Θα τα έχετε δει… Τα «παιδιά της» σίγουρα θα τα έχετε δει. Είναι αφημένα –προσεκτικά αφημένα– σε πενήντα δημόσιους χώρους της χώρας. Εργα που δύσκολα αποχωρίστηκε. Ακόμη και τώρα, όταν μιλάει για την Κάλλας, τα μάτια της δακρύζουν. Στο σπίτι της στα Εξάρχεια με υποδέχεται με το τραπέζι γεμάτο φρούτα, παξιμάδια, ντομάτες, γραβιέρα, βότανα. Ολα τα άλλα γύρω μου είναι λευκά. Ο Καβάφης, ο Μίκης, ο Θεοτοκόπουλος, ο Καζαντζάκης, ο Αγγελος του Βιμ Βέντερς… πρωτότυπα γύψινα έργα που περιμένουν να την ακούσουν να μου λέει την ιστορία τους.
– Ποια είναι η πρώτη σας μνήμη; Η πιο παλιά.
– Εχω γεννηθεί Σεπτέμβριο του ’42. Και δύο χρόνων είδα να φεύγουν τα αεροπλάνα των Γερμανών. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί όλοι ήταν χαρούμενοι.
– Δεν ήσασταν πολύ μικρή τότε για να θυμάστε;
– Και όμως. Οι κατακτητές μας είχαν επιτάξει το σπίτι μας. Τους θυμάμαι να με βάζουν να ακούω δίσκους κλασικής μουσικής. Ήταν ένα περίεργο πράγμα να βλέπω ένα δίσκο να γυρίζει και να ακούω.
– Ποιος σάς έβαζε να ακούτε δίσκους;
– Ο αξιωματικός που έμενε στο σπστίτι μας. Εμείς μέναμε στο σπιτάκι του εργάτη.
– Σας άρεσε η κλασική μουσική;
– Μου άρεσε, αλλά μετά συνειδητοποίησα τα φρικτά γεγονότα. Μας είχαν σκοτώσει ολόκληρα χωριά. Βιάννο… Ανώγεια…Μεγάλωσα με συμμαθήτριες που είχανε εκτελεστεί οι γονείς τους.
– Τι τέχνη μπορεί να υπάρχει λοιπόν τότε; Δεν ήταν όλα καταστροφή;
Όλα καταστροφή. Μετά ήρθε και ο Εμφύλιος. Συνέλαβαν και τον αδελφό του πατέρα μου και τον εκτέλεσαν το ’48· Σήφης Παπαδοπεράκης.
– Αριστερός;
– Ναι. 27 χρόνων. Πανέμορφος. Με παίρνανε οι αδερφές του να κλαίω έξω από την φυλακή. Για να δούνε τον αδερφό τους. Μαζί με δύο Αρμένισσες κοπέλες εκτελέστηκε.
– Κι εσείς αριστερή;
– Φύσει αριστερή, αλλά κατά οποιασδήποτε ακραίας κατάστασης σαν αυτήν που ανέπτυξε ο μαρξισμός. Έβαλαν τους ανθρώπους να φάνε ο ένας τον άλλον. Τι φταίγανε και οι χωροφύλακες; Τους πήραν από τα χωριά τους…
– Πάμε και στα ωραία παιδικά χρόνια;
– Ναι, ναι. Με πάνε στο καλύτερο νηπιαγωγείο, Κοραής – αν έχεις ακούσει. Παρόλο που η μητέρα μας είναι της Γ΄ τάξης δημοτικού και ο πατέρας μου Γ΄ τάξης γυμνασίου. Και κάθε Κυριακή μάς είχε στα μουσεία η μάνα μας.
– Υποτυπώδη μουσεία τότε…
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι το καλύτερο του κόσμου και τότε και σήμερα. Και όποτε ερχόταν έκθεση ή θέατρο, μας πήγαινε. Ήταν απίστευτη…
– Η μητέρα…
– Ναι. Ήτανε πολύ όμορφη και ντυνόταν αστικά. Με τις δαντελίτσες της, τα ταγιεράκια της. «Ποτέ δεν θα μάθετε κάτι για να βγάλετε χρήματα. Ό,τι μαθαίνετε θα το μαθαίνετε για την γνώση». Μας το είχε κανόνα αυτό.
– Πρώτος ζωγραφίζει ο αδελφός σας ο Θωμάς.
– Από μωράκι. Είχε ένα τραπεζάκι με ένα συρταράκι με τα χρώματα και τα μολύβια του… Και όταν πήγε 10 χρόνων, τον παίρνει η μητέρα μας, παίρνει και εμένα και τον πάει σε ένα ζωγράφο – τον Στέλιο Καρτάκη από την Κίσσαμο, αν έχεις ακούσει. Είναι αυτός που έκανε την σπουδαία αγιογράφηση του Αγίου Μηνά. Μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες στα Βαλκάνια. Και ο Θωμάς έκανε τον βοηθό του. Η κόρη του ματιού του Παντοκράτορα, είναι σαν το κεφάλι μου στο μέγεθος, και ο Θωμάς ανέβαινε στις σκαλωσιές και έβαζε τα πρώτα χρώματα.
– Αρα το πόστο του ζωγράφου το κλείνει νωρίς ο Θωμάς, και για εσάς μένει η γλυπτική.
– Εγώ αν έχω έναν βαθμό, ο Θωμάς τον έχει 10 φορές πιο πάνω. Δεν θα πήγαινα ποτέ ζωγραφική, θα ήταν σαν να τον ανταγωνιζόμουνα. Όταν λοιπόν αυτός μπήκε στην σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, πρώτος άνευ συναγωνισμού, εγώ μπαίνω στην αρχιτεκτονική που είχε σχέδιο, μολύβια, χρώματα αλλά όχι ζωγράφος.
– Καλή φοιτήτρια;
– Δυσλεκτική. Γράφω το όνομά μου λάθος. Παρ’ όλα αυτά ο καθηγητής μου, ο Παπανικολάου, που έκανε και τις μεταφράσεις των αρχαίων, με θεωρούσε την καλύτερή του μαθήτρια. Γιατί μου άρεσε να κουβεντιάζω για τον Πλάτωνα.
– Τελικά όμως πάτε και εσείς στην Καλών Τεχνών…
– Γλυπτική. Το έμαθε ο Θωμάς στον στρατό και έκλαιγε από την χαρά του.
– Είχατε σπουδαίους καθηγητές;
– Οχι. Και με φθονούσαν γιατί είχα περάσει πρώτη, χωρίς να πάω να τους κουβεντιάσω πριν. Τα ταλέντα όμως και χωρίς δασκάλους βγάζουν έργο.
– Πότε φεύγετε για το Παρίσι;
– Το ’75. Αργησα γιατί το ’62 χάσαμε τη μητέρα μας και έπρεπε το σπίτι να κρατηθεί.
– Επρεπε να φροντίσετε τα τρία αδέλφια σας.
– Και τον πατέρα. Επρεπε να μαγειρεύω, να πλένω, να σιδερώνω και να είμαι και ευχάριστη. Δεν έκλαιγα, ήμουνα πρόσχαρη αλλά και τα αδέλφια μου ποτέ δεν με άφησαν μόνη. Ποτέ.
– Τι παραπάνω σας μαθαίνει το Παρίσι όταν επιτέλους πάτε;
– Οι Γάλλοι δάσκαλοι δεν μας έμαθαν τίποτα. Αλλά ήταν το Παρίσι. Τα μουσεία, το Λούβρο, οι γκαλερί. Και κάτι άλλο…Τους Έλληνες μας έβαζαν στα καλύτερα πόστα. Διότι μπορεί να μην μας είχαν διδάξει οι δάσκαλοί μας αλλά μας δίδαξε η Ελλάδα. Περπατάγαμε μέσα στις αρχαιότητες, στις ομορφιές και αυτό ήταν μια μεγάλη διδασκαλία. Παρθένης, Παπαλουκάς, Απάρτης, ήταν μεγάλοι δάσκαλοι. Ακόμη και αν δεν τους βρήκαμε, βρήκαμε τα εργαστήριά τους.
– Να μιλήσουμε για τους «ήρωες» που έχετε γνωρίσει; Πρώτος;
– Ο Γιάννης Τσαρούχης. Είχε συνεργασθεί και με τον Θωμά, ήταν οικογενειακός φίλος. Ερχόταν και μου έλεγε «θέλω να μου κάνεις λαχανοντολμάδες» ή «ψαρόσουπα». Τα ποτήρια που έπινε νερό ήθελε να του τα παίρνω εγώ. «Τα ποτήρια τα γραμμωτά» μου παρήγγελνε. Και με έπαιρνε μαζί του στα συνέδρια. Στην Μυτιλήνη, στην Χίο, στους Δελφούς… Είχε όλες τις πλουσιοκόρες κοντά του που του παίρνανε έργα. Εγώ δεν μπορούσα να πάρω βέβαια.
– Με τις πλουσιοκόρες έκανε παρέα;
Ο Ροντέν, που τον έχουν θεό οι Γάλλοι, δεν είναι τίποτα μπροστά στον Δημητριάδη και στον Φιλιππότη.
– Είμαστε στη Χίο, σε ένα συνέδριο. Και σε ένα διάλειμμα βγαίνουμε… Μας ακολουθούν αρκετοί. Και εκεί που περπατάμε βλέπουμε ένα παιδί – που το είχαμε δει και μες στην αίθουσα – ξαπλωμένο στο πάρκο να το έχει πάρει ο ύπνος. Δίπλα του έχει ακουμπήσει τα πλαστικά, φτωχικά, παπουτσάκια του. Μας κάνει νόημα ο Τσαρούχης, να μην μιλάμε. Και περιμένουμε μέχρι να ξυπνήσει για να τον καλέσουμε να έρθει μαζί μας για μεσημεριανό. Αυτό ήταν ο Τσαρούχης.
– Είναι αλήθεια ότι έβλεπε μόνο από το ένα μάτι;
– Θα σας πω όλη την ιστορία. Στο θέατρο του Πειραιά, το Δημοτικό, πέφτει και χτυπάει στο μάτι. Τον πάνε στο ΚΑΤ. Του λέω «κ. Τσαρούχη, έχω έναν πολύ καλό οφθαλμίατρο να τον φέρω». «Ναι Ασπασία». Πάω λοιπόν στο δωμάτιό του – του έχουν ένα ξεχωριστό πολυτελέστατο, είναι ήδη μεγάλο όνομα – και αφού του γνωρίζω τον γιατρό, πάω να φύγω. «Ασπασία μείνε». Εγώ υπάκουγα πάντα. Λέει ο γιατρός «τι βλέπετε από το αριστερό μάτι;». «Δεν βλέπω τίποτα!». «Κύριε Τσαρούχη εγώ δεν σας ρωτώ για το χτυπημένο μάτι, αλλά για το υγιές». «Ναι, δεν βλέπω». «Από πότε δεν βλέπετε;». «Από 9 χρονών». Ο Τσαρούχης έκανε τα έργα του με ένα μάτι! Και δεν το ήξερε κανείς. Είπαμε με τον γιατρό δεν θα το πούμε παρά μόνο όταν φύγει. Όταν έφυγε, παίρνω την ανιψιά του της λέω «Νίκη ξέρεις ότι ο θείος σου έβλεπε με το ένα μάτι;». «Όχι». Ρωτώ το αγόρι που ζούσε μαζί του. «Αλέξη, το ήξερες;». «Όχι». Δεν το ήξερε κανείς.
– Βαρύ μυστικό.
– Θα σας πω ένα, ίσως σημαντικότερο. Μια μέρα με καλεί να πιούμε καφέ στο Μαρούσι και μου λέει «Ασπασία, πρώτη φορά στην ζωή μου σκέπτομαι, πού αφήνω το έργο μου». «Δεν έχω ένα παιδί…».
– Μετά τον Τσαρούχη, ο αγαπημένος σας; Ο Καβάφης;
– Ένα ιερό πρόσωπο ο Καβάφης. Έλυσε προβλήματα για κάθε ανάγκη, κάθε ανθρώπου. Είχα την τύχη να τον αναγνωρίσω σαν Επικούρειο. Κάτι που δεν το είχε δει κανένας μελετητής. Ίσως πρέπει να τον θυμόμαστε πιο συχνά για να μην χαθεί αυτό που έδωσε.
– Να συνεχίσουμε με ποιητές; Σεφέρης.
– Για μήνες διάβαζα Σεφέρη, σχεδίαζα Σεφέρη. Γιατί λέει «σκοτάδι»; Ή γιατί λέει «ήλιος»;
– Η πρώτη σας επαφή με το κεφάλαιο Καβάφης;
– Είμαι στο Κάιρο. Νέο κορίτσι με καπέλα και δαντέλες. Όλοι φοράνε κελεμπίες και κοιτάζω να βρω έναν άνθρωπο να τον εμπιστευθώ. Βλέπω ένα γεροντάκι που μιλάει με κάποιες γυναίκες. Λέω «σας παρακαλώ, μπορείτε να μου πείτε πως θα πάω στην Αλεξάνδρεια στην Μπιενάλε;». «Ακούστε» μου λέει «εγώ πάω στο Κάιρο με περιμένει ο οδηγός μου». Τέσσερις ώρες δρόμος ήταν τότε. «Και που θα μείνετε;». Λέω, «θα προσπαθήσω να βρω ένα καθαρό, φτηνό, ξενοδοχείο». «Τι λέτε; Πάτε στην Αλεξάνδρεια, αντιπροσωπεύετε την Ελλάδα… θα σας πάω στο καλύτερο, το Μετροπόλιταν». «Και πως θα το πληρώσω αυτό;». «Ακούστε τον Καβάφη τον έχετε κάνει;». «Όχι». «Θα σας δώσω μια προκαταβολή και θα κάνετε τον Καβάφη». Για να μην σας το πολυλογώ το γεροντάκι ήταν ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και λάτρης μεγάλος του Καβάφη». Και με βάζουνε σε μια σουίτα! Βλέπω την θάλασσα, μπαλκόνια, σαλόνια, ένα μυθικό κρεβάτι και παντού φωτογραφίες και βιβλία για τον Καβάφη.! Έτσι ξεκινά η περιπέτεια μου με τον Καβάφη, τον οποίο έχω μελετήσει όσο κανείς στην τέχνη μου.
– Να συνεχίσουμε με ποιητές; Σεφέρης.
Η ποίηση είναι μια συμπυκνωμένη φιλοσοφία. Για να το αποκρυπτογραφήσεις πρέπει να το μελετήσεις. Ο αείμνηστος μεγάλος Σαββίδης, με πάει στην Σεφέρη και με συστήνει να κάνω τα σχέδια που θα μπαίνανε στην Βικελαία βιβλιοθήκη, που πήγε η βιβλιοθήκη Σεφέρη. Τους λέω πρέπει να μελετήσω. Για μήνες διάβαζα Σεφέρη, σχεδίαζα Σεφέρη. Γιατί λέει «σκοτάδι»; Ή γιατί λέει «ήλιος»; Ο Καβάφης από ένα σημείο και έπειτα είναι πολύ ευανάγνωστος. Ο Ρίτσος ακόμη πιο ευανάγνωστος. Στον Σεφέρη μπαίνεις μέσα στην ποίησή του με κόπο.
– Τι αξία, όμως, έχουν αυτά για ένα γλύπτη; Ή απλώς είναι η δικιά σας ανάγκη;
– Μα μέσα από αυτά βγάζω τη δομή του προσώπου τους.
– Δεν αρκούν δηλαδή 2-3 καλές φωτογραφίες.
– Οχι, με τίποτα.
– Και αυτοί που δεν έχουν εικόνα; Ο Θεοτοκόπουλος; Ο Κορνάρος;
– Και αυτοί έχουν. Θα ξέρεις ίσως ότι έχω κάνει ένα βιβλίο με όλες τις πιθανές προσωπογραφίες του Θεοτοκόπουλου. Και έχω βρει γιατί μία είναι πιο πιθανή. Και για τον Κορνάρο έχω κάνει δύο μετάλλια για τη Λότζια.
– Το μεγάλο σας έργο, που είναι Θεοτοκόπουλος, Καζαντζάκης, Κορνάρος, μαζί, πόσο καιρό το δουλεύατε;
– Πάνω από τρία χρόνια. Όταν μου το ανέθεσαν νόμιζαν ότι θα τους έκανα ανθρωπάκια. Τέτοιες μορφές όμως είναι θεϊκές. Γιατί ποιοι είναι οι θεοί μας σήμερα; Έχουμε τους Αγίους και μετά; Το δύσκολο πάντως για εμένα ήταν ο Καζαντζάκης.
– Μα είναι και ο μόνος που είχε εικόνα…
– Ναι και η Καζαντζάκη μου έδωσε πλήθος φωτογραφιών, εγώ όμως δεν ήξερα πώς πρέπει να φανεί. Ως στοχαστής είχε μία δειλία και αυτό έβγαινε στις φωτογραφίες. Ήταν όμως και πολύ φιλόδοξος. Ήθελε να πετύχει, ήθελε να ακουστεί πάση θυσία γι αυτό και έκανε τόσα μυθιστορήματα. Διάβασα τα βιβλία του 2-3 φορές…
– Και ήθελε και να αρέσει στις γυναίκες όπως λέει μία τελευταία του βιογραφία.
– … Είχα λοιπόν ένα δισταγμό πώς θα τον βάλω ανάμεσα στον Θεοτοκόπουλο στον «πατέρα του», και στον Κορνάρο τον «παππού του». Έπρεπε να φανεί η διστακτικότητά του, η αμφιβολία του, αν στέκεται σωστά, στο ύψος του. Γιατί δεν παύει να αντιπροσωπεύει την Κρήτη σε όλον τον κόσμο ο Καζαντζάκης.
– Γιώργος Ιωάννου. Για να συνεχίσουμε το παιγνίδι μας…
– Ο,τι είναι ο Παπαδιαμάντης για τη βυζαντινή Ελλάδα, είναι ο Ιωάννου για τον λαϊκό Ελληνα. Υμνησε την αξιοπρέπεια του λαϊκού ανθρώπου. Και έζησα την παρέα του, μιλούσε πολύ με τον αδερφό μου τον Γιάννη, απλός άνθρωπος.
– Και σε αυτόν μαγειρεύατε;
– Αυτός μου μαγείρευε! (γέλια). Μου έλεγε «έχω ωραία ψαρόσουπα, θα ‘ρθεις;». Προσπαθούσα να γράψω και είχα δυσκολίες, το έβλεπε ο άνθρωπος (γέλια). Μου λέει «Ασπασία, έλα να σου δείξω». Ανοίγει ένα συρτάρι. «Το βλέπεις αυτό; Εδώ βάζω τις σημειώσεις μου. Ξεχωριστά για το περιοδικό μου. Ξεχωριστά για το επόμενο βιβλίο μου. Μου έρχεται κάτι; Το σημειώνω και το βάζω εδώ. Έτσι να κάνεις και εσύ».
– Ξυλούρης. Για να επιστρέψουμε στους Κρητικούς.
– Δεν έκανα παρέα μαζί του. Με την Ουρανία τη γυναίκα του έκανα, όταν μου ανατέθηκε το έργο… Σαν Κρητικιά, είχα ένα χρέος και έτσι το είδα.
– Για να δουλέψετε τον Καζαντζάκη ξαναδιαβάσατε τα βιβλία του. Για να δουλέψετε τον Ξυλούρη, τι; Ακούτε τα τραγούδια του; Ετσι πάει;
– Ε, ναι. Αλλά και μελέτη της μορφής του. Τον είχα δει με την Καρέζη στο «Μεγάλο μας τσίρκο». Ωραία μορφή.
– Μίκης.
– Κάποια στιγμή του ζήτησα να του μιλήσω από κοντά. Τα οικογενειακά μας συνδέονται, έχουμε συγγένεια δηλαδή. Του πήρα μετρήσεις με κομπάσο. Έκανα δύο πορτρέτα του. Το ένα για τους Κισσαμίτες, το άλλο για να πάει στον Γαλατά.
– Και να φτάσουμε στην Κάλλας!
– Δύο χρόνια άκουγα Κάλλας, σχεδίαζα Κάλλας. Και έκλαιγα.
– Κλαίγατε γιατί;
– Γιατί μου δόθηκε αυτό το βάρος. Έλεγα «πώς θα αφήσω την μορφή της Κάλλας σε αυτή την γη»; Και όταν ήρθαν να πάρουν το έργο για να το βάλουν στην πλατεία Μαδρίτης, τους λέω «η Κάλλας δεν θα βγει από το εργαστήριό μου αν δεν πεισθώ εγώ η ίδια ότι είναι ικανή να στηθεί». Είχα τόσο ταυτιστεί με την μορφή της που έβλεπα όραμα ότι μου μιλούσε. Και όταν βγήκε έξω όλοι την δέχτηκαν και αυτό ήταν για εμένα ένα μεγάλο δώρο. Ακούστε όμως τι δώρο έκανα τις ημέρες αυτές, σήμερα, εγώ στην Κάλλας. Να το πω;
– Ε ναι!
– Έχω ένα φίλο ο οποίος έχει την μεγαλύτερη συλλογή φωτογραφιών, διαφανειών, κειμένων της Κάλλας. Και τον συστήνω πριν 3-4 μήνες στον Νίκο Δοντά τον μουσικοκριτικό. Τώρα είναι στο Νιάρχου. Και του λέω «Νίκο γιατί δεν πάτε να πάρετε το αρχείο της Κάλλας; Ο άνθρωπος που το έχει, τρομάζει γιατί είναι άρρωστος».
– … Τρομάζει ότι θα χαθεί το αρχείο του.
– Και το πήραν. Στην αρχή μάλλον αντιδρούσανε στο Νιάρχος. Έχουν και ένα κεφάλι μου και το είχανε καταχωνιασμένο στα γραφεία. Γιατί η Κάλλας συνδεότανε με τον Ωνάση. Αλλά όταν είδαν ότι είναι ένα αρχείο μοναδικό – μοναδικό! – το αποφάσισαν. Και τώρα έχουν τρελαθεί που το πήραν και εγώ σκέπτομαι «Μαρία Κάλλας, αυτό το δώρο στο έκανα εγώ». Δεν είναι συγκινητικό;
«Ερχονται τα αγριοπούλια»
Η τελευταία συνομιλία μου με την γλύπτρια Ασπασία Παπαδοπεράκη, ήταν της Παναγίας. Ήταν στο πατρικό της κοντά στην Κνωσσό. Ακουγόταν λες και ήταν στο κέντρο ενός δάσους γεμάτο πουλιά. «Είναι τα αγριοπούλια που έρχονται κάθε φορά που είμαι εδώ. Έρχονται και μου αφήνουν αμύγδαλα», θα μου πει.
– Ποιον θεωρείτε τον πιο σπουδαίο Ελληνα γλύπτη;
– Οι δύο σπουδαιότεροι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι ο Δημητριάδης και ο Φιλιππότης, οι δύο γλύπτες που είναι απέναντι από το Καλλιμάρμαρο. Του Δημητριάδη έχω εργαλεία του. Και αν ξέραμε τι αξία έχουν αυτά τα γλυπτά θα είχαμε φρουρούς να τα φυλάνε. Και ο Χαλεπάς βέβαια και ο Χαλεπάς.
– Αργησε η Ελλάδα να τους αναγνωρίσει…
– Ο Φιλιππότης που έχει κάνει τον Ξυλοθραύστη, έκλαιγε γιατί δεν του δίναν έργα και του κάναν παραγγελίες μόνο για σταυρούς στο νεκροταφείο. Και τον Ροντέμ που δεν είναι τίποτα ο Ροντέμ μπροστά τους, τον έχουν κάνει θεό οι Γάλλοι.
– Κάποτε λέγατε ότι η καλύτερα πέτρα στον κόσμο είναι του Ηρακλείου. Επιμένετε;
– Νομίζω ότι η καλύτερη πέτρα στον κόσμο είναι στην Κύπρο και στο Λίβανο. Αλλά το Ηράκλειο περισσότερο από την άλλη Κρήτη έχει έναν πωρόλιθο πολύ καλό αλλά πρέπει να βρεις τη φλέβα. Τελευταία φορά μου έδωσε σκάρτη πέτρα ο τεχνίτης ενώ δούλευα μαζί του χρόνια. Δεν μπορείς να εμπιστευθείς κάποιον στα τυφλά για την πέτρα.
– Το μάρμαρο, δεν το αγαπάτε πολύ.
– Έχω βγάλει έργα στο μάρμαρο. Είναι όμως πολύ παγωμένο υλικό (γέλια). Εγώ έχω αγαπήσει τόσο πολύ την πέτρα… Αν και θέλει μεγάλη αντοχή. Πρέπει να δουλέψεις με βοηθό. Γιατί ποιος θα κόψει; Εγώ δεν μπορώ να πιάσω μηχανήματα, όχι τώρα που μπαίνω στα 80, αλλά και νέα φοβόμουν τα μηχανήματα. Έχω βοηθούς, αλλά μπορεί να σκαλίζω την πέτρα, να λαξεύω την πέτρα και 7 ώρες την μέρα. Με διάλειμμα μισή ώρα για μεσημεριανό. Γιατί αν καθίσεις πιο πολύ κρυώνεις και δεν ξαναμπαίνεις στη δουλειά.
– Και θέλει και πνευμόνια η πέτρα…
– Εγώ για 10 χρόνια έβηχα 2 -3 ώρες την ημέρα, για να αποβάλλω τη σκόνη από τους πνεύμονές μου. Ήμουν και χορτοφάγος και μου λέει ο γιατρός έχουν αδυνατίσει οι πνεύμονες σας και δεν μπορούν να αποβάλλουν την σκόνη. Από την πέτρα και από τον γύψο. Λέω, «τι να κάνω;». Λέει «να αρχίσετε το κρέας». Και την επομένη άρχισα το κρέας.
– Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση που σας συνδέει με τη γλυπτική;
– Όταν ήμουν παιδί 10 -12 χρονών, ο Θωμάς ζωγράφισε στην ύπαιθρο, εγώ κυνηγούσα πεταλούδες. Αλλά άλλο ήθελα να πω. Ένας θείος ερχόταν και έμενε στο σπίτι μας που ήταν μετά την Κνωσό. Και σκάλιζε την πέτρα και έκανε γούρνες για να πίνουν νερό οι κότες. Ήταν θαύμα για μένα να βλέπω μια πέτρα να γίνεται γούρνα. Τι ευχή έδωσα και έπιασε και όλη μου τη ζωή σκαλίζω πέτρες. Και τον Δεκέμβριο που πήρα το βραβείο Καζαντζάκη την επομένη πήγα στη Μεσαρά. Να τους μάθω να κάνουν γούρνες. Φροντίζω να τους χαριστούν και εργαλεία … Για να τα έχουν ό,τι ώρα θέλουν, την ημέρα που δεν θα έχουν δουλειά και θα έχουν όρεξη για την πέτρα. Το έχω κάνει και σε άλλα χωριά. Στον Κρουσώνα, στα Σκούρβουλα, στους Κάτω Ασίτες. Καλώ τα σχολεία, τους μαθητές να κρατήσουν τα εργαλεία και να χτυπήσουν για λίγο την πέτρα. Όπως όταν έβλεπα το θείο μου να κάνει τη γούρνα.