Αναμφίβολα, η πανδημία COVID-19 ως η πιο ισχυρή υγειονομική κρίση του 21ου αιώνα στην Ευρώπη δημιούργησε ένα σύνολο κοινωνικών συνθηκών «εκτάκτου ανάγκης», επιφέροντας σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται και λειτουργούν σε επίπεδο καθημερινής ζωής. Ένας από τους τομείς, που επηρεάστηκαν σχεδόν αναπόφευκτα από την πανδημία, ήταν και αυτός της εργασίας, με την ανάγκη μείωσης του κινδύνου διασποράς του νέου κορονοϊού να φέρνει στο προσκήνιο περισσότερο «ευέλικτες» μορφές εργασίας, με έμφαση στην τηλεργασία, και να επιταχύνει αυτό που ονομάζουμε «ψηφιακή μετάβαση» εντός της Ευρωζώνης.
Η τηλεργασία, μολονότι, γνώρισε πρωτόγνωρη απήχηση στα χρόνια της πανδημίας, δεν συνιστά μία καινούργια μορφή εργασίας, καθώς πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970 μέσα από την ταυτόχρονη ανάδυση των νέων τεχνολογιών. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα είδος εργασίας, που εκτελείται εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει σε τοποθεσία διαφορετική από τις προεπιλεγμένες εργασιακές εγκαταστάσεις, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών συσκευών, όπως ο υπολογιστής, το tablet και το κινητό τηλέφωνο (γνωστή και ως «εξ’ αποστάσεως» ή «ηλεκτρονική εργασία»). Στις μέρες μας, η συγκεκριμένη μορφή εργασίας, απέκτησε κεντρική παρουσία στο εσωτερικό της ΕΕ κυρίως για λόγους υγειονομικής προστασίας, αφού σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνταν μέσω «τηλεργασίας» αυξήθηκε από 11% πριν από την εμφάνιση της πανδημίας σε 48% κατά τη διάρκεια αυτής (ILO & WHO, 2021).
Η πρωτόγνωρη αυτή κρίση και οι ανάγκες υγειονομικής, εργασιακής, εκπαιδευτικής και ευρύτερης κοινωνικής προσαρμογής που προκάλεσε, σχεδόν αναπόφευκτα επηρέασαν και τη διάσταση της ψυχικής υγείας, με αρκετούς ερευνητές να κάνουν λόγο για την εκδήλωση συμπτωμάτων άγχους, κατάθλιψης και σωματοποίησης μεταξύ των τηλεργαζομένων (Afonso et al., 2021; Bertino et al., 2021). Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την παραδοχή, ότι η τηλεργασία αναμένεται να γνωρίσει ακόμα μεγαλύτερη απήχηση στον εργασιακό κόσμο τα αμέσως επόμενα χρόνια, δημιούργησαν την ανάγκη για την κατασκευή ενός πλαισίου, που θα διασφαλίζει, ότι τόσο οι εργοδότες, οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποι αυτών, όσο και οι τοπικές κυβερνήσεις θα μπορούν να προβούν σε αποτελεσματική και ασφαλή αξιοποίηση της τηλεργασίας στο παρόν και στο μέλλον.
Ως ενεργό μέλος της «Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και λόγω του ειδικού μου ενδιαφέροντος ως ψυχίατρου, αυτή την περίοδο έχω τη χαρά και την τιμή να συμμετέχω στη συν-διαμόρφωση του περιεχομένου της έκθεσης «Mental Health in the Digital World of Work». Η συγκεκριμένη έκθεση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας που καταβάλει η ΕΕ, έτσι ώστε να διαμορφώσει μία καινοτόμο «Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Ψυχική Υγεία», ενώ ταυτόχρονα φιλοδοξεί να αποτελέσει το έναυσμα για μία Ευρωπαϊκή Οδηγία σχετικά με τους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους και την ευημερία στην εργασία.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται κομβικής σημασίας παράγοντες όπως το άγχος, η κατάθλιψη και η επαγγελματική εξουθένωση να αναγνωριστούν ως «επαγγελματικές ασθένειες σχετιζόμενες με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία». Παράλληλα, καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες, έτσι ώστε κι άλλες σχετικές υπηρεσίες της ΕΕ, όπως ο «Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία», να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, αφού βασικός σκοπός είναι η παράμετρος της ψυχικής υγείας να διαπερνά από εδώ και στο εξής τον σχεδιασμό κάθε δημόσιας πολιτικής, από το επίπεδο της εκπαίδευσης και της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έως το επίπεδο της απασχόλησης, της στέγασης, των μεταφορών, του περιβάλλοντος και της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το ειδικό ενημερωτικό σημείωμα «Health and Safe Telework», που εξέδωσαν το 2021 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO), καθίσταται σαφές ότι η αποτελεσματική εφαρμογή της τηλεργασίας ενέχει ορισμένες προϋποθέσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, κρίνεται αναγκαία, μεταξύ άλλων, η διασφάλιση όχι μόνο του απαραίτητου υλικοτεχνικού εξοπλισμού προς τους τηλεργαζομένους και η εκπαίδευση στην ορθή χρήση του, αλλά και η παροχή συμβουλών και εγκεκριμένων εφαρμογών που θα τους βοηθούν να οριοθετήσουν καλύτερα το χρόνο τους. Συγχρόνως, θεωρείται σημαντικό κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ εργοδοτών – εργαζομένων και συναδέλφων να συγκαταλέγεται ενός του ωραρίου εργασίας, προκειμένου να αποφεύγονται οι δυσκολίες στη συνεννόηση και να διασφαλίζεται το «δικαίωμα στην αποσύνδεση» έναντι της δυνητικής επαγγελματικής εξουθένωσης.
Την ίδια στιγμή, όπως υποστηρίζει η αναφορά, το γεγονός ότι οι τηλεργαζόμενοι βρίσκονται σε εξ’ αποστάσεως εργασία δεν θα πρέπει μεταβάλει το δικαίωμα της συμμετοχής τους σε μικτές ομάδες εργασίας, στον διαμοιρασμό αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, στη λήψη αποφάσεων, καθώς και τη δυνατότητά τους να λάβουν νόμιμη άδεια ανάπαυσης από την εργασία τους. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να παρέχονται στους τηλεργαζόμενους ευκαιρίες συμμετοχής σε προγράμματα ευαισθητοποίησης, ψυχο-εκπαίδευσης και συμβουλευτικής τόσο εντός όσο και εκτός του φορέα τους, με σκοπό την καλλιέργεια δυνατοτήτων αναγνώρισης και διαχείρισης σημαντικών ψυχοκοινωνικών κινδύνων, όπως ο εκφοβισμός και η παρενόχληση στον ψηφιακό κόσμο της εργασίας.
Ολοκληρώνοντας, βασικός στόχος των πρωτοβουλιών και των συστάσεων που προαναφέρθηκαν είναι η βέλτιστη επίτευξη της ψηφιακής μετάβασης εντός των Ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, με όρους βιωσιμότητας και υπό συνθήκες που θα προάγουν την ψυχική υγεία και την ευημερία των εργαζομένων.
* Στέλιος Κυμπουρόπουλος, Ευρωβουλευτής ΝΔ, Ψυχίατρος, MD, MSc
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr