Γενικά, τα νοσοκομεία για πολλούς υγειονομικούς είναι συνήθως ήπιες «εμπόλεμες ζώνες», που όμως σε καιρούς φυσικών καταστροφών, όπως στη σημερινή πανδημία COVID-19, μπορούν να μετατραπούν σε συνεχείς, αδιάλειπτες και συχνά αδυσώπητες ζώνες πολέμου. Στη χώρα μας, η εν γένει συνετή διαχείριση της πανδημίας απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τις χαοτικές, άκρως τραυματικές καταστάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλες χώρες, με περιβάλλοντα γεμάτα με ανθρώπους που πεθαίνουν με οδυνηρό θάνατο, χωρίς να μπορούν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους, και με τους τελευταίους να αδυνατούν να τους πενθήσουν όπως θα έπρεπε. Στην ιατρική βιβλιογραφία, αλλά και στον καθημερινό Τύπο της εποχής COVID-19, διαφαίνεται ότι στους μαχόμενους υγειονομικούς πρωτοστατούν δύο ψυχικές διαταραχές, κατά κύριο λόγο, η «εργασιακή ψυχοσωματική εξουθένωση» (ΕΨΣΕ) (burnout) και, σε δεύτερο λόγο, το «σύνδρομο μετατραυματικού στρες» (ΣΜΤΣ) (post-traumatic stress disorder). Τα εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν είναι: Τι ακριβώς είναι αυτές οι δύο διαταραχές; Τι τις προκαλεί; Πώς διαφέρουν μεταξύ τους; Πώς σχετίζονται η μία με την άλλη, και τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε.
Η ΕΨΣΕ δεν θεωρείται νόσος, αντίθετα συμπεριλαμβάνεται στη Διεθνή Ταξινόμηση Νόσων και Σχετιζομένων Προβλημάτων Υγείας, 11η Εκδοση (International Classification of Diseases and Related Health Problems, 11th Edition), σαν «ένα σύνδρομο εργαζομένων που προκύπτει από χρόνιο εργασιακό στρες, το οποίο δεν έχει υποστεί την κατάλληλη διαχείριση». Η ΕΨΣΕ χαρακτηρίζεται από τριών ειδών αισθήματα: 1. Εξουθένωσης και έλλειψης ενέργειας. 2. Αυξημένης ψυχικής απόστασης από την εργασία, και αρνητισμού και κυνισμού σχετικά με αυτήν. 3. Αναποτελεσματικότητας και έλλειψης εκπλήρωσης. Αυτές οι εκδηλώσεις αξιολογούνται και παρακολουθούνται με το ερωτηματολόγιο και την κλίμακα Maslach, που είναι ειδικά φτιαγμένα για την ΕΨΣΕ. Τα ποσοστά της ΕΨΣΕ είναι γενικά αυξημένα στους υγειονομικούς λόγω της φύσης της δουλειάς, όμως η πανδημία τα αύξησε σε μεγάλο βαθμό, κάνοντας την κατάσταση αυτή ευρέως γνωστή στο ελληνικό και παγκόσμιο κοινό. Παράταση και εντατικοποίηση της ΕΨΣΕ μπορεί να εξελιχθεί σε σημαντικές αρνητικές ψυχοσωματικές εκδηλώσεις και καταθλιπτική διαταραχή. Ακόμη και σκέψεις αυτοκτονίας μπορεί να υπάρξουν, αλλά σπάνια αυτές οδηγούν σε αυτοκτονία.
Αντίθετα με την ΕΨΣΕ, το ΣΜΤΣ είναι αναγνωρισμένο επίσημα ως νόσος στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, 5η Εκδοση (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th Edition). Η γενεσιουργός αιτία του ΣΜΤΣ είναι η έκθεση σε πραγματικό ή απειλούμενο θάνατο, σοβαρό τραυματισμό ή βλάβη, ή σεξουαλική κακοποίηση. Η έκθεση μπορεί να συμπεριλαμβάνει τα εξής σενάρια: το άτομο το ίδιο έχει την εμπειρία του τραυματικού επεισοδίου, είναι προσωπικά μάρτυρας του γεγονότος, μαθαίνει ότι το τραυματικό γεγονός αφορά ένα μέλος της οικογένειάς της/του ή κοντινή/ό φίλη/ο, υφίσταται το ίδιο κατ’ επανάληψη ή ακραίες εκθέσεις στις αρνητικές λεπτομέρειες του τραύματος. Οι συμπεριφορικές εκδηλώσεις του ΣΜΤΣ είναι σημαντικές για τη διάγνωση και συμπεριλαμβάνουν την τριάδα: 1. Eπαναλαμβανόμενη αναβίωση του τραύματος, ως όνειρα/εφιάλτες ή μνημονικές αναδρομές (flashbacks). 2. Αισθήματα αποφυγής, με αρνητικές μνήμες, σκέψεις, και υπενθυμίσεις του τραυματικού επεισοδίου(ων), καθώς και αρνητική ψυχική διάθεση και γνωστική δυσλειτουργία. 3. Υπερδιέγερση, που περιλαμβάνει επιθετική, απερίσκεπτη, ριψοκίνδυνη και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, διαταραχές του ύπνου, και αγχωτική υπερεπαγρύπνηση. Στο ΣΜΤΣ, συχνά συμπαρομαρτεί συν-νοσηρή κατάθλιψη, με αυτοκτονικές σκέψεις, και πιθανή, αν και σπάνια κατάληξη σε αυτοκτονία.
Στην εποχή της πανδημίας COVID-19 η «εργασιακή ψυχοσωματική εξουθένωση» και το «σύνδρομο μετατραυματικού στρες» πρωτοστατούν στους μαχόμενους υγειονομικούς.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η συνεχής επαφή με τον κίνδυνο μόλυνσης, η έκθεση στη σοβαρή νόσο και θάνατο ασθενών, ο αυξημένος ρυθμός εργασίας, οι παρατεταμένες εφημερίες, η έλλειψη ύπνου, και ο φόβος μετάδοσης της νόσου στους δικούς μας, έχουν αυξήσει το ψυχοσωματικό στρες ανά υγειονομικό εργαζόμενο, προκαλώντας ΕΨΣΕ σε ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, σε ακραίες καταστάσεις και κυρίως σε συγκεκριμένες υπηρεσίες του νοσοκομείου, όπως τα επείγοντα περιστατικά και οι μονάδες εντατικής θεραπείας ή COVID-19, μέλη του προσωπικού μπορεί να αναπτύξουν το ΣΜΤΣ, που από πλευράς παθολογίας και δυσκολίας αντιμετώπισης, είναι πολύ χειρότερο από την ΕΨΣΕ. Στην πανδημία, τα προγράμματα στις εφημερίες, γιορτές, διακοπές κ.λπ., βγαίνουν πολύ δύσκολα, ενώ συχνά δημιουργούνται αντιθέσεις, συγκρούσεις, και γκρίνια. Είναι γνωστό από διεθνείς μελέτες ότι στρεσογόνες καταστάσεις στα νοσοκομεία που χαρακτηρίζονται από παρουσία υψηλών ποσοστών ΕΨΣΕ και, κατά δεύτερο λόγο, ΣΜΤΣ, συνοδεύονται από σημαντικά λάθη στη φροντίδα των ασθενών. Πράγματι, ο αριθμός και η σοβαρότητα των λαθών που γίνονται σε μια νοσηλευτική μονάδα, είναι ευθέως ανάλογα της εργασιακής ψυχοσωματικής εξουθένωσης των γιατρών και των νοσηλευτών. Συνεπώς, η πρόληψη, αντιμετώπιση και θεραπεία του προσωπικού ως προς την ΕΨΣΕ και το ΣΜΤΣ είναι εμμέσως άκρως σημαντική για τη σωστή και αποτελεσματική αντιμετώπιση και θεραπεία των νοσηλευομένων.
Είναι ενδιαφέρον, αλλά και αναμενόμενο, ότι και οι δύο καταστάσεις δείχνουν αλληλοεπικάλυψη στην παραπάνω κλίμακα Maslach, η οποία ανιχνεύει και τις δύο, στις πολλές κοινές τους εκδηλώσεις. Η πρόληψη, αντιμετώπιση και θεραπεία και των δύο οντοτήτων επίσης έχει κοινά σημεία, με πρώτο τις κατάλληλες κατά το δυνατόν αλλαγές στο στρεσογόνο εργασιακό και οικογενειακό περιβάλλον. Ανάλυση των δεδομένων έχει δείξει τις υπερβολικές ώρες εργασίας, τις νυχτερινές εφημερίες, τις εφημερίες των αργιών, τον γραμματειακό μη ιατρικό φόρτο, την παρατεταμένη χρονική απόσταση από την οικογένεια, και την κακή ηγεσία, σαν τους κύριους παράγοντες που προκαλούν ψυχική και σωματική νοσηρότητα στους εργαζομένους, με αποτέλεσμα, σε βάθος χρόνου, ακόμα και βράχυνση του προσδόκιμου της ζωής τους. Ολοι αυτοί οι παράγοντες γίνονται ακόμα πιο σημαντικοί –αλλά σημειώνω, προλήψιμοι και διορθώσιμοι– στη διάρκεια μιας πανδημίας. Πράγματι, αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον και προσθήκη ειδικών υποστηρικτικών παρεμβάσεων στον χώρο εργασίας, όπως οι επισκέψεις Schwartz και οι ομάδες Balint, μπορούν να προλάβουν και να εξουδετερώσουν σε κάποιο βαθμό την παθολογία και τις εκδηλώσεις της ΕΨΣΕ και επίσης να λειτουργήσουν προληπτικά και βελτιωτικά και στο ΣΜΤΣ.
Η δεύτερη σημαντική θεραπευτική παρέμβαση είναι πάνω στο ίδιο το άτομο με την ΕΨΣΕ ή το ΣΜΤΣ. Διδασκαλία του κατά το δυνατόν υγιεινού τρόπου ζωής, με τις πέντε βασικές συμβουλές για σωστή διατροφή, σωματική άσκηση, επαρκή ύπνο, κανονικότητα ύπνου και γευμάτων και κυρίως σωστή διαχείριση του στρες με ειδικές αποτελεσματικές μεθόδους, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη και διατήρηση της λεγόμενης ψυχοσωματικής ανθεκτικότητας (resilience). Τα παραπάνω και η κλασική ψυχολογική υποστήριξη είναι ωφέλιμα και στις δύο καταστάσεις. Σημειώνεται, όμως, ότι η κυρία μέθοδος θεραπείας του, ευτυχώς πιο σπάνιου, ΣΜΤΣ είναι η ψυχοθεραπεία, που συμπεριλαμβάνει την κλασική γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, τη θεραπεία έκθεσης στο στρεσογόνο γεγονός και την απευαισθητοποίηση και επανεπεξεργασία μέσω οφθαλμικών κινήσεων (Eye Movement Desensitization and Reprocessing Method, EMDR), χωρίς ή με παράλληλη φαρμακοθεραπεία ή διακρανιακή ηλεκτροθεραπεία (όπως η μέθοδος Fisher – Wallace). Αυτό που έχει σημασία στο τέλος είναι ότι υπάρχει στη χώρα μας η γνώση και η δυνατότητα να προλαβαίνουμε και να μετριάζουμε τον πόνο και τη δυστυχία της συντριπτικής πλειονότητας των θεραπευτών και, εμμέσως, των θεραπευομένων.
* Ο κ. Γεώργιος Π. Χρούσος, MD, MACP, MACE, FRCP, είναι ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής στην Εδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής.