Ενιωθε ότι της είχαν κοπεί τα πόδια. Λες και έπρεπε να ανέβει ένα βουνό, έτσι φάνταζε μπροστά της η διαδρομή μέχρι να σταθεί ενώπιον δικαστών και ενόρκων. Τον περασμένο Απρίλιο είχε φτάσει η ώρα να ανακαλέσει τραυματικά γεγονότα που είχαν συμβεί μια δεκαετία νωρίτερα, όταν ήταν ακόμη ανήλικη και ο προπονητής της στην ιστιοπλοΐα την κακοποιούσε σεξουαλικά. Η 23χρονη Αμαλία Προβελεγγίου θα κατέθετε κεκλεισμένων των θυρών –ήταν δική της απόφαση– σε μια αίθουσα χωρίς ακροατήριο, με τον θύτη στην πλάτη της σε απόσταση ενός μέτρου.
«Ηταν πολύ δύσκολο γιατί κάποια πράγματα έβγαιναν από το στόμα μου πρώτη φορά και στο άκουσμά τους ένιωθα πολύ άβολα. Ολα αυτά τα σκεφτόμουν χρόνια, αλλά δεν είχα μιλήσει αλλού με τόσες λεπτομέρειες», λέει. Δεν ήθελε να είναι παρόντες δημοσιογράφοι, οι οποίοι θα μοιράζονταν έπειτα με όλο τον κόσμο τη μαρτυρία της. Ούτε όμως και οι γονείς της. «Δεν ήθελα να με βλέπουν να σπάω, να κλαίω, δεν ήθελα να τους το μεταδώσω όλο αυτό. Προσπαθούσα να είμαι δυνατή και για εκείνους, γιατί ήξερα ότι αν δεν δουν εμένα να πατάω στα πόδια μου, πώς είναι δυνατόν να πατήσουν και εκείνοι; Προσπαθούσα και εγώ να είμαι καλά για όλους».
Στις 14 Ιουνίου το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών έκρινε ένοχο τον 39χρονο προπονητή για κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 13 ετών, χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς αναστολή. Με οριακή πλειοψηφία, όμως, ο 39χρονος απαλλάχθηκε από την κατηγορία του βιασμού κατ’ εξακολούθησιν. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, μία σύνεδρος και ένας ένορκος μειοψήφησαν υπέρ της ενοχής του. Την περασμένη Τετάρτη η εισαγγελέας Εφετών άσκησε έφεση για αυτό το σκέλος της απόφασης. «Είναι μια ηθική δικαίωση», λέει στην «Κ» η Αμαλία για την πρόσφατη εξέλιξη. «Δεν ξέρω πώς θα κυλήσει πλέον η διαδικασία, αλλά μου δίνει δύναμη για τη συνέχεια, είμαι έτοιμη για τον επόμενο αγώνα».
Επί μήνες, όσο η υπόθεσή της απασχολούσε έντονα την επικαιρότητα ως η πρώτη δίκη του ελληνικού #MeToo, η Αμαλία είχε επιλέξει να μη μιλήσει δημόσια. Ευκαιρίες υπήρξαν πολλές. Δημοσιογράφοι την πολιορκούσαν, συχνά με αδιάκριτες, αδηφάγες προσεγγίσεις. Η ίδια δεν αποζητούσε την προβολή. Ηθελε να γίνει πρώτα το δικαστήριο, «να παρθούν οι αποφάσεις από τους ανθρώπους που έχουν το δικαίωμα, προτού κρίνει όλος ο υπόλοιπος κόσμος». Σήμερα, με τη συνέντευξή της στην «Κ», μιλάει για πρώτη φορά. Περιγράφει πώς κύλησαν όλα αυτά τα χρόνια, πώς βρήκε το σθένος να σταθεί στο δικαστήριο, αλλά και πώς η υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου επιχείρησε να μετατοπίσει σε εκείνη το βάρος της ευθύνης, προτάσσοντας το αφήγημα ότι εκείνη προκάλεσε. Οι ασελγείς πράξεις του είχαν ξεκινήσει όταν η Αμαλία ήταν μόλις 11 ετών.
Στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που είχε παραπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο, σκιαγραφείται ένα μοτίβο χειριστικής συμπεριφοράς του προπονητή. Περιγράφεται πώς είχε προσεγγίσει πρώτα τους γονείς της Αμαλίας επιχειρώντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και πώς «ασκούσε ψυχολογική και σεξουαλική βία» στην ανήλικη μέχρι και τα 14 έτη της.
Το 2013 η Αμαλία μίλησε στους γονείς της. «Ηταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί ήξερα ότι θα στενοχωρηθούν, αλλά σκέφτηκα ότι πρέπει να φύγω από όλο αυτό», λέει. Εκείνοι απευθύνθηκαν στον ναυτικό όμιλο που απομάκρυνε τον προπονητή, αλλά και στο Τμήμα Ασφαλείας Ωρωπού. Επειτα από σχετική προτροπή που τους έγινε, για τις πιθανές ψυχολογικές επιπτώσεις που θα είχε μια ποινική διαδικασία, δεν κινήθηκαν δικαστικά. Ο κατηγορούμενος μετέβη για δύο μήνες στο Αγιον Ορος και αργότερα μετακόμισε στη Σάμο, όπου σύμφωνα με το βούλευμα συνέχισε να εργάζεται ως προπονητής, τουλάχιστον μέχρι το 2017.
Πολλά χρόνια ένιωθα ότι μπορεί να έρθει να με βρει. Μου είχε πει «όταν φτάσεις στα 18, θα έρθω να σε πάρω όπου κι αν βρίσκεσαι».
«Ενιωθα εγκλωβισμένη», λέει η Αμαλία για τα χρόνια της κακοποίησης. «Ολα τα παιδιά στο σχολείο, ακόμη και στον ιστιοπλοϊκό όμιλο προχωρούσαν, έκαναν όνειρα, σκέφτονταν την επόμενη τάξη. Τα έβλεπα και χαιρόμουν, αλλά ήξερα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Παρατηρούσα πώς ζούσαν όλοι οι υπόλοιποι και ήταν σαν να μη ζω. Ηξερα ότι πολύ συγκεκριμένα πράγματα θα συμβούν στη ζωή μου. Οτι είτε δεν θα μπορέσω να βγω από όλο αυτό και θα συνεχιστεί επ’ αόριστον, ότι κάποια στιγμή μπορεί να του σαλέψει και να μου κάνει κακό, είτε να μην υπάρχω και να τελειώσει όλο αυτό από εμένα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ παρακάτω, να πάω παρακάτω».
Αφού απομακρύνθηκε ο προπονητής της η Αμαλία προσπάθησε να εστιάσει στην ιστιοπλοΐα που τόσο αγαπούσε. Οι αγωνιστικές απαιτήσεις αυξήθηκαν, είχε επιτυχίες στην κατηγορία σκαφών Laser, η καθημερινότητά της αποκτούσε μια ροή. Υπήρξαν όμως περίοδοι που αντιμετώπιζε προβλήματα στον ύπνο, την ακολουθούσε ένα επίμονο αίσθημα ανασφάλειας, κουβαλούσε ένα ανεπούλωτο τραύμα. «Πολλά χρόνια ένιωθα ότι μπορεί να έρθει να με βρει. Μου είχε πει “όταν φτάσεις στα 18 θα έρθω να σε πάρω όπου κι αν βρίσκεσαι”. Στα 18α γενέθλιά μου, αν και είχα μεγαλώσει και είχα καταλάβει ότι αυτά τα πράγματα δεν στέκουν, ούτε που βγήκα από το σπίτι», λέει.
Οσο ήταν ανήλικη δεν της ήταν ακόμη εύκολο να συνειδητοποιήσει την πλήρη έκταση όσων είχαν συμβεί. Παρατηρώντας όμως τη μικρότερη από τις δύο αδερφές της να μεγαλώνει καταλάβαινε καλύτερα τη βαρύτητα των πράξεων του προπονητή, το πώς της είχε στερήσει αυτή την παιδική ηλικία. «Εκεί ήταν που άρχισε να με δυσκολεύει περισσότερο», λέει.
Τον Ιανουάριο του 2021, η απόφαση της Σοφίας Μπεκατώρου να μιλήσει δημόσια για την κακοποίηση που η ίδια είχε υποστεί, παρακίνησε την Αμαλία. «Κατάλαβα ότι μπορεί να είχε συμβεί και σε άλλους εκτός από εμένα», λέει. Της έστειλε ένα σύντομο μήνυμα στο Instagram, χωρίς περιγραφές ή λεπτομέρειες. «Θέλω να σου πω ότι καταλαβαίνω πάρα πολύ και την ψυχολογία και το πώς ένιωσες, γιατί έχω περάσει κάτι παρόμοιο», της έγραψε. Δεν προσδοκούσε ανταπόκριση. Η χρυσή Ολυμπιονίκης της ιστιοπλοΐας, όμως, της απάντησε άμεσα, ήθελε να της μιλήσει. «Πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο, λέω “μαμά, μπαμπά να ξέρετε μίλησα στη Σοφία”. Καταλάβανε. Ακουσα τη μαμά μου να κλαίει και να μου λέει “είμαστε μαζί σου σε ό,τι και αν αποφασίσεις, πήγαινέ το μέχρι το τέρμα”», θυμάται η Αμαλία.
Η πολιορκία των ΜΜΕ
Εκείνο το διάστημα η Σοφία Μπεκατώρου θα κατέθετε στις εισαγγελικές αρχές που ερευνούσαν υποθέσεις κακοποίησης στον χώρο του αθλητισμού, και με τη σύμφωνη γνώμη της Αμαλίας αναφέρθηκε και στη δική της περίπτωση. Ακολούθησε μια απροσδόκητη πίεση από τα ΜΜΕ. Η Αμαλία θυμάται ότι κάποιος δημοσιογράφος είχε βρει το κινητό της γιαγιάς της γιατί έχουν το ίδιο όνομα και εκείνη έντρομη της είχε πει ότι την ψάχνουν «για να μιλήσει για έναν βιασμό».
Κάποιοι καλούσαν την Αμαλία νυχθημερόν, άλλοι της έστελναν μέχρι και φωτογραφίες των παιδιών τους. Της έγραφαν ότι είναι γονείς και καταλαβαίνουν τι είχε περάσει και για αυτό πρέπει να τους εμπιστευθεί και να δώσει συνέντευξη. «Είχα πάθει σοκ», λέει η Αμαλία. Η ίδια φορτική προσέγγιση συνεχίστηκε, το κινητό της δικηγόρου της Κλειώς Παπαπαντολέων έμενε από μπαταρία από τις αλλεπάλληλες κλήσεις. Υπήρξε δημοσιογράφος που έλεγε ότι θα απολυθεί εάν δεν του μιλήσουν.
Το μήνυμα στο κινητό δέκα χρόνια μετά
Στα τέλη Ιανουαρίου 2021 τηλεοπτικά κανάλια έδωσαν βήμα στον προπονητή. Εκείνος άδραξε την ευκαιρία. Παραδέχτηκε ότι είχε σεξουαλικές επαφές με ανήλικη και έκανε λόγο για «έρωτα» και «πρόθεση γάμου». Κάτι που θα επαναλάμβανε αργότερα και στο δικαστήριο. Αυτό ήταν ένα ακόμη σοκ για την Αμαλία. Θυμάται ότι είχε προσπαθήσει να δει μια συνέντευξή του. «Απευθυνόταν στην κάμερα προς εμένα και έλεγα πώς είναι δυνατόν να λέει στον αέρα όλα αυτά τα πράγματα. Ηταν προσβλητικό, έλεγες δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορούσα να το δω όλο. Εβλεπα λίγο, σταματούσα πέντε λεπτά να ηρεμήσω και συνέχιζα», λέει. Εκείνο το διάστημα, όμως, όπως αναφέρει η ίδια, ο προπονητής της έστειλε και μήνυμα στο κινητό της. «Ενιωθα δέκα χρόνια μετά πως ό,τι κι αν γίνει μπορώ να το διαχειριστώ, ότι έχω μεγαλώσει, δεν θα τρομάξω. Βλέπω το μήνυμα και δεν χρειάστηκε να διαβάσω. Μόλις είδα από πού είναι έπαθα κρίση πανικού. Μου πέρασε από δυο προτάσεις όλο το συναίσθημα που είχα τότε και με έκανε να νιώσω πάρα πολύ ευάλωτη», λέει.
«Στο τέλος σε δικαιώνει μόνο που ξέρεις ότι είναι στη φυλακή»
Η δίκη του προπονητή είχε οριστεί να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2022. Εχοντας άγνοια από αντίστοιχες διαδικασίες η Αμαλία προσδοκούσε ότι σε μία ημέρα όλα θα τελείωναν. Η πραγματικότητα τη διέψευσε. Θυμάται την αγωνία πριν από την πρώτη συνεδρίαση, αλλά και τις υπόλοιπες που ακολούθησαν. Περιγράφει πως έρχονταν οι γονείς της στο σπίτι της από το προηγούμενο βράδυ, πως υπήρχε ένα κλίμα ότι η επομένη «ήταν από τις πιο σημαντικές μέρες της ζωής όλων». «Ηταν επώδυνο και ο ύπνος το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν ύπνος για κανέναν μας και ας μην το λέγαμε μεταξύ μας».
Πριν από κάθε συνεδρίαση η Αμαλία έφτανε στο δικαστήριο με την οικογένειά της, ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλου, μια ανθρώπινη αλυσίδα. Είχε στο πλευρό της εκπροσώπους οργανώσεων γυναικείων δικαιωμάτων, τη Σοφία Μπεκατώρου και άλλον κόσμο. Θυμάται ότι στην πρώτη της κατάθεση η έδρα του δικαστηρίου «ήθελε να το χειριστεί με αξιοπρέπεια και πολύ λεπτό τρόπο». Λέει ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου της έδωσε χρόνο, ότι ήθελαν να τους πει τι είχε συμβεί από την αρχή μέχρι το τέλος. «Υπήρχε σεβασμός, το αναγνωρίζω», λέει. Εκείνη η κατάθεση κράτησε έξι ώρες. Υπήρξαν στιγμές σε αυτή τη διαδικασία, ειδικά όταν εκτέθηκε η υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου από συνηγόρους του, που η ίδια λέει ότι ένιωσε «σκουπίδι». «Οτι εγώ “έφταιγα”. Και που ήμουν 11 χρονών, εγώ “με δόλιους τρόπους τον παραπλανούσα”. Δεν μπορούσα να το πιάσω με τη λογική και ήμουν σε σοκ. Δεν είχα την υποχρέωση να εξηγήσω τίποτα από όλα αυτά. Με έκαναν να νιώθω την ανάγκη να εξηγηθώ για πράγματα αυτονόητα. Μου λέγανε “και γιατί έκανε αυτός ό,τι έκανε;”. Εμένα ρωτάτε; Ρωτήστε εκείνον. Γιατί να μπω εγώ στο μυαλό ενός αρρώστου;» επισημαίνει.
«Υπήρξαν πάρα πολλές φορές που ένιωσα ότι όλο αυτό είναι μη διαχειρίσιμο, αλλά ότι έπρεπε να το κάνω πρώτα απ’ όλα για εμένα. Ελεγα πάμε λίγο ακόμα, μέρα με τη μέρα», λέει για τη δίκη. «Προσπαθούσαμε να σκεφτόμαστε ότι δεν μας έφεραν εδώ να απολογηθούμε, αλλά όταν γίνονται σχόλια, τους γονείς μου τους είχαν διαλύσει. Ενιωθα τόσο άσχημα. Προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια να με στηρίξουν, να είναι δίπλα μου, ό,τι μπορεί να κάνει ένας γονιός για να είναι κοντά στο παιδί του. Ηταν τόσο άδικο».
Αν και δεν το περίμενε κλήθηκε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση στο δικαστήριο. Οπως λέει, την πρώτη φορά ήταν «παγωμένη» γιατί όποτε δυσκολεύεται προσπαθεί να συγκρατεί κάθε συναίσθημα. «Στη δεύτερη κατάθεση δεν μπορούσα να το κάνω. Λέω θα πάω και ό,τι μου βγει, δεν θα κρατήσω κλάματα και ξέσπασα, ένιωθα ότι δεν άντεχα άλλο», λέει. Αναλογιζόταν την πιθανή έκβαση. «Η αποπλάνηση είναι ένα πολύ βαρύ αδίκημα και όσοι γνωρίζουν από νόμους καταλαβαίνουν ακριβώς τη βαρύτητα. Αλλά σκεφτόμουν ότι αν δεν κριθεί ένοχος και για βιασμό, τι θα μείνει; Οτι μπορεί να έγινε ό,τι έγινε, αλλά “το 11χρονο τα ’ θελε”;», τονίζει.
Ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την ενοχή του 39χρονου προπονητή για κατάχρηση σε ασέλγεια και βιασμό κατ ’ εξακολούθησιν. Εκανε λόγο για «θρασύτατες και απάνθρωπες πράξεις», για έναν άνθρωπο που καταχράστηκε την εμπιστοσύνη των γονέων της Αμαλίας, τη χειραγώγησε και ασκούσε ψυχολογική βία μέσω απειλών. Η Αμαλία λέει ότι ένιωσε ηθική ικανοποίηση με την εισαγγελική πρόταση. «Ενας άνθρωπος που έχει την κατάρτιση, που δικάζει κάθε μέρα, με πιστεύει», λέει. Η απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου στο σκέλος του βιασμού τη στενοχώρησε πολύ, αλλά προσπάθησε αργότερα να την επεξεργαστεί μέσα της. Στάθηκε στην ιδιότητα όσων μειοψήφησαν, ότι ανάμεσά τους βρίσκονται ο πρόεδρος της έδρας και μία σύνεδρος. «Σκέφτηκα ποιοι δεν ήταν υπέρ μου, οι ένορκοι που αντικατοπτρίζουν και την κοινωνία», λέει.
«Είναι δύσκολη διαδικασία, ένιωσα και εγώ πολλές φορές κατά τη διάρκεια “αξίζει όλο αυτό;”. Στο τέλος της ημέρας σε δικαιώνει μόνο που ξέρεις ότι είναι στη φυλακή. Είναι πολύ απελευθερωτικό», λέει. Σήμερα, στα 23 της χρόνια, η Αμαλία ολοκληρώνει τις σπουδές της στο τμήμα Φυσικοθεραπείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Κάποτε ήταν εγκλωβισμένη στο παρόν, τώρα σχεδιάζει το μέλλον. «Αυτός ο άνθρωπος με όσα έκανε έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα μου και δυσκολεύομαι πολύ να πω όχι, να θέσω τα όριά μου. Τώρα που έχω πάρει τα πάνω μου και έχω καταλάβει επιτέλους τι έχει συμβεί, νιώθω ότι τώρα αρχίζω και αποκτώ όρια».