Η «κοσμογονική» εμφάνιση του ΛΕΞ στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης τον έχρισε σε μία νύχτα «φωνή της γενιάς της κρίσης». Βετεράνοι του μουσικού χώρου εξηγούν στην «Κ» το φαινόμενο και τη διευρυνόμενη απήχησή του. Είναι το ραπ το νέο πολιτικό τραγούδι που μιλώντας χωρίς υπεκφυγές γίνεται και ενοποιό στοιχείο των νέων;
Είναι το ραπ το νέο πολιτικό τραγούδι;
Του Δημήτρη Ρηγόπουλου
Την Παρασκευή 13 Ιουνίου 1975 το γήπεδο του Πανιωνίου πλημμυρίζει από χιλιάδες θεατές που αποθεώνουν τον Μίκη Θεοδωράκη σε μια από τις πρώτες, συνταρακτικές μεταπολιτευτικές συναυλίες του. Λίγες ώρες νωρίτερα ο ένας από τους δύο «εθνικούς» μας μουσικοσυνθέτες έχει τιμηθεί από την Εστία της Νέας Σμύρνης, ένα μάλλον συντηρητικό πνευματικό ίδρυμα με σημείο αναφοράς τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Είναι τέτοια η (πολιτική) ορμή της εποχής, που ο κομμουνιστής Θεοδωράκης τιμάται από τους θεματοφύλακες των πατριωτικών αξιών.
Σαράντα επτά καλοκαίρια μετά, στο ίδιο γήπεδο, ο ράπερ ΛΕΞ, όνομα εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, συγκεντρώνει 25.000 φαν σε μια συναυλία που πολύ γρήγορα χαρακτηρίζεται ως «ιστορική». Φυσικά στην περίπτωση του ΛΕΞ δεν υπάρχει καμία «Εστία» να τον τιμήσει. Η συναυλία του με το ζόρι περνάει στις ατζέντες των καλλιτεχνικών σελίδων, το εισιτήριο κοστίζει 8 ευρώ, οι γείτονες προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει.
Αλλά γιατί «ιστορική» μια συναυλία ενός (έστω) αντιήρωα της εγχώριας ραπ σκηνής; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά. Οσοι έχουν πατήσει τα 40 δεν έχουν εξ ορισμού καμία επαφή με τον κόσμο της τρέχουσας ραπ. Το είδος είναι πρακτικά αποκλεισμένο από τα συμβατικά μέσα ακρόασης, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και δεν «παίζει» σχεδόν καθόλου στα mainstream μέσα ενημέρωσης, ψηφιακά και μη.
Ο νέος δίσκος του Light (ναι, του ενός από τους δύο πρωταγωνιστές στις πρόσφατες «αψιμαχίες» στα μουσικά βραβεία Mad) ανέβηκε πριν από λίγες ημέρες στο νούμερο 8 του παγκόσμιου chart του Spotify, κάτι που αν είχε συμβεί με οποιονδήποτε άλλον Ελληνα καλλιτέχνη (που όμως δεν θα ήταν σταρ της αποδιοπομπαίας τραπ) θα ισοδυναμούσε με ειδησεογραφική βόμβα πρώτου μεγέθους. Ο τραγουδοποιός Στάθης Δρογώσης το έγραψε ευθέως το βράδυ της συναυλίας της Νέας Σμύρνης στο Twitter: «Εμείς οι 45άρηδες δεν μπορούμε να καταλάβουμε πια τους νέους. O ΛΕΞ εκφράζει τη χαμένη γενιά της κρίσης, της πανδημίας και της ανασφάλειας».
Αυτή είναι η κυρίαρχη, «κεντροαριστερή» ανάγνωση εκείνης της βραδιάς: οι έντονες πολιτικοκοινωνικές αναφορές της συναυλίας (από την «παρέμβαση αλληλεγγύης» για τον αναρχικό απεργό πείνας Γιάννη Μιχαηλίδη μέχρι τον αντιπρωθυπουργικό παιάνα), ο χαμηλός ηλικιακός μέσος όρος, αλλά κυρίως ο κοινωνικά ευαίσθητος μη επιθετικός στίχος του ράπερ από τη Θεσσαλονίκη έχρισαν τον ΛΕΞ μέσα σε λίγες ώρες σε φωνή της γενιάς της κρίσης: σε φωνή των delivery boys, των εποχικών νεροκουβαλητών του ελληνικού τουριστικού θαύματος, των πιτσιρικάδων που «αράζουν» στις συνοικιακές πλατείες με μπίρα από το περίπτερο, αλλά και αυτών που πλακώνονται στα γήπεδα ή στις τελετουργικές οδομαχίες των Εξαρχείων.
Ανάμεσα στο 1975 και τον Μίκη Θεοδωράκη και στο 2022 και τον ΛΕΞ, το μόνο κοινό σημείο είναι για την ώρα ο κοινός τόπος διεξαγωγής των δύο συναυλιών. Είμαι σίγουρος ότι αρκετοί αναγνώστες βρίσκουν ακόμα και την υπόθεση εργασίας που υπονοείται εδώ βέβηλη, αν όχι τραγελαφική. Αλλά το ερώτημα παραμένει· και αξίζει να απαντηθεί. Στο μαλθακό τοπίο του ελληνικού τραγουδιού είναι το ραπ το πολιτικό τραγούδι του σήμερα;
Μουσικός εκτός χιπ χοπ, λέει ότι ο ΛΕΞ τού θυμίζει την «πλατεία των αγανακτισμένων σε ράπερ». Ωστόσο, δεν μιλάει επώνυμα γιατί φοβάται ότι θα στοχοποιηθεί.
O Τάκι Τσαν (Τaki Tsan) κάνει χιπ χοπ από το 1997. Πιστεύει στον πολιτικό χαρακτήρα της ελληνικής ραπ, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει τον κίνδυνο άλωσης του χώρου από «εταιρείες και συμφέροντα» που θέλουν να στρέψουν το παιχνίδι «αλλού». Δηλαδή; «Ενώ το ραπ έχει πολιτικό μήνυμα, αυτοί που έχουν το κεφάλαιο και τα μέσα, όπως μια κραταιά δισκογραφική εταιρεία, για παράδειγμα, καπηλεύονται τη δύναμη της ραπ μουσικής, στηρίζουν μουσικούς και καλλιτέχνες που στην ουσία κοιμίζουν τον κόσμο και μιλάνε για ναρκωτικά, βία, μαχαίρια, πιστολίδια, αναφέρονται στις γυναίκες με υποτιμητικό τρόπο».
Οπαδοί και γκάνγκστερ
Ο Νικήτας Κλιντ έχει γράψει ιστορία στο ελληνικό χιπ χοπ ως ένα από τα βασικά μέλη των Active Μember (ακολούθησαν οι Ρόδες και οι Cheap Science). Θεωρεί ότι το ραπ είναι «από τη φύση του και πολιτικό όντας άμεσο και λαϊκό». Για τον ίδιο, το πραγματικό ερώτημα πιστεύει ότι πρέπει να είναι άλλο: τι θεωρούμε σήμερα πολιτικό; «Λοιπόν, σήμερα δυστυχώς θεωρείται πολιτικό το αυτοαποκαλούμενο “οπαδικό κίνημα”, πολλοί θεωρούν πολιτικό τον κάθε λογής Κουφοντίνα και τέλος θεωρείται πολιτικό το να είσαι γκάνγκστερ. Αυτό είναι το θέμα κατά τη γνώμη μου κι αυτό αντικατοπτρίζει και η τέχνη που παράγεται σήμερα πολλές φορές. Προσωπικά δεν θεωρώ ότι αυτά τα τρία (χουλιγκανισμός, παρακράτος και γκάνγκστερ) έχουν μεγάλη σχέση με την πολιτική. Γι’ αυτό όμως ίσως κι έχω δεχθεί αρκετό κράξιμο από τον οχλοπολτό», ξεσπάει.
Αλλά έχει δίκιο: ο Κλιντ επειδή είχε πάντα το θάρρος της άποψής του (μια άποψη που δεν συμφωνούσε πάντα με τα ιερά και τα όσια της «φυλής» του) σήμερα θεωρείται από κάποιους «προδότης». Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα: άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να αγιοποιήσουν την ελληνική ραπ, δυσκολεύονται να μιλήσουν δημόσια για αυτό, σαν να φοβούνται. Ενας μουσικός εκτός χιπ χοπ, μου λέει ότι ο ΛΕΞ τού θυμίζει την «πλατεία των αγανακτισμένων σε ράπερ». Αλλά δεν θέλει, επουδενί, να μιλήσει επώνυμα γιατί φοβάται ότι θα στοχοποιηθεί.
«Δύναμη που βράζει»
«Το κοινωνικό τραγούδι παράγεται από τους αποκλεισμένους», μου λέει χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, ο γνωστός στιχουργός, ταυτισμένος με τις επιτυχίες της Νατάσας Μποφίλιου. Και συνεχίζει με την ίδια ορμή: «Το κοινωνικό τραγούδι παράγεται από τα παιδιά που έχουν οπτική επαφή με τη φωτισμένη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου, αλλά τους απαγορεύεται η είσοδος. Δεν γεννιέται από τα χαμένα προνόμια αλλά απ’ τη χαμένη προοπτική τους. Δεν φτιάχνεται από τους παραιτημένους, αλλά απ’ τους παραγκωνισμένους. Κάνει φασαρία γιατί βρίσκεται αρκετά κοντά στον παραλήπτη για να ακουστεί αλλά κι αρκετά μακριά για να ψιθυρίσει.
Το κοινωνικό τραγούδι δεν είναι ψύχραιμο και δεν μιλάει συμβολικά. Είναι φλέγον αίτημα και τα λέει έξω απ’ τα δόντια. Δεν υπαινίσσεται, δεν υπεκφεύγει. Δεν μιλάει αργά, ούτε έχει την πολυτέλεια της ψυχραιμίας. Αν του γυρίσεις την πλάτη σού χτυπάει τον ώμο, μέχρι να γυρίσεις και να σου μιλήσει κατά πρόσωπο. Δεν παρατηρεί αλλά πάσχει. Είναι βίωμα και σωματικό εξάνθημα. Είναι δύναμη που βράζει. Είναι χείμαρρος υπόγειος. Δεν είναι ψέμα και δεν καμώνεται. Είναι θέση κι όχι πόζα. Εχει αξιοπρέπεια και μαζικότητα. Προκαλεί αποστροφή σε κάποιους και ενδυνάμωση σε άλλους. Το κοινωνικό τραγούδι συνασπίζει. Βλέπει το γυαλί και δεν το λέει καθρέφτη. Βλέπει τις όχθες και ξέρει ποιο ρέμα τις χωρίζει».
«Τίποτα πρωτοφανές»
Για τον δημοσιογράφο και μουσικό Θοδωρή Μανίκα, αυτό που συνέβη προσφάτως με τη sold out εμφάνιση του ΛΕΞ στο γήπεδο του Πανιωνίου και το live των Βήτα Πεις που ακολούθησε στο κατάμεστο κλειστό του ΟΑΚΑ, δεν εξέπληξε παρά μόνον αυτούς που ο ρόλος τους σ’ αυτή τη ζωή είναι να εκπλήσσονται – αυτούς που πάντοτε θέλουν να ερμηνεύουν γεγονότα τα οποία τους έχουν αφήσει πίσω, καταστάσεις που κυοφορούνται και υπάρχουν ερήμην τους… «Στο διά ταύτα, από τον καιρό του Ελβις, αλλά και του… Βαμβακάρη, οι ετικέτες (π.χ. ροκ εν ρολ, ρεμπέτικο, πολιτικό τραγούδι, κ.λπ.), έρχονται όταν οι “υπεύθυνοι” έχουν απομακρυνθεί απ’ το ταμείο, όταν οι “δράστες” έχουν αφήσει πίσω τους τα πονήματά τους, δηλαδή τα τετράλεπτα τραγουδάκια τους, έχοντας πιάσει στον ύπνο και το ακροατήριο και τα ΜΜΕ και τη μουσική βιομηχανία… Αυτό είναι και το μεγαλείο, το κρυφό όπλο αυτών των καλλιτεχνών, είτε μιλάμε για τον ΛΕΞ είτε μιλάμε για τις Μουσικές Ταξιαρχίες είτε μιλάμε για τους Στέρεο Νόβα, για τον Μικρό Νικόλα ή για τους Active Member – αναφέρω τυχαία τα ονόματα, για να θυμίσω στους επιλήσμονες που καμώνονται ότι κάτι πρωτοφανές συνέβη με τον ΛΕΞ, ότι τίποτε πρωτοφανές δεν συνέβη, όπως τίποτε πρωτοφανές δεν συνέβη όταν, προ 30ετίας, τα επίσης εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενα συγκροτήματα Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά έκαναν sold out εμφανίσεις σε κάθε πόλη και κωμόπολη της Ελλάδας, πολλές φορές δε μαζεύοντας στα τοπικά στάδια όπου εμφανιζόντουσαν, ακροατήρια πολύ μεγαλύτερα του πληθυσμού της κάθε κωμόπολης που τους “φιλοξενούσε”. Προσωπικώς δεν διακρίνω και καμία ιδιαίτερη οργή στα πονήματα του ΛΕΞ και των ομοτέχνων του, ούτε και στην “ηχηρή” παρουσία του κοινού στα πρόσφατα live τους, διακρίνω θυμό και οργή… Αυτό που διακρίνω είναι απλώς μια κορύφωση, ένα peak που λέμε, στη νομοτελειακή ανάγκη της νιότης να αρθρώνει δική της φωνή, να υιοθετεί δικούς της κώδικες, να επιλέγει δικούς της ήρωες και spokesmen… Υστερα έρχεται η ενηλικίωση, οι περισσότεροι οχυρώνονται πίσω από έννοιες όπως “η οικογένειά μου”, “η δουλειά μου” κ.λπ. και για μία ακόμη φορά η νιότη αναδεικνύεται στην καλύτερη μεταμφίεση».
«Μοιρολόγια των millennials στα χρόνια της παθογένειας»
Του Νικόλα Ζώη
Ως συνήθως, εν αρχή ην ο λόγος. Οργισμένος ή τρυφερός, ακατέργαστος ή καλοδουλεμένος, αλλά πάντως, λόγος. Ετσι ορίζει το καταστατικό της διεθνούς ραπ και χιπ χοπ σκηνής και το ελληνικό παρακλάδι τους κάθε άλλο παρά θέλει να το αμφισβητήσει. Ισως να υπάρχει και κάποια κοινωνιογλωσσολογική εξήγηση για την τόσο ευρεία εγχώρια διάδοση του ραπ ιδιώματος· ας την αφήσουμε στους ειδικούς.
Ας ακούσουμε όμως τον λόγο αυτό, όπως εκφέρεται τα τελευταία χρόνια. Ναι, «ας ακούσουμε τα παιδιά» – κανείς δεν έχασε όταν το προσπάθησε. Πώς, για παράδειγμα, αυτοσυστήνονται; «Δεν μας καταλαβαίνουνε, ρωτάνε τι συμβαίνει / Πού και πού ευτυχισμένοι, σαν λοβοτομημένοι / Απ’ όλη την Ελλάδα, ταπεινοί και πεινασμένοι», τραγουδάει ο ΛΕΞ στο κομμάτι «Λοβοτομημένοι».
Ο ομότεχνός του, Sponty, θα προσέθετε ίσως ότι η ένδεια αυτή μπορεί να μετουσιωθεί σε κάτι άλλο: στη «Σιωπηρή γενιά» θυμίζει ότι «κάνουμε τέχνη με μπάτζετ μηδενικό μεσ’ στα χρόνια της παθογένειας / ψάχνοντας τα αίτια της ασθένειας, ορίζοντας την όψη της συντέλειας / γράφω τα μοιρολόγια των millennials». Και οι Λόγος Τιμής θα υπογράμμιζαν τα οφέλη της όλης διαδικασίας: «Πάλι καλά κάνω μουσική / Και στα άσχημα θα την έχω μαζί μου / Πάλι καλά που θα είσαι και ‘σύ / Δεν είσαι μόνη, κρατήσου ψυχή μου» λένε στο «Η ζωή μας».
Οι καταγωγικές αφηγήσεις έχουν τόσο συλλογικό χαρακτήρα («Μυρίζει ακόμα Δεκέμβρης του οχτώ στο πετσί μου βαθιά», ξεκαθαρίζουν οι Rationalistas στο «Πίσω τα πάντα») όσο και ατομικό («Αν σε βάλω μες στο πατρικό μου / Στο ορκίζομαι μάγκα θα βάλεις τα κλάματα» τραγουδά ο Anser στο «Ανθρωπος ίδιος»). Η αλλοτριωτική πόλη είναι επίσης συχνή αναφορά: «Από δίπλα έχω ένα μπάτσο που όλο στραβοκοιτάει / Τον μετανάστη απ’ τον 5ο κι ας του χαμογελάει / Ο από κάτω είναι εντάξει βλέπει και δεν μιλάει / Μα κρατάει το κορίτσι ενώ δεν το αγαπάει», παρατηρεί, πάλι ο ΛΕΞ, στις «Πολυκατοικίες».
Ισως βέβαια όλα αυτά να είναι τόσο αποσπασματικά. Ισως τα «παιδιά», στριμωγμένα σε ένα δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, να μην ακούγονται καθαρά τελικά. «Μην τα συγκρίνεις», μπορεί να μας συμβούλευαν τραγουδώντας το «Θέση κενή» οι Στίχοιμα, «η κουβέρτα θα ‘ναι πάντα κοντή / Σαν κεραυνός, απέχουμε όσο απ’ τη λάμψη η βροντή / Σαν ουρανός, απέχουμε όσο από τον ήλιο η γη».