Υποψήφιοι και οι γονείς τους θα βρεθούν στον λαβύρινθο των συντελεστών βαρύτητας που όρισαν τα τμήματα ΑΕΙ για καθένα από τα τέσσερα μαθήματα στα οποία θα εξεταστούν οι μαθητές για το εισιτήριο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό θα είναι το τοπίο όταν θα ανακοινωθούν, το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου, οι βαθμοί των υποψηφίων. Το σύνολο των 461 τμημάτων όρισε συνολικά 5.611 συντελεστές, χωρίς τους συντελεστές των ειδικών μαθημάτων, για να υπολογιστούν τα μόρια των υποψηφίων Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων, καθιστώντας το σύστημα υπολογισμού των μονάδων εξαιρετικά πολύπλοκο. Πρόκειται για θέμα που θα προκαλέσει απίθανες καραμπόλες στο μηχανογραφικό δελτίο των υποψηφίων, «τινάζοντας στον αέρα» μία διαδικασία, οι βασικές πτυχές της οποίας δεν έχουν αλλάξει από τότε που ανετράπη η μεταρρύθμιση του Γεράσιμου Αρσένη. Παράπλευρη «απώλεια» είναι ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η πρόβλεψη των βάσεων εισαγωγής, η οποία γίνεται κάθε χρόνο από εξειδικευμένους μαθηματικούς, αλλά και από γονείς. Μία ακόμη ιδιαιτερότητα είναι πως οι φετινοί υποψήφιοι έχουν περάσει και τις τρεις τάξεις του λυκείου με συνθήκες πανδημίας και θα εξεταστούν σε αυξημένη ύλη σε σχέση με το 2020 και το 2021.
Ειδικότερα, από τις Πανελλαδικές του 2022 αλλάζει το σύστημα συντελεστών βαρύτητας καθενός από τα τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα για τον υπολογισμό των μονάδων. Εως και τo 2021 σε κάθε επιστημονικό πεδίο υπήρχαν δύο μαθήματα βαρύτητας, οι βαθμοί στα οποία πολλαπλασιάζονταν με 1,3 και 0,7, ενώ στα άλλα δύο δεν υπήρχαν συντελεστές. Για τις Πανελλαδικές του 2022 τα τμήματα έχουν ορίσει τους δικούς τους συντελεστές σε κάθε μάθημα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ακόμη και ανάμεσα σε τμήματα και σχολές με ίδιο αντικείμενο. Ετσι, δεν αποκλείεται ένας υποψήφιος να συγκεντρώσει διαφορετικές μονάδες για κάθε ένα από τα τμήματα που θα δηλώσει στο μηχανογραφικό του δελτίο. Με βάση την επεξεργασία των δεδομένων από τις αποφάσεις των ΑΕΙ, την οποία έκανε ο μαθηματικός – αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης, προκύπτουν ενδεικτικά τα ακόλουθα:
• Η Νομική Αθηνών έχει ορίσει η βαθμολογία σε κάθε μάθημα (Αρχαία, Γλώσσα, Ιστορία, Λατινικά) να μετράει κατά 25% (δηλαδή δεν δίνει βάρος στον βαθμό κάποιου μαθήματος) αλλά η Νομική του ΑΠΘ έχει δώσει από 30% σε Γλώσσα και Αρχαία και από 20% σε Ιστορία και Λατινικά.
• Από 25% σε κάθε μάθημα επέλεξε να δώσει η Οδοντιατρική ΕΚΠΑ, ωστόσο η Οδοντιατρική ΑΠΘ έχει ορίσει 20% για τη Γλώσσα, από 25% για Φυσική και Χημεία και 30% στη Βιολογία.
• Το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΟΠΑ έχει ορίσει από 25% σε Γλώσσα, Μαθηματικά, Πληροφορική, Οικονομία, αλλά το αντίστοιχο της Θράκης έχει ορίσει 20% για τη Γλώσσα, 28% για τα Μαθηματικά, 20% για την Πληροφορική, 32% για την Οικονομία.
Τα 461 τμήματα όρισαν συνολικά 5.611 συντελεστές βαρύτητας, χωρίς αυτούς των ειδικών μαθημάτων, καθιστώντας το σύστημα υπολογισμού των μονάδων εξαιρετικά πολύπλοκο.
• Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ΕΜΠ, οι εννέα σχολές του οποίου είναι περιζήτητες και, λόγω έδρας τους, υπάρχουν υποψήφιοι που τις δηλώνουν όλες. Ετσι, για καθεμιά θα έχουν διαφορετικά μόρια.
• Διαφοροποιήσεις υπάρχουν και σε συγγενή τμήματα στο ίδιο ΑΕΙ. Για παράδειγμα, διαφορετικούς συντελεστές σε Αρχαία, Γλώσσα, Ιστορία και Λατινικά όρισαν τα τμήματα της Φιλολογίας και της Ιστορίας – Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ. Το ίδιο συνέβη και με τα τμήματα της Θεολογίας και της Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας του ΕΚΠΑ.
• Ακόμη πιο περίπλοκη θα αποδειχθεί η κατάσταση σε ομοειδή τμήματα του ίδιου επιστημονικού πεδίου. Ενδεικτικά, η πλειονότητα των υποψηφίων στο 1ο πεδίο (ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών) δηλώνει όλα τα συναφή τμήματα (Φιλολογίας, Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Φιλοσοφίας, τα Παιδαγωγικά, Ψυχολογίες) στα ΑΕΙ. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι διαφοροποιήσεις θα γίνουν ανά τμήμα και ανά ίδρυμα.
• Διαφορετικές μονάδες θα έχουν υποψήφιοι που θα διεκδικήσουν μία θέση σε ένα τμήμα από διαφορετικό επιστημονικό πεδίο. Ενδεικτικά, τα τμήματα Χημείας περιλαμβάνονται στο 2ο και το 3ο πεδίο και οι υποψήφιοι των δύο πεδίων θα έχουν διαφορετικές μονάδες.
Η επιλογή να ορίσουν τα τμήματα τους συντελεστές για κάθε μάθημα είναι στο πλαίσιο της αυτονομίας που θεωρεί το υπουργείο Παιδείας ότι πρέπει να έχουν τα ΑΕΙ ως προς την επιλογή των φοιτητών τους. Ωστόσο, πρόκειται για… ημιαυτονομία, αφού το υπουργείο αποφάσισε ότι τα τμήματα δεν μπορούν να ορίσουν συντελεστή κάτω του 20%. Μάλιστα, στις λίγες περιπτώσεις που τμήματα δεν όρισαν συντελεστές βαρύτητας ανά μάθημα, το υπουργείο Παιδείας όρισε 25% για καθένα από τα τέσσερα μαθήματα. Τέλος, όπως αναφέρει ο κ. Στρατηγάκης, μία σημαντική αλλαγή που φέρνει το νέο σύστημα είναι πως πολλά τμήματα όρισαν για τη Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία υψηλό συντελεστή, δηλαδή ο βαθμός σε αυτό να μετράει πάνω από 30% στο σύνολο των μονάδων που θα συγκεντρώσει ο υποψήφιος για να διεκδικήσει μία θέση σε αυτά τα τμήματα.
Εξεταστέα ύλη
Συμπληρώθηκαν δύο χρόνια πανδημίας. Οι υποψήφιοι των φετινών Πανελλαδικών έχασαν το τελευταίο τρίμηνο όταν ήταν μαθητές της Α΄ Λυκείου, το 2020. Στη Β΄ Λυκείου έκαναν έξι μήνες τηλεκπαίδευση. Προαγωγικές εξετάσεις δεν έδωσαν καμία από τις δύο χρονιές, συνεπώς δεν έχουν σχετική εμπειρία. Τελευταία φορά που μετείχαν σε εξετάσεις ήταν όταν φοιτούσαν στη Γ΄ Γυμνασίου, σε τέσσερα μαθήματα. «Στη Γ΄ Λυκείου τα σχολεία ήταν ανοιχτά, αλλά τα self tests βρίσκονταν στην καθημερινότητά τους. Πολλά παιδιά αρρώστησαν και έχασαν μία εβδομάδα μάθημα, λόγω καραντίνας. Αλλά και καθηγητές αρρώστησαν, με αποτέλεσμα να προκύψουν κενές ώρες. Ολα αυτά κάνουν τη μελέτη πολύ πιο δύσκολη από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια», λέει στην «Κ» ο κ. Στρατηγάκης. Μάλιστα, η εξεταστέα ύλη είναι μεγαλύτερη κατά περίπου 30% σχεδόν σε όλα τα μαθήματα, αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε –λόγω τηλεκπαίδευσης– αποφασιστεί μείωσή της. Τα Λατινικά είναι το νέο μάθημα στο οποίο θα εξεταστούν οι υποψήφιοι των ανθρωπιστικών σπουδών, με το εισαγωγικό κεφάλαιο να αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο των υποψηφίων, λόγω των πολλών ονομάτων. Σύμφωνα με τον κ. Στρατηγάκη, «τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από κάθε άλλη χρονιά για τους υποψηφίους, που κουβαλούν τα μαθησιακά κενά που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας. Ευτυχώς η ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν επηρεάζεται από τις επιδόσεις των υποψηφίων, καθώς είναι ποσοστό του μέσου όρου που έγραψαν».