Πολύ πριν επισκεφθεί τη χώρα μας για πρώτη φορά, η 48χρονη Τατιάνα την είχε αγαπήσει: ως παιδί είχε μαγευτεί από τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 διεκδίκησε μια υποτροφία από το ΙΚΥ, την πήρε και σπούδασε ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στην Αθήνα. Εργαζόταν ως δασκάλα ελληνικών σε λύκειο του Κιέβου. Εκεί τη βρήκε το ξέσπασμα του πολέμου. Τα παιδιά της, ο 21χρονος Μπογκντάν («δώρο Θεού σημαίνει, δηλαδή το δικό σας “Θεόδωρος”», λέει) και η 22χρονη Βερονίκα («Νίκα τη φωνάζω, για να μου θυμίζει το ελληνικό όνομα Νίκη και το υπέροχο άγαλμα της θεάς που αντίκρισα στο Μουσείο Ακρόπολης»), αποφάσισαν να μείνουν και να βοηθήσουν όσο μπορούν στα μετόπισθεν, προσφέροντας εθελοντική εργασία. Πίεσαν πολύ τη μητέρα τους μέχρι να την πείσουν να φύγει από τη χώρα, για να είναι ασφαλής. Της ζήτησαν, όμως, να πάρει μαζί της ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: το σκυλάκι τους.
Ετσι ο Πάμπλο, το τσιουάουα της οικογένειας, πέρασε μαζί της στη Ρουμανία, από εκεί στη Βουλγαρία και μετά στην Ελλάδα, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και, τελικά, στη δομή προσφύγων Σερρών. «Ηταν πολύ δύσκολο ταξίδι. Σκεφτόμουν τα παιδιά μου που έμειναν πίσω· το σπίτι τους καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και τώρα ζουν σε καταφύγιο. Εκλαιγα σε όλη τη διαδρομή, έκλαιγε και ο Πάμπλο μαζί μου. Τα ζώα συναισθάνονται τον πόνο μας, το ξέρω», λέει η Τατιάνα. Υπήρχε περίπτωση να φύγει χωρίς το κατοικίδιό τους; «Οχι, είναι μέλος της οικογένειάς μας· όπου είμαστε εμείς, θα είναι κι εκείνος. Φτάνει να μας αξιώσει ο Θεός να ξανασμίξουμε…».
Το χαριτωμένο τσιουάουα δεν είναι το μοναδικό ζώο που φιλοξενείται στη συγκεκριμένη δομή. Αλλες δύο Ουκρανές βρίσκονται εκεί με τα ζωάκια τους: η Νατάσα με τον σκύλο της και η Μαρίνα με τις τρεις γάτες της. Είναι απίστευτο πώς κατάφερε να διανύσει μια τόσο μεγάλη διαδρομή με τρία κλουβάκια. «Είχε ένα καροτσάκι, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για τα μωρά και έτσι τα μετέφερε», μου εξηγεί η διοικήτρια της δομής προσφύγων Σερρών, Δήμητρα Παναγιωτάκη, η οποία παραδέχεται ότι μέχρι τώρα ήταν αρνητική στο να υπάρχουν ζώα συντροφιάς στα σπιτάκια των προσφύγων και μεταναστών. «Σχεδόν όλοι οι αιτούντες άσυλο φεύγουν για τη Γερμανία σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα και δεν ήθελα να χρησιμοποιούνται τα γατάκια ή τα σκυλάκια ως παιχνίδια, για λίγους μήνες, και μετά να μένουν πίσω και να γίνονται ξανά αδέσποτα. Τώρα, όμως, οι συνθήκες είναι διαφορετικές».
Συγκινητικές εικόνες
Πράγματι, τώρα οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Για πρώτη φορά, ίσως, στη διάρκεια μιας πολεμικής σύρραξης βλέπουμε τόσο πολλούς τετράποδους πρόσφυγες. Ενα εντυπωσιακό ποσοστό των περίπου 3,5 εκατομμυρίων Ουκρανών οι οποίοι, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους μετά τη ρωσική εισβολή, έχει πάρει μαζί του τα ζώα του. Γυναίκες κουβαλούν σε μάρσιπους τις γάτες τους μαζί με τα μωρά τους. Αντρες μεταφέρουν στην πλάτη τους τα ηλικιωμένα σκυλιά τους που δεν έχουν τις δυνάμεις να περπατήσουν άλλο. Παιδιά κρατούν στην αγκαλιά τους τα κουνελάκια τους. Δεν είναι άξιο απορίας, όμως. Οσοι μοιράζονται τη ζωή τους με ένα κατοικίδιο το ξέρουν καλά: ο χρόνος, ο σεβασμός, η αγάπη που προσφέρουμε ο ένας στον άλλον είναι ανεκτίμητα. Και η ευθύνη που έχουμε απέναντι σε ένα ζώο το οποίο έχουμε υιοθετήσει είναι ισόβια.
«Εκλαιγα σε όλη τη διαδρομή, έκλαιγε και ο Πάμπλο μαζί μου. Τα ζώα συναισθάνονται τον πόνο μας, το ξέρω», λέει η Τατιάνα.
Στη δομή προσφύγων Ελευσίνας, η 20χρονη Ινα τακτοποιεί το δωμάτιο που μοιράζεται με τον 28χρονο σύζυγό της, Ιγκόρ. Πάνω στο κρεβάτι, πίσω από το πάπλωμα, ένα υπέροχο τριχωτό μουτράκι ξεπροβάλλει. Είναι η Σάρα, η γάτα τους, που τους ακολούθησε στο μακρύ ταξίδι τους προς την Ελλάδα από την πόλη τους, το Ζιτόμιρ, στη βορειοδυτική Ουκρανία. Ο Ιγκόρ και η Ινα είναι κωφάλαλοι. Δυο διερμηνείς της νοηματικής γλώσσας, οι οποίοι για καλή μου τύχη βρίσκονται στη δομή την ημέρα του ρεπορτάζ, μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε.
Μαθαίνω, λοιπόν, ότι υιοθέτησαν τη Σάρα πριν από τρία χρόνια και ότι είναι ζώο ήρεμο, τρυφερό και πολύ κοινωνικό. Ελάχιστα διαμαρτυρήθηκε στο ταξίδι, περισσότερο δυσκολεύτηκαν να τη βάλουν στο κλουβάκι της. Εχει ήδη εξερευνήσει όλους τους χώρους και δείχνει αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στη νέα της καθημερινότητα. Σκέφτηκαν ποτέ να την αφήσουν πίσω; «Ποτέ! Και όχι μόνο γιατί ο πρόεδρός μας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προέτρεψε όσους θα φεύγαμε από τα σπίτια μας να πάρουμε και τα ζώα μας μαζί, αλλά γιατί τη λατρεύουμε», απαντάει αμέσως και με εμφανή συγκίνηση ο Ιγκόρ. Επειτα ρίχνει μια τρυφερή ματιά πρώτα στην Ινα και μετά στη Σάρα, που έχει «κουρνιάσει» στην αγκαλιά της, και ακουμπάει την παλάμη του στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς.
Δύσκολη εξίσωση
Η παρουσία ζώων συντροφιάς στις δομές προσωρινής υποδοχής και φιλοξενίας αιτούντων άσυλο είναι μια δύσκολη… εξίσωση. Με δεδομένο ότι γενικό θεσμικό πλαίσιο αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει (είχε δρομολογηθεί ένα πρόγραμμα αλλά λόγω του πολέμου στην Ουκρανία η υλοποίησή του έχει καθυστερήσει), μόνο η δομή Βαγιοχωρίου, στον νομό Θεσσαλονίκης, φαίνεται να έχει βρει ένα modus vivendi: είναι η μοναδική «animal friendly» στην Ελλάδα, έχοντας τη γνώση, την εμπειρία, τους (πρόθυμους) εργαζομένους και τις αναγκαίες υποδομές. Και, όπως δηλώνει στην «Κ» ο διοικητής της, Γιώργος Τσαούσης, οι άνθρωποί του και ο ίδιος είναι έτοιμοι να υποδεχτούν πρόσφυγες από την Ουκρανία με τα ζώα τους. «Οι πολίτες της Ουκρανίας έχασαν τα πάντα μέσα σε λίγες ημέρες και δεν μπορούμε παρά να συγκινούμαστε βλέποντας τις ηρωικές προσπάθειές τους να σώσουν όχι μόνο τις οικογένειές τους αλλά και τα κατοικίδιά τους. Μας δίνουν μαθήματα θάρρους, αυταπάρνησης, ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης».
To «δώρο» των ζώων
«Τι προσφέρει ένα κατοικίδιο στη ζωή μιας οικογένειας προσφύγων;» ρωτώ τον κ. Τσαούση. «Οπως έχει δείξει η εμπειρία μας, σε πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι που βίωσαν πολέμους, μακρά και επώδυνα ταξίδια, αλλά και απώλειες προσφιλών τους προσώπων βρήκαν σε ένα ζώο παρηγοριά, ακόμη και την ευτυχία!». Με δεδομένο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την έκβασή του, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας το πρώτο «δώρο» των ζώων, την παρηγοριά. Μου το λένε, άλλωστε, η Ινα και ο Ιγκόρ λίγο πριν φύγω από τη δομή προσφύγων Ελευσίνας. «Εχοντας τη Σάρα μαζί μας, είναι σαν να έχουμε πάρει κι ένα κομμάτι από το σπίτι μας, αυτό που δεν ξέρουμε αν υπάρχει πια και αν θα το δούμε ποτέ ξανά…».