Υψηλότερη θνητότητα αλλά και σοβαρότητα της COVID-19 παρατηρείται στους άνδρες έναντι των γυναικών, οι οποίες, ωστόσο, φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επαναλοίμωξης, ενώ εμφανίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα long COVID, δηλαδή συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη λοίμωξη. Επιπλέον, οι γυναίκες φαίνεται να παρουσιάζουν συχνότερα σε σχέση με τους άνδρες θρομβοπενία, ως σπάνια ανεπιθύμητη ενέργεια του εμβολιασμού, ενώ αντιθέτως οι άνδρες εκδηλώνουν συχνότερα σε σχέση με τις γυναίκες μυοκαρδίτιδα συνδεόμενη με τον εμβολιασμό έναντι του κορωνοϊού.
Σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό The Lancet Diabetes & Endocrinology, αναφέρονται πιθανοί λόγοι για τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την COVID-19. Οπως αναφέρουν οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ Λίνα Πάσχου, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Θάνος Δημόπουλος συνοψίζοντας τα κυριότερα σημεία του άρθρου, «κατ’ αρχάς, τα δύο φύλα διαφέρουμε σε ένα από τα 23 ζευγάρια χρωμοσωμάτων μας (ΧΥ για τους άνδρες και ΧΧ για τις γυναίκες), δηλαδή ξεκινάμε με διαφορές στην έκφραση μερικών γονιδίων. Κάποια από αυτά ευθύνονται και για τους διαφορετικούς γεννητικούς αδένες μας (όρχεις στους άνδρες, ωοθήκες στις γυναίκες), που με τη σειρά τους εκκρίνουν σε διαφορετικές συγκεντρώσεις τις ορμόνες του φύλου από την εφηβεία και μετά. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουμε και ανδρογόνα και οιστρογόνα, όμως στους άνδρες προεξάρχουν τα ανδρογόνα και στις γυναίκες τα οιστρογόνα.
»Γνωρίζουμε όμως ότι ασθενείς με συννοσηρότητες, όπως σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση και καρδιαγγειακή νόσο, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης, και οι άνδρες παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες γι’ αυτές σε σύγκριση με τις γυναίκες. Υπάρχουν εγγενείς, εξαρτώμενες από τις συγκεντρώσεις των ορμονών του φύλου, διακριτές διαφορές στη μεταβολική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένων της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και του μεταβολισμού των λιπιδίων. Αυτές οι διαφορές είναι ιδιαιτέρως εμφανείς πριν από την ηλικία εμμηνόπαυσης. Ετσι, τα οιστρογόνα θεωρείται ότι έχουν γενικά προστατευτικό ρόλο στον μεταβολισμό και στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Υψηλή θνητότητα για τους άνδρες, αυξημένος κίνδυνος επαναλοίμωξης και long COVID για τις γυναίκες.
»Οι ορμονικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων φαίνεται ότι επηρεάζουν σημαντικά και την απόκρισή μας στο στρες, που είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό ορμονική, καθώς και τις φλεγμονώδεις διεργασίες που ακολουθούν. Ακόμη, είναι πιθανό τα δύο φύλα να παρουσιάζουμε διαφορές σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο σύνδεσης ή πολλαπλασιασμού του ιού, που βασίζονται σε γενετικές ή και ορμονικές διαφορές. Για παράδειγμα, συγκεκριμένα γονίδια που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ. TLR4, TLR7, TLR8) εδράζονται στο χρωμόσωμα Χ. Επιπλέον, το γονίδιο που κωδικοποιεί για τον κύριο υποδοχέα (ACE2) του κορωνοϊού εκφράζεται στο χρωμόσωμα Χ επίσης, σε περιοχές που συνήθως διαφεύγουν της αδρανοποίησης ενός χρωμοσώματος Χ στα κύτταρα XX. Εκτός από τον ACE2, ο SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί και τον DPP4 ως συν-υποδοχέα για να συνδεθεί με το ανθρώπινο κύτταρο. Πειραματικά δεδομένα έχουν δείξει ότι η έκθεση σε οιστρογόνα μπορεί να μειώνει τη δραστηριότητα του DPP4».
Οπως τονίζουν οι καθηγητές, «συμπερασματικά, τα δύο φύλα παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σχετικά με την COVID-19, που μπορούν εν μέρει να εξηγηθούν. Οι διαφορές αυτές μεταξύ ανδρών και γυναικών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη θεραπεία και στην παρακολούθηση των ασθενών, αλλά πιθανότατα και στη χάραξη των πολιτικών δημόσιας υγείας για τον κορωνοϊό».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr