Η διαχείριση του χρόνου των παιδιών μετά το σχολείο αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα για τους περισσότερους γονείς, οι οποίοι αγχώνονται για το αν η εξωσχολική δραστηριότητα συνδυάζει τη χαρά με την καλλιέργεια μιας δεξιότητας.
Σε ποια ηλικία του παιδιού θα έπρεπε όμως να μπαίνουν στη ζωή του οι εξωσχολικές δραστηριότητες και πόσες μπορεί να είναι αυτές;
Η Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγος, παιδοψυχολόγος και συγγραφέας μας δίνει ένα παράδειγμα: «για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας η κολύμβηση είναι μια καλή ιδέα. Είναι μια δραστηριότητα που μπορούν να ξεκινήσουν από τα 4 – 5 χρόνια τους και σε κάποιες περιπτώσεις και νωρίτερα, αρκεί να είναι δεκτικά και να το απολαμβάνουν. Πριν από την ηλικία των 4 ετών προτείνω τα παιδιά να κοινωνικοποιούνται με άλλους τρόπους. Η παιδική χαρά είναι πάντα μια φανταστική ιδέα για τον ελεύθερο χρόνο ενός μικρού παιδιού. Συναναστρέφεται συνομηλίκους, αναπτύσσει δεξιότητες, μοιράζεται πράγματα, εκτονώνεται, διασκεδάζει κ.ά».
Ο κανόνας των «2 δραστηριοτήτων»
Όσον αφορά τον τρόπο που επιλέγεται μια δραστηριότητα, σύμφωνα με την κ. Καππάτου, αυτή άλλες φορές έρχεται από τα παιδιά, τα οποία έμαθαν ή άκουσαν κάτι και θέλουν να το δοκιμάσουν, και άλλες φορές πρόκειται για ιδέα του γονιού που ενθουσίασε τα παιδιά.
«Συχνά βέβαια μας κατευθύνουν και οι κλίσεις του παιδιού» σημειώνει η έμπειρη παιδοψυχολόγος και συνεχίζει: «Ένα παιδί που τρελαίνεται για ζωγραφική και χορό και το κάνει και καλά, μάς έχει δώσει έναν πολύ καλό λόγο για να το εγγράψουμε σε μια ανάλογη δραστηριότητα. Ξεκινάμε λοιπόν με μια δραστηριότητα ακόμα και όταν το παιδί πηγαίνει στο δημοτικό, και στη συνέχεια αν δούμε ότι ανταποκρίνεται, προχωρούμε και σε μια δεύτερη.
Ο γενικός κανόνας «μέχρι δύο δραστηριότητες», με τη μια να είναι εκπαιδευτική και την άλλη ψυχαγωγίας ή αθλητική, είναι κατά την άποψή μου μια ισορροπημένη συνθήκη, μια σωστή αναλογία για τα παιδιά του δημοτικού».
H κ. Καππάτου τονίζει πως φυσικά υπάρχουν και αρκετά παιδιά που τα πηγαίνουν καλά και με τρεις δραστηριότητες- μια εκπαιδευτική, μια ψυχαγωγική/καλλιτεχνική και μια αθλητική αλλά, όπως σημειώνει, «στις τρεις δραστηριότητες πρέπει πραγματικά να είμαστε σίγουροι ότι δεν υπονομεύουν ούτε τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών ούτε φυσικά και τα μαθήματα τους».
Το ειδικό κεφάλαιο των ξένων γλωσσών
Όσον αφορά τις ξένες γλώσσες, η κ. Καππάτου υπογραμμίζει πως καλό είναι να μπαίνουν στο πρόγραμμα όταν το παιδί χειρίζεται με άνεση τον χρόνο του εκτός σχολείου.
«Κάποια παιδιά δυσκολεύονται στη προσαρμογή στην Α’ ή και Β’ δημοτικού ή παρουσιάζουν δυσκολίες στη μάθηση- σε αυτές τις περιπτώσεις μάλλον τους προκαλεί πίεση η ξένη γλώσσα» εξηγεί και προσθέτει: «Ωστόσο, από την προσχολική και από τις πρώτες σχολικές τάξεις υπάρχουν ενδιαφέροντα προγράμματα εισαγωγής στην ξένη γλώσσα με προσανατολισμό παιχνιδιού. Σε αρκετά παιδιά αρέσουν αυτά τα προγράμματα.
Η ουσιαστική επαφή όμως με τον γραπτό λόγο της ξένης γλώσσας μπορεί να ξεκινήσει από την Γ΄ ή και Δ΄ δημοτικού. Αν η πρώτη γλώσσα πηγαίνει καλά και το παιδί το επιθυμεί, στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο και της δεύτερης ξένης γλώσσας».
Η τάση πάντως να συγχέεται η εξωσχολική δραστηριότητα με ελεύθερο χρόνο και με κοινωνικοποίηση, είναι εντελώς λανθασμένη κατά την κ. Καππάτου. Όπως σημειώνει η ίδια: «σε όλες τις δραστηριότητες υπάρχει ένας εκπαιδευτής που δίνει οδηγίες, τα παιδιά δουλεύουν πάνω σε ένα πρόγραμμα κ.τ.λ. Είναι και αυτό ένα μάθημα».
Η ανάγκη του κενού χρόνου
Η Χριστίνα Ρασιδάκη, ψυχοθεραπεύτρια, σύμβουλος γονέων και εκπαιδευτικών θέτει ακόμα μία παράμετρο στο ζήτημα που απασχολεί τους περισσότερους γονείς. Όπως εξηγεί: «αυτό που πρέπει να εξασφαλίζεται πρώτο από όλα όταν δημιουργείται ένα πρόγραμμα είναι ο ήρεμος χρόνος στο σπίτι. Χρόνος μαζί με τους γονείς, να κάνουν ωραία πράγματα ακόμα και τις καθημερινές».
Η ίδια θεωρεί πως η εξωσχολική δραστηριότητα πρέπει να είναι κάτι που αρέσει στα παιδιά και αν τους αρέσει πολύ, μπορούν να την κάνουν δύο φορές την εβδομάδα. Όπως λέει: «Τα παιδιά ενθουσιάζονται με διάφορα. Εμείς πρέπει να παρατηρούμε στενά κατά πόσο τα αντέχουν όλα αυτά που θέλουν.
Και φυσικά, δεν πρέπει να τα “φορτώνουμε” με δραστηριότητες επειδή εμείς δεν έχουμε χρόνο να τα απασχολήσουμε, ή δουλεύουμε, ή νιώθουμε αμήχανοι με το πως πρέπει να αξιοποιηθεί ο ελεύθερος χρόνος τους. Είναι εξόχως σημαντικό να τα εκπαιδεύσουμε στον κενό χρόνο, στο “είμαι μόνος μου με τον εαυτό μου”. Το παιδί πρέπει να μάθει να αυτοαπασχολείται γιατί αυτό είναι δεξιότητα ζωής».
Τέλος, η κ. Ρασιδάκη επισημαίνει μια παράμετρο που συχνά υποτιμάται, τον ύπνο. «Τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένων των εφήβων, χρειάζονται τουλάχιστον 9 ώρες ύπνου, καθώς ο εγκέφαλός τους το έχει ανάγκη».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr