Διώκονται, αλλά δικάζουν ακόμα

Το ηχητικό Βγενόπουλου φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη συντεχνιακή λογική στη Δικαιοσύνη και τις πολιτικές σκοπιμότητες

8' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα ηχητικό ντοκουμέντο που είδε πριν από λίγες ημέρες το φως της δημοσιότητας προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, πολιτικό σάλο και αίσθηση στην κοινή γνώμη, που αν δεν ήταν η οδυνηρή και φρικτή καθημερινότητα του πολέμου, το θέμα αυτό θα ήταν πολύ ψηλά στους δείκτες της επικαιρότητας.

Στο ηχητικό (iefimerida.gr) ακούγεται ο επιχειρηματίας Ανδρέας Βγενόπουλος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2016, να «παζαρεύει» ανοικτά με μια «κολλητή» της τότε πανίσχυρης προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου, για να μπορέσει να κλείσει ποινικές του υποθέσεις.

Οι κωδικοί «βιβλία» και «βιβλιοθήκες», που ακούγονται στο ηχητικό, παραπέμπουν σε ανταλλάγματα και σε συναλλαγές κάτω από το τραπέζι. Οι καταγγελίες αυτές για τη Βασιλική Θάνου, που διετέλεσε και υπηρεσιακή πρωθυπουργός, δεν λέγονται δημόσια για πρώτη φορά. Ο ίδιος ο Βγενόπουλος είχε δημόσια σε συνέντευξη καταγγείλει τη Βασιλική Θάνου για εκβιασμό σε βάρος του, την άνοιξη του 2016.

Τότε η καταγγελία του επιχειρηματία πέρασε στο «ντούκου». Ερευνήθηκε όπως όπως και μπήκε στο αρχείο με διαδικασίες συνοπτικές, ίσως και αμφιλεγόμενες, όπως λένε κάποιοι.

Τώρα, ο Αρειος Πάγος εξετάζει και πάλι αν θα ανοίξει ο φάκελος Θάνου, κι αν η έρευνα θα γίνει από μηδενική βάση, για να φανεί τι ακριβώς έγινε και τι όχι, γιατί η ίδια η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου αρνείται με έμφαση τις καταγγελίες σε βάρος της και μιλάει για «μυθεύματα».

Ομως, με αφορμή τις καταγγελίες του Ανδρέα Βγενόπουλου κατά της τότε εν ενεργεία προέδρου του Αρείου Πάγου, ανοίγει εμφατικά ένα σημαντικό κεφάλαιο, που μπορεί να είναι θεσμικά βαρύτερο από το όποιο ποινικό αδίκημα ενός μεμονωμένου δικαστικού παράγοντα, ακόμα και κορυφαίου.

Κάτω από το χαλί

Ο Αρειος Πάγος εξετάζει και πάλι αν θα ανοίξει ο φάκελος Θάνου κι αν η έρευνα θα γίνει από μηδενική βάση.

Διότι το ζήτημα που προκύπτει και συζητείται ευρέως σε κύκλους δικαστικών –και πολλών άλλων– που βλέπουν τα πράγματα με κάποια σοβαρότητα και θεσμική προσέγγιση, είναι τι κάνει η Δικαιοσύνη, πώς ερευνά καταγγελίες κατά δικαστών και μάλιστα υψηλόβαθμων; Γίνονται έρευνες σχολαστικές, ουσιαστικές ή μήπως η συντεχνιακή αντίληψη καλύπτει με το χαλί της τα πάντα; Kαι κάτι ακόμα. Πώς διασφαλίζεται η αξιοπιστία και η ανεξαρτησία μιας έρευνας όταν καταγγέλλεται, για παράδειγμα –όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση– η πρόεδρος του Αρείου Πάγου και η έρευνα δεν γίνεται καν από άλλο δικαστικό σχηματισμό, για παράδειγμα το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου; Kαι τα ερωτήματα δυστυχώς πληθαίνουν, αν προστεθεί ότι η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου, που είχε καταγγελθεί για εκβιασμό επιχειρηματία και διαδικασίες δωροληψίας (ακόμα κι αν όλα ήταν ψέματα), πώς μπορεί να πείσει για το ανεξάρτητο της έρευνας, όταν ούτε καν απείχε από τα καθήκοντά της, ώσπου, έστω τυπικά, η έρευνα να τελειώσει;

Οι καταγγελίες Βγενόπουλου κατά Θάνου εξετάστηκαν από την αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αννα Ζαΐρη, που ορίστηκε και ανέλαβε τον φάκελο μόλις συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η Ευτέρπη Κουτζαμάνη, που εκείνο τον καιρό, το 2016, «δεν τα πήγαινε και καλά» με τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και δεν ήταν και συνεργάσιμη με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ… Η έρευνα ανατέθηκε στην Αννα Ζαΐρη αμέσως μόλις έφυγε η κ. Κουτζαμάνη και ήρθε στην Εισαγγελία η Ξένη Δημητρίου, η εισαγγελέας που συνέδεσε το όνομά της με το κυνήγι του Ανδρέα Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος, κατά τη γνώμη της, αλλοίωσε το έλλειμμα του 2009 και ήταν εκείνος που έφταιγε για τα μνημόνια.

Σύντομη παρένθεση. Η Αννα Ζαΐρη έβαλε την υπόθεση κατά Θάνου στο αρχείο σε σύντομο χρόνο, ενώ αργότερα τοποθετήθηκε επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, προκαλώντας κατά καιρούς δυσμενείς πολιτικές κριτικές για έρευνες που άνοιξε κατά πολιτικών αντιπάλων της τότε κυβέρνησης, ακόμα και για τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη, τον Κώστα Σημίτη, τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και άλλους, για τις οποίες επικρίθηκε σφοδρά για πολιτική μεροληψία.

Η άρον άρον αρχειοθέτηση για τη Βασιλική Θάνου, πρόεδρο τότε του Αρείου Πάγου, δηλαδή την κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας, είχε προκαλέσει δυσμενή σχόλια σε δικαστικούς και πολιτικούς κύκλους, ως γεγονός που σηματοδοτεί, με τον πλέον προκλητικό τρόπο, πως το δικαστικό μας σύστημα λειτουργεί και διαχειρίζεται τα του οίκου του με ιδιοτυπίες συντεχνίας, έξω από τη λειτουργία ενός θεσμού που αποτελεί πυλώνα της δημοκρατίας.

Η περίπτωση Θάνου, δυστυχώς, δεν είναι η μόνη. Συντεχνιακού τύπου διαχειρίσεις σε ποινικά και πειθαρχικά παραπτώματα δικαστικών υπάρχουν πολλές, όπως και σαφείς πολιτικές σκοπιμότητες που ενεργοποιούν διαδικασίες λήθης, για πολλά και για διάφορα που καταγγέλλονται, ακούγονται, συμβαίνουν μέσα στη Δικαιοσύνη από τους ελάχιστους που ανακατεύονται με σκοτεινά παιχνίδια και διανύουν υπόγειες διαδρομές, ενώ οι πολλοί, η συντριπτική πλειονότητα των δικαστών και των εισαγγελέων αγωνίζεται, εργάζεται έντιμα και με κόπο, απονέμει δικαιοσύνη με συνείδηση και συνταγματική προσήλωση.

Η Novartis

Πάμε τώρα σε μια άλλη περίπτωση, πρόσφατη, πολύ γνωστή που έχει απασχολήσει την επικαιρότητα, την πολιτική και τη Δικαιοσύνη την τελευταία πενταετία. Την πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη. Είναι κατηγορούμενη για σειρά πράξεων και παραλείψεων για τους δικαστικούς της χειρισμούς που έκανε στο σκάνδαλο της Novartis, ενοχοποιώντας δέκα πολιτικούς, χωρίς στοιχεία, με μόνες μαρτυρίες των προστατευόμενων μαρτύρων οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν από κανένα άλλο στοιχείο. Το αποτέλεσμα ήταν η ίδια να βάλει στο αρχείο τα αναφερόμενα για επτά από τους δέκα πολιτικούς, ενώ στη συνέχεια αρχειοθετήθηκαν και άλλες δύο. Μόνον ο Ανδρέας Λοβέρδος ακόμα είναι σε δικαστική εκκρεμότητα. Η Ελένη Τουλουπάκη έχει κληθεί σε απολογία από την ανακρίτρια του Ειδικού Δικαστηρίου για κακουργήματα, απολογία που αναμένεται να πραγματοποιηθεί αυτές τις ημέρες. Κι ενώ η εν λόγω εισαγγελέας βαρύνεται με ποινικά αδικήματα (τα οποία θα ελεγχθούν δικαστικά και μακάρι να αθωωθεί), προκαλεί τουλάχιστον αίσθηση το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη δεν την έχει θέσει καν σε προσωρινή αργία και η κ. Τουλουπάκη έως σήμερα εργάζεται κανονικά. Το ίδιο και οι δύο βοηθοί της στην Εισαγγελία Διαφθοράς, Χρήστος Ντζούρας και Στέλιος Μανώλης, που επίσης είναι κατηγορούμενοι για τους δικαστικούς χειρισμούς στη Novartis, οι οποίοι και αυτοί δικάζουν κανονικά!

Απειλές και βόμβες για μη συνεργάσιμους λειτουργούς

Με τη στενή επαγγελματική αντιμετώπιση να λειτουργεί σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις δικαστικών ως μοχλός ατιμωρησίας για διάφορους λόγους, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Να επιστρατεύεται κάθε λογής πειθαρχικό παράπτωμα για να αντιμετωπιστούν δικαστές και εισαγγελείς που θεωρούνται μη συνεργάσιμοι.

Η τακτική των πειθαρχικών διώξεων μέχρι ηθικής εξοντώσεως έχει μακρά ιστορία στο δικαστικό μας σώμα. Τελευταία όμως εφαρμόστηκε αρκετά επιτυχημένα επί προεδρίας της Βασιλικής Θάνου, όταν ακόμα και επώνυμοι και επιτυχημένοι δικαστές και εισαγγελείς βρέθηκαν στο στόχαστρο με πειθαρχικές διώξεις, που η μία διαδεχόταν την άλλη χωρίς τελειωμό.

Η περίπτωση του Ισίδωρου Ντογιάκου, εμβληματικού εισαγγελέα που βρέθηκε για χρόνια στην πρώτη γραμμή της Εισαγγελίας και ήταν εκείνος που στοιχειοθέτησε την κατηγορία παραπομπής της Χρυσής Αυγής, είναι χαρακτηριστική. Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, όταν επελέγη η Βασιλική Θάνου ως πρόεδρος στον Αρειο Πάγο από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είχε μόλις εκλεγεί με την ψήφο των συναδέλφων του προϊστάμενος στην Εισαγγελία Εφετών. Θέση εξαιρετικά νευραλγική στην εισαγγελική ιεραρχία. Από αυτές που θεωρούνται «κλειδί». Για να εγκαταλείψει τη θέση του προϊσταμένου ο Ισίδωρος Ντογιάκος, παρά το γεγονός ότι είχε εκλεγεί με ψήφο, άρχισε μία άνευ προηγουμένου επίθεση για αμφισβήτηση της εκλογικής διαδικασίας, κάτι που ήταν εξαιρετικά προσβλητικό για το σύνολο των εισαγγελέων που είχαν λάβει μέρος στις εκλογές και τον είχαν ψηφίσει. Εκνευρισμένος τότε ο βαλλόμενος εισαγγελικός λειτουργός απευθύνθηκε εγγράφως στους συναδέλφους του, συγκαλώντας την Ολομέλεια των Εισαγγελέων, αποδίδοντας αντιθεσμικές πρακτικές στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Ε, αυτό ήταν. Πειθαρχικά επί πειθαρχικών μέχρι που τον έβγαλαν από τη θέση. Η πρακτική των πειθαρχικών διώξεων εφαρμόστηκε και στην περίπτωση χειρισμού της δικογραφίας του Ανδρέα Βγενόπουλου. Οποιος και όποτε κι αν την έπιασε στα χέρια του αυτή τη δικογραφία βρέθηκε στο στόχαστρο των επιθεωρητών. Εκείνη, όμως, που κυνηγήθηκε όσο λίγοι ήταν η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη, που είχε τη γνώμη, αυτή ήταν η κρίση της –διότι κάτι άλλο δεν υπήρξε, αφού διερευνήθηκε εξονυχιστικά– ότι η δικογραφία έπρεπε να μπει στο αρχείο. Οι απειλές εις βάρος της από τον τότε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο την οδήγησαν σε δημόσια καταγγελία, η οποία έφθασε στη Βουλή, συγκροτήθηκε Εξεταστική Επιτροπή αλλά τίποτα δεν έγινε. Οι διώξεις και οι πειθαρχικές τιμωρίες που της επιβλήθηκαν υπήρξαν μνημείο ηθικής εξοντώσεως. Μέχρι βόμβα τοποθετήθηκε στο σπίτι της.

Διώξεις στη λογική της αντεκδίκησης υπέστησαν και πολλοί άλλοι, ανάμεσά τους η τέως εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, η εισαγγελέας Ελένη Ράικου, που ήταν επικεφαλής στην Εισαγγελία Διαφθοράς πριν από την Ελένη Τουλουπάκη και άλλοι.
Η μέθοδος των διώξεων μη αρεστών δικαστών και εισαγγελέων είχε ακολουθηθεί και στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν πολλοί δικαστικοί στο πλαίσιο ερευνών, που είχαν τότε ξεκινήσει για υπαρκτές παραδικαστικές δραστηριότητες, είχαν πειθαρχικά διωχθεί και ταλαιπωρηθεί, χωρίς να έχουν οι άνθρωποι καμία απολύτως σχέση με παραδικαστικά κυκλώματα, όπως άλλωστε αποδείχθηκε. Ομως, πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και βρέθηκαν εκτός δικαστικού σώματος, όπως ο άριστος δικαστικός Νεκτάριος Βαζαίος, χαρακτηριστική περίπτωση διώξεων μέχρι ηθικής και επαγγελματικής εξοντώσεως.

Ανεπάρκεια

Βέβαια, πέραν όλων αυτών, η συντεχνιακή λογική, που είναι διάχυτη στο δικαστικό σώμα, καλύπτει κυρίως περιπτώσεις δικαστικών και εισαγγελέων που ανήκουν στην κατηγορία των ανεπαρκών. 

Εκείνων που για διάφορους λόγους δεν είναι ικανοί να ανταποκριθούν στα δύσκολα καθήκοντα του δικαστή, εμφανίζοντας πλήρη πολλές φορές αδυναμία να εκδώσουν σε εύλογο χρόνο αποφάσεις. Μόλις ανέλαβε τον περασμένο Ιούλιο καθήκοντα η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μαρία Γεωργίου, διέβλεψε το πρόβλημα της παραμονής δεκάδων μη ικανών δικαστών που επιβαρύνουν τα ήδη γνωστά και χρόνια προβλήματα της καθυστερημένης απόδοσης της δικαιοσύνης. Η απαλλαγή της Δικαιοσύνης από δικαστικούς που δεν μπορούν να ανταποκριθούν είχε δρομολογηθεί και τον σημερινό εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πλιώτα και την ηγεσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα τα τελευταία δύο χρόνια να έχουν φύγει περί τους 10 δικαστικούς λόγω ανεπάρκειας.

Ηδη την περασμένη Πέμπτη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η πρόεδρος του Αρείου Πάγου εισήγαγε άλλες 8 περιπτώσεις δικαστών για απομάκρυνση λόγω ανεπάρκειας, ενώ ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δημόσια είχε καταθέσει την πρόταση για γενναία εθελουσία στο δικαστικό σώμα, προκειμένου να φύγουν «αναίμακτα» δεκάδες που δεν μπορούν να ανταποκριθούν. 

Τουλάχιστον τα δύο τρία τελευταία χρόνια το πρόβλημα άρχισε να αντιμετωπίζεται και να μην μπαίνει και αυτό κάτω από το χαλί…

Ρηξικέλευθη μεταρρύθμιση

Στο υπουργικό συμβούλιο συζητήθηκαν οι άξονες μιας νέας ρηξικέλευθης μεταρρύθμισης της κυβέρνησης, που αφορά σημαντικά θέματα της Δικαιοσύνης. Θεμελιώδη, θα έλεγε κανείς. Την αξιολόγηση των δικαστών, που για δεκαετίες έχει καταστεί τυπική διαδικασία και τα πειθαρχικά των δικαστών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Αρκεί να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν. Γιατί έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, με τις χρόνιες παθογένειές της, για τις οποίες ευθύνεται το πολιτικό μας σύστημα, αλλά και την επικράτηση συντεχνιακής και δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας σε όλα τα κλιμάκιά της, ακόμα και τα ανώτατα –πλην εξαιρέσεων– τα πράγματα εξελίσσονται από το κακό στο χειρότερο. Η αντιμετώπιση από την ίδια τη Δικαιοσύνη εκείνων των δικαστικών που κραυγαλέα και σε πολύ σοβαρές υποθέσεις καταγγέλλονται η διώκονται, είναι θέμα μείζονος σημασίας. Αν το κουκούλωμα και η ατιμωρησία επικρατούν, η αξιοπιστία της Δικαιοσύνης ως θεσμικής λειτουργίας είναι δύσκολο να εμπεδωθεί στους πολίτες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT