«Καλώς ορίσατε. Είμαι ο Δημήτρης Ρεπούλιος, γιος του Θοδωρή του Σαγγελέα, με το παρανόμι Ρεμέγκος. Ελάτε να πλοηγηθούμε μαζί στην ιστορία του χωριού Λιαπάδες της Κέρκυρας, που αποδεικνύεται συναρπαστική». Με την αμεσότητα και τη θέρμη αυτού που υποδέχεται έναν ξένο στο χωριό του, ο 83χρονος Δημήτρης Ρεπούλιος καλωσορίζει το κοινό στη σελίδα που έχει δημιουργήσει στο Facebook με τίτλο LiapadesHistory.gr, όπου αναρτά το αποτέλεσμα χρόνων έρευνας γύρω από το αγαπημένο του χωριό, τους Λιαπάδες.
Γέννημα θρέμμα Λιαπαδίτης και «εραστής» του τόπου του, ο κ. Δημήτρης είχε αρχίσει ήδη από το 1975 να κρατά σημειώσεις καταγράφοντας την ιστορία και τη λαογραφία του χωριού Λιαπάδες, καθώς και τις γλωσσολογικές του ιδιαιτερότητες. Είχε άλλωστε και το «μικρόβιο»: από το ’73 έως το ’08 ο κ. Ρεπούλιος εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Εξοικειωμένος με την έρευνα, μαθημένος στη διασταύρωση των πληροφοριών, δεν του ήταν δύσκολο να διατηρεί αξιόπιστο αρχείο με κάθε είδους χρήσιμα στοιχεία. «Ομως ήταν όταν πήρα σύνταξη, το ’08, που το πήρα πιο ζεστά το θέμα», λέει στην «Κ» ένα απόγευμα μετά τη μεσημεριανή του σιέστα, πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό του τα τελευταία χρόνια από τότε που με τη γυναίκα του μετακόμισαν μόνιμα από τη συνοικία της Δάφνης στην Αθήνα στους Λιαπάδες. Αλίμονο αν και στη σύνταξη δεν μπορεί να απολαύσει κανείς τέτοιες μικρές χαρές. Ο Δημήτρης Ρεπούλιος βέβαια δεν είναι και ο πιο… τυπικός συνταξιούχος. Ξεφτέρι στα ψηφιακά εργαλεία, «είμαι πολύ φίλος του gov.gr» λέει, δεινός χρήστης του Ιντερνετ, έχει ανεβάσει όλο το υλικό online. «Τα έχω “κρεμασμένα” στο google drive», λέει χρησιμοποιώντας πολύ σύγχρονη ψηφιακή αργκό.
«Πρέπει να μη χαθεί η πληροφορία για το πώς γίνονταν τα πράγματα παλιότερα», λέει στην «Κ» ο 83χρονος Δημήτρης Ρεπούλιος.
Τελευταία έφτιαξε και τη σελίδα στο Facebook. «Αυτό που με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα εμένα, είναι η δουλειά μου να διαδοθεί. Οταν κάποιος μου είπε να μην την έχω “εκτεθειμένη” στο Facebook σε κοινή θέα, του απάντησα ότι αυτό ακριβώς είναι αυτό που θέλω. Να τη δουν κι άλλοι, να πάρουν το know how. Να κάνουν το ίδιο και για τα δικά τους χωριά. Για μένα είναι σαφές –συνεχίζει–, είναι χρέος μας να αφήσουμε κάποια πράγματα παρακαταθήκη στις νέες γενιές. Πρέπει να μη χαθεί η πληροφορία για το πώς γίνονταν τα πράγματα παλιότερα, ότι παλιά ας πούμε χτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες όταν χανόταν κάποιος άνθρωπος, δεν κολλάγαμε χαρτάκια στις κολόνες».
Να κάθεσαι με τις ώρες να διαβάζεις αναρτήσεις. Για το πώς έφτασε το εκκρεμές ρολόι στην εκκλησιά. Για το πώς σήμερα το επώνυμο Παπαδόπουλος είναι υπό εξαφάνιση, «μετά τον θάνατο του Νικόλα του Τζίνου». Για το «Bar Restaurant» του Πατάτα στη Γιόφυρα, που λειτουργούσε για εκλεκτούς πελάτες. Για τότε που τα φρούτα και λαχανικά ήταν η περιουσία του καθενός. «Οταν ερουμένανε τα σύκα ή τα άλλα φρούτα, η οικογένεια τα φύλαε με μούδες, για να μη τση τα φάνε. Είτε εκάνανε κατοικιά εκεί, είτε τα προσέχανε σε καθημερινή βάση. Οι αμούρες από τσου βάτους, τα σκάμνα, τα παυλόσυκα και ό,τι άλλο έδινε η μάνα γης, ήτανε καλόδεχτο. Πολλές γυναίκες επερνούσανε όπως όπως, με δύο κραμπόφυλλα και λίγους ζεγκούνους κοκαλιστούς. Και επειδής όλα τα πράματα κάνουνε τον κύκλο τους, να βοηθήσει ο Θεός να μην αντιμετωπίσει σύντομα η κοινωνία μας παρόμοια συμβάντα», γράφει ο Δημήτρης Ρεπούλιος, γιος του Θοδωρή του Σαγγελέα, με το παρανόμι Ρεμέγκος.