Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης γεννήθηκε στο Μπορ της Καππαδοκίας γύρω στο 1890 και πέθανε στην Αθήνα το 1979. Εφθασε στην Ελλάδα το 1923, την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στο διάστημα του επόμενου μισού αιώνα ανήλθε σε περίοπτη θέση στον επιχειρηματικό και βιομηχανικό κόσμο της χώρας. Το όνομά του ενεπλάκη κατά καιρούς σε ανταγωνισμούς της πολιτικής σκηνής, συχνά και σε διεργασίες των παρασκηνίων.
Αν και όριζε τον εαυτό του ως βενιζελικό, αναδείχθηκε μετά την άνοδο των αντιβενιζελικών στην εξουσία το 1933, ενώ η επιχειρηματική του αυτοκρατορία έφθασε στο ζενίθ της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Μετά τον πόλεμο επανέκτησε τη θέση του στον τομέα της οικονομίας, βοήθησε την επάνοδο του δυτικογερμανικού εμπορίου στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με τις ελληνικές κυβερνήσεις έως το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, οπότε και συγκρούστηκε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, επικεφαλής μιας νέας γενιάς πολιτικών. Hταν μια καμπή που άφησε τον Μποδοσάκη με μειωμένο πολιτικό έλεγχο, αν και παρέμεινε σημαντικός παράγοντας στον επιχειρηματικό κόσμο.
H oθωμανική εμπειρία επηρέασε το μέλλον
Για να καταλάβουμε τη θέση του στην οικονομία και στην πολιτική σε όλες τις διαστάσεις της, πρέπει να στραφούμε στο παρελθόν του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Μποδοσάκης μεγάλωσε σε τουρκόφωνο χώρο, σε μια κοινωνία στην οποία η συνύπαρξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν ο κανόνας. Στην αρχή του 20ού αιώνα η οικογένειά του μετακόμισε στην ευημερούσα πόλη της Μερσίνας στην Κιλικία, που τότε συγκρινόταν με τη Σμύρνη στους τομείς των εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων και της βιομηχανίας. Η ευκαιρία του παρουσιάστηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την κατάργηση της ευρωπαϊκής προστασίας προς τοπικούς Ρωμιούς επιχειρηματίες που διέθεταν βρετανικά, γαλλικά ή ρωσικά διαβατήρια. Αντίθετα, ο Μποδοσάκης ήταν πιστός Οθωμανός πολίτης, χωρίς σχέσεις με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Σε αυτές τις συνθήκες, η καριέρα του απογειώθηκε και έγινε ο επίσημος προμηθευτής του οθωμανικού στρατού και των μονάδων του που εργάζονταν στην ολοκλήρωση του σιδηροδρόμου Βερολίνου – Βαγδάτης.
Τοπικά έμεινε στη μνήμη ως Χατζη-Τομάογλου Μποδοσάκης από τη Μερσίνα και η φήμη του θα διατηρούνταν και μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την έκλειψη της γερμανικής ισχύος στην περιοχή. «Πίσω από τη μάσκα του στρατιωτικού προμηθευτή, ήταν σαν ο Χατζη-Τομάογλου Μποδοσάκης να ηγείτο μιας κυβέρνησης μέσα στην κυβέρνηση», σύμφωνα με μια μεταγενέστερη τουρκική αξιολόγηση που προσπαθούσε να ορίσει ποιος στην πραγματικότητα κυβερνούσε την Κιλικία.
Ο Μποδοσάκης δεν ήταν πολιτικός με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο, αλλά στρατιωτικός προμηθευτής ο οποίος καταλάβαινε πώς να ελίσσεται μέσα σε ένα πλέγμα τοπικών παραγόντων, διοικητών και ξένων επιρροών. Ηταν σε θέση να προσφέρει τρόφιμα στον στρατό, τον τοπικό πληθυσμό και τους δεκάδες χιλιάδες άνδρες που εργάζονταν στα τεράστια εργοτάξια του σιδηροδρόμου Βερολίνου – Βαγδάτης. Ετσι, έγινε μέρος μιας μεγάλης συμμαχίας που περιλάμβανε γερμανικές εταιρείες και μηχανικούς που δούλευαν στον σιδηρόδρομο, Ρωμιούς που διέθεταν επιχειρήσεις κρίσιμες για την πολεμική προσπάθεια, καθώς και μια ομάδα Νεότουρκων επικεφαλής των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων στην Κιλικία. Η αυτονομία αυτής της συμμαχίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούσε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της όπως ήθελε, αποδίδοντας μικρή σημασία στην κεντρική ιδεολογική γραμμή των Νεότουρκων στην Κωνσταντινούπολη.
Οι τοπικοί χριστιανοί έλεγαν ότι ο Μποδοσάκης φρόντισε ώστε «τίποτε κακό να μη μας βρει», καθώς ήταν σε θέση να ελέγχει ακόμη και τους πιο σωβινιστές Νεότουρκους και να προστατεύει πολλούς Ρωμιούς και Αρμένιους, ώστε να μην εκτοπιστούν. Σύμφωνα με μεταγενέστερη τουρκική άποψη, ο Μποδοσάκης είχε μετατρέψει την οργάνωσή του σε πραγματικό «καταφύγιο λιποτακτών» και όλοι όσοι δούλευαν υπό την προστασία του προστατεύονταν από διώξεις. Αυτό επιβεβαιώνεται από έναν Αρμένιο επιζώντα, ο οποίος τονίζει ότι «κάθε είδους άνθρωποι συγκεντρώνονταν σε αυτά τα εργοτάξια […] συμπεριλαμβανομένων Αρμενίων και των οικογενειών τους που […] είχαν καταφέρει να διαφύγουν από τα καραβάνια του θανάτου». Ενώ τούτος ήταν ένας τρόπος να εξασφαλιστεί εργατικό δυναμικό σε μια εποχή κατά την οποία γινόταν σπάνιο, είναι επίσης σαφές από τις μαρτυρίες της εποχής ότι υπήρχε μεταξύ των επιφανών Ρωμιών και των Γερμανών της περιοχής μια ηθική δέσμευση να σώσουν χριστιανούς από την εξελισσόμενη γενοκτονία. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μποδοσάκης επίσης υλοποιούσε την επιταγή της κοινότητάς του, που ανέμενε έναν άνθρωπο του δικού του κύρους να φροντίσει για την ευημερία της και να διατηρεί καλές σχέσεις με τους εκπροσώπους άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτό το χαρακτηριστικό της οθωμανικής εμπειρίας του τον συνόδευσε και στο μέλλον και βοηθάει να εξηγηθεί ο πατερναλισμός του έναντι όσων δούλευαν μαζί του, αλλά και η υποστήριξη που πρόσφερε σε άτομα, επίσημους θεσμούς και κοινότητες. Ετσι, ο τρόπος ενέργειάς του απέχει πολύ από τον τρόπο με τον οποίο ένας σημερινός CEO λειτουργεί, δηλαδή την πεποίθηση ότι η μόνη δουλειά των επιχειρήσεων είναι οι επιχειρήσεις.
Ηγετικός παράγων της ελληνικής οικονομίας
Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Γερμανίας στέρησε τον Μποδοσάκη της επιρροής του και του άφησε μια φήμη ότι είχε ταχθεί με τη λάθος πλευρά στον πόλεμο. Ωστόσο, οι γνώσεις του για την αυτοκρατορία, αλλά και τα δίκτυα που είχε δημιουργήσει, του εγγυήθηκαν μια ευνοϊκή υποδοχή στον κόσμο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Αντίστοιχα, η γαλλική διοίκηση της Κιλικίας σύντομα εξαρτάτο από αυτόν για προμήθειες τροφίμων για τον πληθυσμό, αλλά και ως προς τα δίκτυα πληροφοριών που διέθετε.
Τα πρώτα δέκα χρόνια του στην Ελλάδα ήταν δύσκολα. Η θέση του ήταν τόσο επισφαλής, ώστε να μην είναι καθόλου βέβαιο πως θα έφθανε στη διακεκριμένη θέση στην οποία έφθασε αργότερα. Ωστόσο, το σοκ που η Μεγάλη Υφεση προκάλεσε στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή πολιτική αστάθεια και τη σχέση του με τον Γεώργιο Κονδύλη, του επέτρεψε να αναδειχθεί και να καταλάβει μια θέση που προσομοίαζε με αυτήν την οποία απολάμβανε στην Κιλικία. Για μια ακόμη φορά η βάση ήταν ο ρόλος του ως στρατιωτικού προμηθευτή. Αυτή τη φορά ανταποκρίθηκε στην ανάγκη επανεξοπλισμού του ελληνικού κράτους, κινητοποιώντας το γερμανικό του δίκτυο για να εκπληρώσει τις παραγγελίες. Αυτό τον μετέτρεψε σε μέρος ενός δικτύου που έλαβε τη μορφή μιας ανεπίσημης ηγετικής ομάδας υπό τον Μεταξά. Το δίκτυο αυτό έδινε στον Μποδοσάκη την ευχέρεια τεράστιου περιθωρίου δράσης, κάτι που, σε συνδυασμό με τις επαφές του από το οθωμανικό παρελθόν του και τον έλεγχο της ΠΥΡΚΑΛ, του επέτρεψε να δρα με μεγάλη ευχέρεια σε όλη τη Μεσόγειο. Οι δράσεις του περιλάμβαναν μεγάλες πωλήσεις όπλων στους Δημοκρατικούς κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ μετά την ένωση Γερμανίας – Αυστρίας το 1938, οι άνθρωποί του επίσης βοήθησαν μια ομάδα σιωνιστών στη διάσωση Εβραίων από τα νύχια του Αντολφ Αϊχμαν στη Βιέννη και την αποστολή τους στην Παλαιστίνη.
* Ο κ. Mogens Pelt είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, διευθυντής του Ινστιτούτου
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου