Προβληματισμό και αλλαγή τακτικής προκαλούν οι κενές θέσεις στα ΑΕΙ, όπως προέκυψαν κατά την ανακοίνωση των φετινών βάσεων εισαγωγής. Ηδη, τμήματα αποφάσισαν να «χαμηλώσουν» τον πήχυ της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ), προσδοκώντας ότι το 2023 θα καλυφθούν περισσότερες θέσεις τους και το επόμενο διάστημα αναμένεται να υπάρξει μπαράζ ανάλογων αποφάσεων σε σειρά τμημάτων, και μάλιστα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Ειδικότερα, λόγω ΕΒΕ, περί τις 11.000 θέσεις έμειναν κενές σε πανεπιστημιακά τμήματα, από τις περίπου 72.000 θέσεις που είχαν οριστεί από το υπουργείο Παιδείας και τα συναρμόδια υπουργεία. Ωστόσο, αν ήταν αναμενόμενο να μείνουν κενές θέσεις σε χαμηλής ζήτησης τμήματα της περιφέρειας, όπως συνέβη και πέρυσι –πρώτη χρονιά εφαρμογής της ΕΒΕ–, φέτος ξάφνιασαν οι κενές θέσεις σε τμήματα κεντρικών ΑΕΙ και δη ανθρωπιστικών σπουδών. Ενδεικτικά, έμειναν κενές 97 και 95 θέσεις στη Φιλολογία Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, πάνω από 100 στη Φιλοσοφία Ιωαννίνων και 56 στη Φιλοσοφία Αθηνών. Στο εμβληματικό τμήμα Φιλολογίας Αθηνών καλύφθηκε το 55% των θέσεων. Συνολικά, από τις 11.000 κενές θέσεις, οι 2.060 είναι σε τμήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και εξ αυτών οι περισσότερες σε τμήματα χαμηλής ζήτησης ανθρωπιστικών επιστημών: 127 στη Θεολογία ΕΚΠΑ, 123 στην Κοινωνική Θεολογία ΑΠΘ, 114 στη Θρησκειολογία ΕΚΠΑ, 103 στη Φιλοσοφία-Παιδαγωγική ΑΠΘ, 101 στο τμήμα Μουσουλμανικές Σπουδές ΑΠΘ.
Η ύπαρξη των κενών θέσεων σε τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών αποδίδεται κατ’ αρχάς στη μείωση του ενδιαφέροντος των 18χρονων λόγω της υψηλής ανεργίας για τους κλάδους αυτούς. Παράλληλα, «ευθύνη» έχουν και τα τμήματα, καθώς επέλεξαν υψηλό συντελεστή για τον καθορισμό της ΕΒΕ τους. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΒΕ για κάθε τμήμα προκύπτει από τον μέσο όρο των επιδόσεων των υποψηφίων του επιστημονικού πεδίου στο οποίο είναι ενταγμένο το τμήμα, πολλαπλασιασμένο με έναν συντελεστή από 0,8 έως 1,2. Αν, για τη διαμόρφωση της ΕΒΕ, ένα τμήμα επιλέξει συντελεστή από 0,8 έως 0,99, «χαμηλώνει» τον μέσο όρο, ενώ αντίστροφα, αν επιλέξει από 1,01 έως 1,2, αυξάνει τον μέσο όρο.
Οι 2.060 κενές θέσεις αφορούν τμήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και ειδικό- τερα ανθρωπιστικών επιστημών.
Ετσι, τώρα οι καθηγητές τμημάτων με κενές θέσεις ετοιμάζονται να μειώσουν τους συντελεστές τους. Χαρακτηριστικά, αυτό αποφάσισε το τμήμα Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, που για τις φετινές Πανελλαδικές είχε συντελεστή 1,1 και την Παρασκευή αποφάσισε να τον μειώσει στο 1. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, τα τμήματα οφείλουν έως τα τέλη Αυγούστου να αλλάξουν τον συντελεστή που έχουν επιλέξει, αν και θεωρείται πιθανό να δοθεί εύλογη παράταση.
Οπως εξήγησε, μιλώντας χθες στην «Κ», ο αναπληρωτής πρόεδρος του τμήματος Φιλοσοφίας Αθηνών, Γεώργιος Στείρης, η μείωση του ενδιαφέροντος για τις ανθρωπιστικές σπουδές πρέπει να προβληματίσει. Πόσο μάλλον που η φυγή από τις ανθρωπιστικές σπουδές οφείλεται και στο γεγονός ότι οι 18χρονοι δεν γνωρίζουν τις εναλλακτικές καριέρες που μπορεί να ανοίξει ένα πτυχίο στις ανθρωπιστικές σπουδές, εάν εξειδικευτεί μέσω ενός μεταπτυχιακού.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον κ. Στείρη, χρόνια στρέβλωση προκαλεί η τακτική του υπουργείου Παιδείας, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη του τις προτάσεις των τμημάτων για τον αριθμό των εισακτέων τους. Ενδεικτικό είναι ότι φέτος τα ΑΕΙ ζήτησαν 44.000 θέσεις και τελικά το υπουργείο όρισε 69.000 (χωρίς τις θέσεις Σχολών Αστυνομίας, Στρατού). Ετσι, δεν αποκλείεται σε κάποια τμήματα με κενές θέσεις ο αριθμός όσων θέσεων καλύφθηκαν να είναι ίσος με εκείνον που οι καθηγητές θεωρούν ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Το απατηλό «φαίνεσθαι» και το αληθινό «είναι»
Της Μαρίζας Φουντοπούλου*
Οι φετινοί αριθμοί των εισακτέων, για όσους τους διαβάζουν μονομερώς, απόλυτα, με στενά ιδεολογική θεώρηση και με πρόθεση αλλοίωσης της πραγματικότητας, δείχνουν ότι έμειναν κενές θέσεις –περί τις 11.000– λόγω ΕΒΕ. Το «φαίνεσθαι» των αριθμών είναι αυτό. Το «είναι», όμως, των κενών θέσεων δεν οφείλεται στην καθιέρωση της ΕΒΕ εκ μέρους του υπουργείου, αλλά στον τρόπο χειρισμού της ΕΒΕ εκ μέρους των τμημάτων των ΑΕΙ, τα οποία, ορίζοντας τον συντελεστή για την ΕΒΕ, προσδιόρισαν και τον πραγματικό αριθμό των φοιτητών και φοιτητριών, απαιτώντας υψηλές επιδόσεις και αφήνοντας κενές τις θέσεις.
Στο πλαίσιο της αυτοτέλειάς τους, της ορθής υπηρέτησης της επιστήμης, της ποιότητας και όχι της ποσότητας, της πλήρους και αποτελεσματικής ανταπόκρισης των καθηγητών των ΑΕΙ στα διδακτικά και ερευνητικά τους καθήκοντα, τα ΑΕΙ της χώρας αξιοποίησαν την ευκαιρία που τους δόθηκε από την υπουργό Παιδείας και προέταξαν την αναβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών έναντι του εύκολου πτυχίου και της ήσσονος προσπάθειας.
Σε μια ευρύτερη θεώρηση, οι 11.000 κενές θέσεις, οι οποίες είναι λιγότερες από τις 17.000 κενές θέσεις του 2021, θα ήταν επιπόλαιο να εκτιμηθούν ως στέρηση ευκαιρίας για σπουδές αν δεν συνεκτιμηθούν με το είδος των σπουδών στις οποίες αφορούν, όπως είναι τομείς οι οποίοι έχουν μεγάλη, μεν, προσφορά, ολοένα και μικρότερη, δε, ζήτηση, με τρόπο ώστε να προμηνύουν αυριανούς ανέργους πτυχιούχους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι λεγόμενες «καθηγητικές» σχολές, οι οποίες στελεχώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία όλο και συρρικνώνεται λόγω της υπογεννητικότητας, κυρίως. Αν στη συρρίκνωση αυτή προσθέσουμε και τον μεγάλο αριθμό πτυχιούχων του ιδίου αντικειμένου, εφόσον υπάρχουν εκπαιδευτικές ειδικότητες, όπως η ΠΕ02, που προέρχονται από 15 τμήματα ΑΕΙ ανά τη χώρα, η αδυναμία της επαγγελματικής τους αποκατάστασης είναι προφανής.
Η κυβερνητική προσπάθεια εξορθολογισμού της διαδικασίας εισαγωγής στα ΑΕΙ της χώρας είναι πραγματικά σοβαρή και ουσιαστική, αρκεί να την υποδεχθούμε χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και εμμονές. Σε συνδυασμό, εξάλλου, με τον νέο νόμο για τα ΑΕΙ και τις ευκαιρίες που προσφέρονται στους φοιτητές και φοιτήτριες για παράλληλα/πολλαπλά προγράμματα σπουδών, αναπλαισιώνει και εκσυγχρονίζει ριζικά όσα ίσχυαν μέχρι τώρα προς την κατεύθυνση της ανάδειξης των ποιοτήτων.
* Η κ. Μαρίζα Φουντοπούλου είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ.
Νέες προκλήσεις για τις φιλοσοφικές
Του Βασίλη Κ. Γούναρη
Το πολιτικό μέρος της συζήτησης το ξέρω: έμειναν παιδιά εκτός των ΑΕΙ, ειδικά στο πεδίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών, ενώ υπήρχαν θέσεις. Ξέρω και τον αντίλογο και μάλιστα από την πικρή μου πείρα: έμειναν εκτός ΑΕΙ υποψήφιοι με επίπεδο ακατάλληλο για να σπουδάσουν εντός του προβλεπόμενου χρόνου. Υπάρχει όμως και μία ακόμη παράμετρος: οι υποψήφιοι στο πεδίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, της Νομικής συμπεριλαμβανομένης, μειώθηκαν βαθμιαία από 26.000-27.000 την περίοδο 2017-18 σε 18.000 φέτος. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι οι επιδόσεις τους ήταν απογοητευτικές, αλλά ίσως και να ήταν συγκυριακό, δηλαδή θα ήταν καλύτερες αν δεν εξετάζονταν στα Λατινικά ή η ύλη ήταν ακόμη μικρότερη.
Νομίζω πως το μήνυμα είναι σαφές – και δεν είναι η συρρίκνωση της εξεταστέας ύλης και η κατάργηση της ΕΒΕ, ώστε να σπουδάζουν όλοι, ούτε η αιώνια φοίτηση, ώστε να ανακαλύψουν οι νέοι στην πορεία του χρόνου τον δρόμο τους. Το μήνυμα είναι πως οι φιλοσοφικές σχολές –και άλλες καθηγητικές– πρέπει να σκεφτούν ξανά τον προορισμό τους. Η αντίληψη ότι «η αγορά εργασίας δεν θα υπαγορεύσει τα προγράμματα σπουδών» έχει ξοφλήσει. Το λένε οι αριθμοί των υποψηφίων. Η επίκληση των επαγγελματικών δικαιωμάτων –ποιων, αλήθεια;– δεν έχει αντικείμενο. Το λένε τα δημογραφικά δεδομένα. Ο μαθητικός πληθυσμός φθίνει. Η αντίληψη ότι θα συνεχίσουμε, όπως πάντα, σαν να μη συμβαίνει τίποτε, διεκδικώντας νέες διδακτικές θέσεις σε παλαιά γνωστικά αντικείμενα, επίσης δεν ισχύει. Είμαστε υπόλογοι στο κράτος και στους φορολογούμενους πολίτες, γιατί οι φοιτητές μας δεν αποφοιτούν και οι πτυχιούχοι μας είναι άνεργοι.
Τα τμήματα των ΑΕΙ, εκ του νέου νόμου έχουν πλέον τη δυνατότητα αλλά και την ευθύνη να προσφέρουν συνδυαστικές σπουδές, ώστε να εξασφαλίζουν επιπρόσθετα προσόντα εκτός από «καθαρή επιστήμη». Θα τολμήσουν, άραγε; Αν δεν το κάνουν, οι φιλοσοφικές σχολές θα συρρικνωθούν περισσότερο και, το χειρότερο, θα απευθύνονται όλο και περισσότερο σε φοιτητές χωρίς κλίση, που βλέπουν τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ως λύσεις ανάγκης και όχι ευκαιρίας.
* Ο κ. Βασίλης Κ. Γούναρης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ.