H δολοφονία του Γιάννη Σκαφτούρου τη Δευτέρα του Πάσχα στο εξοχικό του στα Σκούρτα Βοιωτίας ήταν ο τελευταίος κρίκος στη μακρά αλυσίδα δολοφονιών που έχουν συσχετιστεί με το «μεγάλο ξεκαθάρισμα στη νύχτα» και μετράει πάνω από 20 συμβόλαια θανάτου την τελευταία πενταετία. Επεσε νεκρός μέσα σε καταιγισμό πυρών στις 12 το μεσημέρι, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού μαζί με τις κόρες του, τα εγγόνια του και άλλα πρόσωπα από το στενό συγγενικό του περιβάλλον, όχι όμως και με τα μέλη της προσωπικής φρουράς που φέρεται να διέθετε, φοβούμενος πιθανή επίθεση εναντίον του.
Ο 55χρονος εξάλλου είχε μακρά διαδρομή στην παρανομία, με το βιογραφικό του να περιλαμβάνει εκβιασμούς, βομβιστικές επιθέσεις, κατηγορίες για απαγωγές και ανθρωποκτονία, ενώ θεωρούνταν συνεργός του επίσης δολοφονημένου Βασίλη Στεφανάκου και του έγκλειστου Παναγιώτη Βλαστού. Από κοινού φέρονται ότι συγκροτούσαν μία από τις πιο ισχυρές ομάδες της νύχτας, με τον κύκλο των δραστηριοτήτων τους να επεκτείνεται κατά πληροφορίες, που πάντως δεν επιβεβαιώθηκαν με τον σχηματισμό δικογραφιών από τις Αρχές, σε θέματα λαθρεμπορίου καυσίμου, τσιγάρων κ.ά.
Ο θείος Τζο, όπως ήταν το ψευδώνυμο του Γιάννη Σκαφτούρου, δέχτηκε πάνω από δεκαπέντε σφαίρες από καλάσνικοφ, τις περισσότερες στο στήθος και στην κοιλιά, καθώς και τρεις βολές στο κεφάλι με πιστόλι. Οσοι παρακολουθούν με συνέπεια τις εξελίξεις στον κόσμο της νύχτας και της παρανομίας στέκονται στο γεγονός ότι οι δράστες έδρασαν τη στιγμή που οι σωματοφύλακές του απουσίαζαν από το σπίτι, καθώς λόγω της ημέρας και κατόπιν εντολής του Σκαφτούρου θα έπιαναν δουλειά μετά τις 4 μ.μ. «Τα κάστρα πέφτουν από μέσα», σχολιάζουν, υπονοώντας ότι κάποιο ή κάποια άτομα από τον στενό του κύκλο μετέφεραν την πληροφορία ότι το πρωινό της Δευτέρας ο 55χρονος θα ήταν ανυπεράσπιστος. Δεν θα είναι η πρώτη φορά εξάλλου που κάτι παρόμοιο συμβαίνει στον πόλεμο της νύχτας, μια και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι και πίσω από τη δολοφονία του Βασίλη Στεφανάκου, το 2018 στο Χαϊδάρι, ρόλο-κλειδί διαδραμάτισε πρόσωπο από το στενό περιβάλλον του. Αστυνομικές πηγές πάντως αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο οι δράστες να μην είχαν προνομιακή ενημέρωση, αλλά να παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Σκαφτούρου και να έδρασαν το πρωινό της Δευτέρας διαπιστώνοντας ότι τα μέλη της φρουράς του απουσιάζουν.
Το σχέδιο δολοφονίας έφεραν εις πέρας τουλάχιστον τέσσερα άτομα που επέβαιναν σε δύο μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού. Οι τρεις από αυτούς πήδηξαν τον εξωτερικό μαντρότοιχο και αφού πλησίασαν τα άτομα που βρίσκονταν στον κήπο άνοιξαν πυρ στοχεύοντας τον 55χρονο. Συγγενείς του που μίλησαν δημόσια περιέγραψαν ότι οι εκτελεστές φώναξαν προς το μέρος τους «πέστε κάτω» πριν κινηθούν προς τον Σκαφτούρο καλώντας τον με το όνομά του, «Γιάννη, Γιάννη», προφανώς για να βεβαιωθούν ότι επρόκειτο για το άτομο που είχαν διαταχθεί να δολοφονήσουν. Οι μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι οι δράστες ήταν αλλοδαποί, πιθανόν Αλβανοί.
Και αν το σχέδιό τους να προσεγγίσουν και να εξουδετερώσουν τον στόχο τους στέφτηκε με επιτυχία, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει το ίδιο και για τη διαφυγή τους, παρά το γεγονός ότι κατάφεραν να αποφύγουν τη σύλληψη. Και αυτό διότι έκαναν μια σειρά από επιχειρησιακά λάθη που ενδεχομένως να οδηγήσουν τις διωκτικές αρχές στα ίχνη τους. Η μία από τις μηχανές, που είχε κλαπεί το 2019 από τον Ασπρόπυργο, υπέστη βλάβη και αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Στη συνέχεια ακινητοποίησαν έναν διερχόμενο κτηνοτρόφο, που μάλιστα έχει συγγενική σχέση με τον Σκαφτούρο, και με την απειλή των καλάσνικοφ τον υποχρέωσαν να κατέβει από το αγροτικό του. Ωστόσο, λόγω λανθασμένου χειρισμού έπεσαν σε χαντάκι και τελικά διέφυγαν πεζή από το σημείο.
Η εκτέλεσή του, Δευτέρα του Πάσχα, στο εξοχικό του στα Σκούρτα Βοιωτίας ήταν ο τελευταίος κρίκος στη μακρά αλυσίδα φόνων που μετράει πάνω από 20 συμβόλαια θανάτου την τελευταία πενταετία.
Τόσο η μηχανή όσο και το αυτοκίνητο μεταφέρθηκαν στα εγκληματολογικά εργαστήρια σε αναζήτηση δακτυλικών αποτυπωμάτων και DNA των δραστών, ενώ στην ευρύτερη περιοχή έγιναν έρευνες από εναέρια μέσα της ΕΛ.ΑΣ. και ομάδες της ΕΚΑΜ για τον εντοπισμό τους, που πάντως δεν απέδωσαν καρπούς. Η πληροφορία ότι παρελήφθησαν από αυτοκίνητο που οδηγούσαν συνεργοί τους δεν έχει πλήρως επιβεβαιωθεί.
Η κλεμμένη Triumph
Αρμόδιες πηγές παρατηρούν ότι οι εκτελεστές δεν έκλεψαν μια μηχανή λίγες ώρες πριν από τον φόνο –όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν–, αλλά επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν μοτοσικλέτα που είχαν στην κατοχή τους ήδη από το 2019. «Είναι πιθανόν», αναφέρουν χαρακτηριστικά, «η Αστυνομία να οδηγηθεί στα ίχνη τους ερευνώντας την προ τριετίας κλοπή της Triumph (σ.σ. η μάρκα της μοτοσικλέτας)».
Οι αστυνομικοί και όσοι παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς όσα συμβαίνουν στον κόσμο της παρανομίας δεν θεωρούν πιθανό το κίνητρο της δολοφονίας να κρύβεται σε δραστηριότητες που ανέπτυξε ο Σκαφτούρος μετά την αποφυλάκισή του, το 2018, ούτε όμως και σε έχθρες που είχε αναπτύξει μέσα στη φυλακή. Οπως για παράδειγμα αυτή με Αλβανούς κρατουμένους, οι οποίοι λίγο πριν από την αποφυλάκισή του είχαν αποπειραθεί να τον δολοφονήσουν τραυματίζοντάς τον στο πόδι. Αντίθετα αποδίδουν το εις βάρος του συμβόλαιο στη εν εξελίξει μάχη για την επικυριαρχία στον χώρο της νύχτας και πιο συγκεκριμένα στην προσπάθεια της μίας από τις εναπομείνασες ομάδες να εξαλείψει τον ανταγωνισμό, εξοντώνοντας τους αντιπάλους και μάλιστα με τρόπο που το μήνυμα ισχύος να είναι εύληπτο.
Εξάλλου, στον κόσμο της παρανομίας είχαν διακινηθεί πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Σκαφτούρος βρισκόταν πίσω από ορισμένα συμβόλαια θανάτου εις βάρος των αντιπάλων του. Ανεξάρτητα από το εάν οι συγκεκριμένες πληροφορίες ευσταθούν ή όχι, φέρεται να λειτούργησαν ως επιταχυντές των εξελίξεων.