«Υπάρχει κάτι που θα πάρεις μαζί σου στο Κάνσας, τώρα που θα φύγεις;», ρωτάω. Με κοιτάζει με απορία: «Εκτός από τα ρούχα μου;». Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίζεται. Ο Σανέλ Μπενουά (Chanel Benoit), ένας γίγαντας με ύψος 2.05, ανασηκώνεται λίγο από την καρέκλα, που εδώ και λίγη ώρα έχει καταφέρει κάπως να βολευτεί, βγάζει από την τσέπη του μια πλαστικοποιημένη εικονίτσα της Παναγίας και μου τη δείχνει. «Aυτή θα πάρω. Μου την έχει δώσει η δικηγόρος που έκανε τις διαδικασίες για μένα. Σήμερα την είχα μαζί μου στη συνέντευξή μου και εγκρίθηκε η βίζα για την Αμερική», απαντάει. Πιστεύει στον Θεό; «Πιστεύω ότι υπάρχει. Δεν ξέρω πώς είναι ακριβώς. Αλλά υπάρχει», λέει.
Το 18χρονο αγόρι που κάθεται απέναντί μου, την επόμενη Παρασκευή θα επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για την Αμερική. Τελικός του προορισμός το Κάνσας και συγκεκριμένα το Bethany College for a Bachelor of Arts, όπου θα φοιτήσει με υποτροφία χάρη στην αθλητική του επίδοση στο μπάσκετ. «Θα σπουδάσω και δεσμεύομαι να διαβάζω όσο πιο πολύ μπορώ. Και θα προπονούμαι. Είμαι γρήγορος, αλλά χρειάζεται να εξελίξω την τεχνική μου. Μπορώ να γίνω πολύ καλύτερος», λέει με πείσμα. Ακτινοβολεί ολόκληρος νεανική ανυπομονησία. Οταν επιστρέψει σε τέσσερα χρόνια, ελπίζει ότι όλα θα έχουν πάει καλά και θα έχουν πάει σύμφωνα με το «σχέδιο», μου λέει. Θα έχει μια θέση στην ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού, στην εφηβική ακαδημία του οποίου ανακάλυψε και εξέλιξε το ταλέντο του.
Ο «Γολγοθάς»
Η ιστορία του μοιάζει στα βασικά σημεία με πολλών άλλων παιδιών που έφθασαν στην Ελλάδα ασυνόδευτα στο απόγειο της προσφυγικής κρίσης και βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας έκτοτε: έφυγε μόνος του από το Καμερούν κυνηγημένος από τον εμφύλιο το 2016. Λίγους μήνες αργότερα και ενώ δεν είχε ακόμη κλείσει τα 12 του χρόνια, έφτασε στη Λέρο με μια φουσκωτή βάρκα. Οι λεπτομέρειες είναι σοκαριστικές.
«Εμεινα ορφανός και μόνος. Ημουν στο σχολείο και με ειδοποίησαν ότι είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι μου. Γύρισα και τα βρήκα όλα καμένα και τους γονείς μου νεκρούς. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να τους αναγνωρίσω, αλλά υπέθεσα ότι δύο καμένοι άνθρωποι ανάμεσα στα ερείπια θα πρέπει να ήταν οι γονείς μου. Ετσι είναι ο εμφύλιος. Η θεία μου, η αδελφή της μητέρας μου, με έκρυψε δύο μέρες και μετά –δεν ξέρω πώς το έκανε, ούτε τι πλήρωσε– με έδωσε σε κάποιον να με πάει στην Τουρκία. Ετσι έφθασα στην Κωνσταντινούπολη». Με αυτή τη διήγηση ο Σανέλ απάντησε στην ερώτησή μου «γιατί έφυγε από το Καμερούν». Στην Τουρκία έμεινε περίπου έξι μήνες –η ηλικία του και η άγνοια της γλώσσας δεν του επέτρεπαν να υπολογίσει ακριβώς τον χρόνο– σε ένα σπίτι με άλλους περίπου 40 ανθρώπους κάθε ηλικίας, περιμένοντας να έρθει η σειρά του να περάσει στην Ελλάδα.
Πολλοί ξεκινούσαν αλλά γύριζαν πίσω, αφού τους έπιανε η αστυνομία. Στο μεταξύ έπλενε πιάτα για να εξασφαλίσει το καθημερινό του φαγητό. «Ευτυχώς στην Τουρκία μπορείς να δουλεύεις ακόμη και αν είσαι ανήλικος», λέει χαμογελώντας.
Ημουν στο σχολείο και με ειδοποίησαν ότι είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι μου. Γύρισα και τα βρήκα όλα καμένα και τους γονείς μου νεκρούς.
Στη Λέρο έμεινε μόνο για έναν μήνα και έπειτα τοποθετήθηκε σε ξενώνα ασυνόδευτων ανηλίκων της οργάνωσης The Home Project στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Ο πρώτος καιρός ήταν πολύ δύσκολος, δεν ήξερε τη γλώσσα, δεν ήξερε πού βρίσκεται καλά καλά και ήταν συνέχεια θυμωμένος. Σήμερα ξέρει ότι όσα συνέβησαν στη συνέχεια μοιάζουν σαν μια καλή νεράιδα να αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί του και να αλλάξει τη μοίρα του.
Το The Home Project είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός που δραστηριοποιείται στην παιδική προστασία ασυνόδευτων ανηλίκων και παρέχει υποστήριξη, προστασία, εκπαίδευση και υπηρεσίες κοινωνικής ενσωμάτωσης. Μέχρι σήμερα έχει υποστηρίξει περισσότερα από 900 παιδιά και έχει προσφέρει 170 θέσεις εργασίας. Συνεργάζεται στενά με το ACS για την εκπαίδευση των παιδιών και στο πλαίσιο αυτό ο Σανέλ Μπενουά επιλέχθηκε για να φοιτήσει σε αυτό με υποτροφία. Το κολέγιο είδε και την ικανότητά του στο μπάσκετ. «Επαιζα ποδόσφαιρο, αλλά δεν θα έλεγα ότι ήμουν και πολύ καλός», λέει και πάλι χαμογελάει πλατιά. Την άνοιξη πριν καν ξεκινήσει η φοίτησή του είχε επιλεγεί για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία Εφήβων του Παναθηναϊκού. «Μου το έλεγαν όλοι ότι πρέπει να δοκιμάσω την τύχη μου στο μπάσκετ», λέει.
Οι αιτήσεις
Πριν τελειώσει το σχολείο είχε ήδη καταθέσει αιτήσεις σε πολλά πανεπιστήμια στην Αμερική, ζητώντας να γίνει δεκτός με υποτροφία, με βάση πάντα τις επιδόσεις του. Εγινε δεκτός από τρία, επέλεξε το Bethany College.
Γιατί όχι στη Γαλλία; Αλλωστε η μητρική του γλώσσα είναι τα γαλλικά. «Ναι, αλλά έχω καταφέρει να κρύβω την προφορά μου στα αγγλικά, έτσι;». Το γέλιο του είναι ζωντανό, καθαρό. Αν ζούσαν οι γονείς του θα ήταν τόσο περήφανοι, σκέφτομαι. «Θέλω να πάω στη Γαλλία, στο Παρίσι. Για κάθε παιδί στο Καμερούν, το Παρίσι είναι ο παράδεισος. Θέλω να δω τον πύργο του Αϊφελ από κοντά, να βγάλω φωτογραφία και να φαίνεται ότι είμαι μπροστά στον πύργο, ότι είμαι εκεί. Ομως για το μπάσκετ η χώρα είναι η Αμερική», καταλήγει.
«Φοβάσαι;», ρωτάω. «Είμαι ενθουσιασμένος», απαντάει. «Θα κάνω ό,τι περισσότερο μπορώ. Το πανεπιστήμιο είναι μακριά από το κέντρο της πόλης, έτσι θα είμαι αναγκαστικά απομονωμένος και θα είναι πιο εύκολο να συγκεντρωθώ. Ούτε πάρτι ούτε ποτά. Μόνο προπόνηση και διάβασμα», μου λέει και μοιάζει σαν να δεσμεύεται στον εαυτό του κυρίως. «Εχω έναν στόχο. Και όταν θα γυρίσω θα είμαι έτοιμος να παίξω στον Παναθηναϊκό».
Δεν γνωρίζει τίποτα για την υπόλοιπη οικογένειά του πίσω στο Καμερούν. «Δεν ξέρω καν αν υπάρχει κανείς», μου εξηγεί. Ομως, «δεν είμαι μόνος. Εχω πολλούς φίλους εδώ στην Ελλάδα. Ελληνες, Αφρικανούς, Αφγανούς, ανθρώπους από πολλές χώρες. Δεν θα μπορούσα να έχω κάνει τίποτα αν δεν με βοηθούσαν. Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου».