«Δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την αίσθηση του εγκλωβισμού. Να είσαι στο ίδιο σημείο για ώρες, να μην ξέρεις τι να κάνεις, να φοβάσαι να φύγεις, να μην έρχεται κανείς για βοήθεια. Να είσαι χωρίς νερό και φαγητό, να μην μπορείς καν να πας τουαλέτα». Οταν η Αγγελική Μπουσιούτα με τον σύζυγό της ξεκινούσε το πρωί της Δευτέρας από τους Αγίους Αναργύρους για ένα ραντεβού με γιατρό της στο Μαρούσι, δεν φανταζόταν ότι θα χρειαζόταν σχεδόν μια ημέρα για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Ηταν δύο από τους χιλιάδες ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν τη Δευτέρα στην Αττική Οδό, πολλοί από τους οποίους κατάφεραν να φύγουν χθες, περισσότερο από ένα 24ωρο αργότερα.
«Μπήκαμε Αττική Οδό με σκοπό να βγούμε στο “δαχτυλίδι”. Στα διόδια ρωτήσαμε και μας είπαν ότι ο δρόμος είναι εντάξει. Χρειάστηκαν 3,5 ώρες για να φτάσουμε στο “δαχτυλίδι”, όμως η έξοδος ήταν μπλοκαρισμένη από αυτοκίνητα και συνεχίσαμε για την επόμενη. Αυτό ήταν το λάθος μας. Και η επόμενη έξοδος ήταν το ίδιο μπλοκαρισμένη και φτάσαμε μέχρι το τούνελ γύρω στις 3 το μεσημέρι, όπου εγκλωβιστήκαμε. Είδαμε στο βάθος ένα περιπολικό, κατέβηκε ο σύζυγός μου και περπάτησε μέχρι εκεί και του είπαν ότι είχε διπλώσει μια νταλίκα στο Μαρκόπουλο και ότι προσπαθούσαν να ανοίξουν τον δρόμο από το αντίθετο ρεύμα ώστε να φύγουμε. Το πρώτο εκχιονιστικό το είδαμε στις 9 το βράδυ – κάναμε όλοι τα αυτοκίνητά μας στην άκρη να περάσει, αλλά κανένας δεν μπορούσε να το ακολουθήσει στην έξοδο προς δυτική περιφερειακή γιατί ο δρόμος γλιστρούσε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν φαντάροι και μας έδωσαν από μια κρεμούλα, ενώ λίγο αργότερα ο άντρας μου πήγε και τους βρήκε και πήρε μια κουβέρτα».
«Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι το έζησα όλο αυτό, ήταν σαν και αυτά που συμβαίνουν μόνο στις ταινίες», τονίζει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Μπίντζας.
Το ζευγάρι έμεινε στο αυτοκίνητο μέχρι τις 2 τα ξημερώματα. «Ηρθαν κάποιοι από την πυροσβεστική και μας μάζεψαν όλους. Περπατήσαμε μισή ώρα και φτάσαμε σε ένα λεωφορείο που μας κατέβασε στην πλατεία Καραϊσκάκη στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί βρήκαμε ένα ταξί και φτάσαμε σπίτι μας στις 6 το πρωί».
Η Φάλια Μάζη εγκλωβίστηκε με έναν συνάδελφό της στην αντίθετη κατεύθυνση, στο ύψος της Κάντζας. «Κολλήσαμε στις 12.30 το μεσημέρι έως τη 1 τα ξημερώματα. Εκείνη την ώρα είχαμε πια απελπιστεί και βλέποντας κόσμο να φεύγει από τα αυτοκίνητα, βγήκαμε και ρωτήσαμε και μας είπαν ότι τους είπε κάποιος πυροσβέστης να πάνε στον σταθμό του προαστιακού. Κλείσαμε το αυτοκίνητο, ακολουθήσαμε κι εμείς, φτάσαμε στον σταθμό. Αναγκαστήκαμε να σκαρφαλώσουμε τοίχους και να περάσουμε μέσα από τις γραμμές – κάποιοι ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν. Στον σταθμό ήταν εκατοντάδες άτομα. Ηρθε το τρένο και μας πήγε στο αεροδρόμιο. Εκεί γινόταν χαμός, δεν υπήρχε ούτε σκαμπό να καθίσουμε. Τελικώς βρήκαμε ένα ταξί και μας πήγε από Βάρης – Κορωπίου σε ένα φιλικό σπίτι όπου διανυκτερεύσαμε. Από το πρωί καλούμε στο 199 για το αυτοκίνητο και μας λένε να πάρουμε την “Αττική Οδό” και από την “Αττική Οδό” να πάρουμε το 199. Να δούμε πώς θα τελειώσει τελικά όλο αυτό».
Στην ίδια κατεύθυνση εγκλωβίστηκε και ο Κωνσταντίνος Μπίντζας με έναν συνάδελφό του, φεύγοντας από τη δουλειά του. «Στις 11.45 μπήκαμε στην Αττική Οδό από το αεροδρόμιο, ρωτήσαμε στα διόδια και μας είπαν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Λίγο μετά ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε σημειωτόν. Φτάσαμε μέχρι τον κόμβο της Κάντζας όπου στις 2.30 μ.μ. σταματήσαμε εντελώς. Στην αρχή ήμασταν ήρεμοι, ακούσαμε μουσική, είχαμε κάτι να φάμε και νερό μαζί. Οσο περνούσαν οι ώρες όμως αρχίσαμε να ανησυχούμε. Μέχρι τη 1.30 τα ξημερώματα δεν πέρασε κανείς να μας ρωτήσει αν είμαστε ζωντανοί, αν χρειαζόμαστε κάτι. Εκείνη την ώρα ένα ιδιωτικό όχημα ήρθε να απεγκλωβίσει ένα ασθενοφόρο μπροστά μας που μετέφερε έναν καρδιοπαθή. Αποφάσισα λοιπόν να δοκιμάσω να βγω, πατώντας επάνω στα ίχνη του. Κατάφερα να βγω και κάνοντας κύκλους έφτασα στο σπίτι μου στον Βύρωνα στις 3 τα ξημερώματα. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι το έζησα όλο αυτό, ήταν σαν και αυτά που συμβαίνουν μόνο στις ταινίες».