. Μην περιμένουμε κάποιο μεγάλο αντιπλημμυρικό έργο να λύσει τα πάντα – δεν μπορούμε να γκρεμίσουμε τον Κηφισό και να τον κατασκευάσουμε από την αρχή, μπορούμε όμως να φροντίζουμε σε τοπικό επίπεδο να είμαστε προετοιμασμένοι. Τέλος, το τρίτο σημείο αφορά την ενημέρωση των πολιτών. Σε μια περιοχή που έχει πρόβλημα δεν αφήνεις τον ηλικιωμένο να κατοικεί σε υπόγειο, δεν προσπαθείς να διασχίσεις πλημμυρισμένους δρόμους. Oσο καλύτερη είναι η ενημέρωση, τόσο λιγότερα θα είναι τα θύματα».
«Στο Λεκανοπέδιο η κατάσταση έχει βελτιωθεί αρκετά τις τελευταίες δεκαετίες. Δυστυχώς, όμως, είναι μια πόλη τσιμεντωμένη, οπότε τα περιθώρια των επεμβάσεων είναι συγκεκριμένα», εκτιμάει ο Παναγιώτης Παπανικολάου, καθηγητής Πειραματικής Υδραυλικής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ. «Κατά τη γνώμη μου το ζήτημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια στην Αθήνα είναι πρωτευόντως η γήρανση των αντιπλημμυρικών έργων και δευτερευόντως η ανάγκη για νέα έργα, όπως λ.χ. το ρέμα της Ραφήνας. Πιστεύω ότι οι προδιαγραφές των έργων είναι επαρκείς, δεν χρειάζεται να αλλάξουν, αλλά να εφαρμόζονται σωστά».
Στη βόρεια Εύβοια η κατάσταση είναι εκ φύσεως διαφορετική. Οι δε φωτιές «αποκάλυψαν» πολλές από τις παρανομίες που μέχρι χθες κρύβονταν λόγω του πυκνού δάσους. «Υπάρχουν πολλά μπαζώματα στον άνω ρου μεγάλων ρεμάτων της περιοχής», εξηγεί ο Κωνσταντίνος Λουπασάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών του ΕΜΠ. «Για παράδειγμα, ο χείμαρρος Βούδουρος στον άνω ρου του τροφοδοτείται από δύο κλάδους, τον Νηλέα και τον Κηρέα. Ο Νηλέας βρίσκεται στην πυρόπληκτη περιοχή. Οταν τον επισκεφθήκαμε πρόσφατα είδαμε ότι σε κομμάτια του η διατομή του έχει περιοριστεί από μπάζα, πλακάκια, σπασμένα είδη υγιεινής. Πήγαιναν και τα πετούσαν στο βουνό, επειδή δεν φαινόταν και πίστευαν ότι κάποια στιγμή απλά το νερό θα τα πάει στη θάλασσα. Αυτό σημαίνει ότι σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει κίνδυνος να υπερχειλίσουν ρέματα και από ψηλά. Στα χαμηλά σημεία υπάρχουν τα προβλήματα που συναντούμε σε πολλές περιοχές. Για παράδειγμα, στην Ιστιαία που δεν κάηκε φέτος, κατεβαίνει ο χείμαρρος Ξηριάς και σε κάποιο σημείο του μέσα στην πλημμυρική ζώνη υπάρχει καταυλισμός Ρομά. Στα δε χαμηλά του σημεία, κοντά στη θάλασσα, υπάρχουν χτισμένοι παραλιακοί οικισμοί».
Προφανώς η καταστροφή του δάσους θα ενισχύσει τις πλημμύρες. «Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χωριού Αχλάδι. Το χωριό αυτό πλημμύρισε, παρότι περνά από εκεί ένα σχετικά μικρό ρέμα. Αυτό μας δείχνει ότι ακόμα και μικροί κλάδοι του υδρογραφικού δικτύου ενεργοποιήθηκαν από την πυρκαγιά και δημιούργησαν πρόβλημα. Αντίθετα στην Κοτσικιά, που είναι παραθαλάσσιος οικισμός, εκβάλλει ένας πολύ μεγαλύτερος χείμαρρος. Επειδή όμως δεν έχει πολλά σπίτια εκεί που εκβάλλει, τα προβλήματα δεν ήταν τόσο σημαντικά συγκριτικά».
Το βασικό πρόβλημα, όχι μόνο στην Εύβοια, αλλά σε όλη την Ελλάδα, είναι ότι η φύση έχει αγνοηθεί. «Οταν βλέπεις την κοίτη ενός ρέματος να έχει συγκεκριμένη διάσταση, αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή κατέβασε ανάλογο νερό», λέει ο κ. Λουπασάκης. «Ομως κάποιοι άνθρωποι, επειδή κατά τη διάρκεια της ζωής τους έχουν δει το συγκεκριμένο ρέμα να κατεβάζει ελάχιστο νερό, θεωρούν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να καταπατήσουν την κοίτη, να χτίσουν πιο κοντά. Και βλέπεις μια κοίτη 200 μέτρων να περιορίζεται σε λίγες δεκάδες μέτρα –ενίοτε και λιγότερο– και μετά οι άνθρωποι αυτοί να διαμαρτύρονται γιατί έχασαν την περιουσία τους. Επίσης τα υδραυλικά έργα κατασκευάζονται με συγκεκριμένες παροχές, 50ετίας ή 100ετίας. Μα ποιος μας εξασφαλίζει ότι δεν θα ρίξει περισσότερο νερό; Τη σταθερά τη δίνει η φύση κι όταν δεν τη σέβεσαι, θα το πληρώσεις».