Το συναντάμε στον Οδυσσέα, που τόσους ξεγέλασε με την ευστροφία του. Στον Σωκράτη, που του στοίχισε μεν ακριβά, αλλά εξαιτίας του καθόρισε τη δυτική φιλοσοφία. Ολοι οι αρχαίοι το διέθεταν μάλλον και ήταν επόμενο να το κληροδοτήσουν, ως οικονομική αρετή, στους απογόνους τους: στους Ελληνες της διασποράς του 17ου αιώνα, σε εθνικούς ευεργέτες όπως ο Ιωάννης Βαρβάκης, που από τα Ψαρά έφτασε στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, στον «Ζορμπά της επιχειρηματικότητας» Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά και στους καπάτσους μικροεμπόρους της δεκαετίας του ’80 ή στους ριψοκίνδυνους startupers της ψηφιακής εποχής. Βέβαια, ακόμη και ο πολυμήχανος ομηρικός ήρωας είχε λοιδορηθεί για το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του – ο Βιργίλιος τον θεωρούσε δόλιο. Εκτός από τον Βαρβάκη, υπήρχε και ο σκοτεινός έμπορος όπλων Βασίλειος Ζαχάρωφ. Αραγε, λοιπόν, έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο το περίφημο «ελληνικό δαιμόνιο»; Πώς ορίζεται; Και πού ακριβώς βασίζεται η ύπαρξή του;
«Γενικώς, ως “δαιμόνιο” θεωρούμε την ξεχωριστή ικανότητα προσαρμογής των Ελλήνων σε ποικίλα εμπορικά περιβάλλοντα», λέει στην «Κ» ο Βασίλης Κ. Γούναρης, καθηγητής Ιστορίας Νεότερων Χρόνων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο οποίος, μαζί με μια ομάδα δεκαεπτά πανεπιστημιακών, μελέτησε ιστορικά την έννοια του ελληνικού δαιμονίου στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του Ελληνικού Iδρύματος Eρευνας και Καινοτομίας. «O όρος όμως», συνεχίζει ο καθηγητής, «έχει επεκταθεί και χρησιμοποιηθεί για κάθε είδους παράτυπες ενέργειες που μπορεί να αξιοποιήσει κάποιος προκειμένου να πετύχει. Η ιστορία του ελληνικού δαιμονίου δεν ξεκινάει ακριβώς με τη χρήση της λέξης, αλλά με το ζήτημα της εμπορικής επιτυχίας των Ελλήνων. Η οποία συναντάται και σε άλλους λαούς –τους Εβραίους, τους Αρμένιους– που προέρχονταν από το ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον –την Οθωμανική Αυτοκρατορία– και οι οποίοι δημιουργούσαν εμπορικά δίκτυα στην Ευρώπη. Το μοναδικό στην περίπτωσή μας είναι ότι πάνω στο “δαιμόνιο” χτίζεται, από την εποχή του Διαφωτισμού, ένα κομμάτι της αυτοσυνειδησίας μας. Και σταδιακά το επιχειρηματικό δαιμόνιο συγχέεται με το δαιμόνιο του Σωκράτη, με τη φωνή μέσα μας που μας λέει τι να κάνουμε, αν και στη δική του περίπτωση, του έλεγε τι να μην κάνει».
Καρπός της έρευνας του Βασίλη Γούναρη και της ομάδας του είναι ο συλλογικός τόμος «Demon Entrepreneurs: Refashioning the “Greek Genius” in Modern Times» (εκδ. Routledge), που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε επιμέλεια δική του και του καθηγητή Διπλωματικής Ιστορίας του ΑΠΘ Ιωάννη Στεφανίδη. Στα δεκαοκτώ άρθρα του τόμου βρίσκει κανείς ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία για το οριενταλιστικό στερεότυπο των Ευρωπαίων, που φοβούνταν μην εξαπατηθούν στα οθωμανικά παζάρια, αλλά και για τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος συνέδεσε την οικονομική άνοδο της ελληνικής διασποράς με τη μόρφωσή της και τη γνωριμία της με τους προγόνους της· για τα σχολικά βιβλία του νέου ελληνικού κράτους που μιλούσαν για το στρατιωτικό δαιμόνιο του Κολοκοτρώνη (και το πολιτικό του Μαυροκορδάτου), αλλά και για τις εθνικές καταστροφές που μετέτρεψαν το ελληνικό δαιμόνιο σε δηλωτικό όχι τόσο της επιτυχίας, όσο του ταξιδιού, της περιπέτειας· για τον μύθο του επιτυχημένου μετανάστη που συνέβαλε στην εμπέδωση του δαιμονίου, για τις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του δαιμόνιου Ελληνα (από τον Κώστα Χατζηχρήστο μέχρι το «Βαλκανιζατέρ»), αλλά και για την οικονομική κρίση, στον δημόσιο λόγο της οποίας, οι σχετικές αναφορές αυξήθηκαν.
«Σε γενικές γραμμές, στην πορεία του 20ού αιώνα το ελληνικό δαιμόνιο συνδέεται και με τη μικροεπιχειρηματικότητα, με τους “μικρομεσαίους” και την προσπάθειά τους να πετύχουν», εξηγεί ο Βασίλης Γούναρης. «Ο όρος χρησιμοποιείται και για τον άνθρωπο που θα κατέβει από το βουνό και θα κάνει μια επιχείρηση στην Αθήνα, αλλά και για τον Μικρασιάτη που έρχεται κατεστραμμένος και στήνει ένα μαγαζάκι το οποίο επεκτείνεται. Φτάνοντας στην κρίση, βλέπουμε ότι η ανάκαμψη αναζητείται επίσης μέσα από τις μικρές επιχειρήσεις, τις startups, τις καινοτομίες κ.λπ. Εδώ, το επιχειρηματικό δαιμόνιο χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τις αδυναμίες του κράτους, το οποίο λέει ότι οι Ελληνες θα τα καταφέρουν, θα επιβιώσουν. Το ίδιο λεγόταν και τη δεκαετία του ’60 για την είσοδο στην ευρωπαϊκή κοινότητα, η οποία ήταν δύσκολη, αλλά “το δαιμόνιο του Ελληνα…”. Ή στις καταστροφές του ’30, όπου γινόταν λόγος για το δαιμόνιο του πρόσφυγα, ο οποίος μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα, αλλά μπορούσε να βοηθήσει».
Μήπως όμως το ελληνικό δαιμόνιο βοηθάει εμάς που το επικαλούμαστε; Πώς το αξιοποιούμε λόγου χάρη όταν παρουσιαζόμαστε ενώπιον της Ευρώπης, συγκρινόμενοι με άλλους Βαλκάνιους και Ανατολίτες; «Αν το δει κανείς σε μια πορεία 200-300 ετών, είναι ένα πολύ δυνατό στερεότυπο», λέει ο Βασίλης Γούναρης.
«Το οποίο εξαρχής μας βοήθησε να σταθούμε πιο πάνω από τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. Υπήρχε μια πολιτισμική διάκριση της εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι Ελληνες είναι στην κορυφή της πυραμίδας, ως μεταπράτες, και ακολουθούν οι Βλάχοι που είναι κτηνοτρόφοι, οι Σλάβοι που είναι αγρότες, οι Αλβανοί που είναι μεροκαματιάρηδες κ.λπ. Πάνω σε αυτή την αναγνωρισιμότητα, οι Ελληνες χτίζουν. Λένε στους Ευρωπαίους –κι εκείνοι εν μέρει το δέχονται– ότι με τέτοιο πλεονέκτημα, δεν είμαστε άραγε εμείς που πρέπει να διαχειριστούμε τα της Ανατολής και των Βαλκανίων; Ετσι, στον 19ο αιώνα και ώς τις αρχές του 20ού, καλλιεργείται η ιδέα ότι μπορούμε να γίνουμε οι Αγγλοι της Ανατολής: ένα θαλασσινό, εμπορικό έθνος. Αρέσει και στους Αγγλους η ιδέα. Σκέφτονται, “they level with us”: είμαστε στο ίδιο επίπεδο».
Οι επιλογές που κάνει η χώρα στη συνέχεια –στους δύο παγκοσμίους πολέμους, στην ευρωπαϊκή οικογένεια– διατηρούν το πλεονέκτημα, που βέβαια συνυπάρχει και με το αντίθετο στερεότυπο: του πονηρού, του απατεώνα. «Αυτό που έχει επικρατήσει σήμερα όταν αναφερόμαστε στο ελληνικό δαιμόνιο, είναι η εικόνα του πονηρού μικρομεσαίου που εξαπατά», καταλήγει ο Βασίλης Γούναρης. «Δεν το επικαλούμαστε για να αναφερθούμε σε μια μεγάλη επιτυχία. Στον ελληνικό κινηματογράφο, όπου υπάρχουν πολλοί δαιμόνιοι, βλέπουμε ότι ενώ η ελληνική κοινωνία συγχωρεί πρόθυμα διάφορους φτωχοδιαβόλους, είναι σκληρή με όσους επιχειρηματίες έχουν πετύχει με βρώμικο χρήμα.
Αυτή η κριτική του πλούτου έχει διάφορες φάσεις: ασκείται στους “χρυσοκάνθαρους” της τρικουπικής Ελλάδας, που επενδύουν στο χρηματιστήριο και στα μεταλλεία δημιουργώντας αναταραχή, και φτάνει σε ταινίες όπου η Τασσώ Καββαδία εμφανίζεται ως ανελέητη εφοπλίστρια, ενώ από την άλλη πλευρά προβάλλονται όσοι είναι μικροί και αυτοδημιούργητοι».
Η «αποδαιμονοποίηση» του δαιμονίου
Το ελληνικό δαιμόνιο χρειάστηκε να συνδυαστεί με μια άλλη εγχώρια ταυτότητα: την ελληνοχριστιανική. Για να γίνει όμως αποδεκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία ο πλούτος, έπρεπε να συνδυάζεται με ευεργεσίες: έτσι θα καθαγιαζόταν το δαιμόνιο του επιχειρηματία. Και αν η Εκκλησία έκανε τέτοιες παραχωρήσεις, η ελληνική Αριστερά απέδιδε στο ελληνικό δαιμόνιο ένα πρόσημο αποκλειστικά αρνητικό, λόγω του μεταπρατικού χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης. «Σύμφωνα με τον Πουλαντζά, η ελληνική αστική τάξη λειτουργεί σαν ενδιάμεσος σταθμός για την αναπαραγωγή του ξένου κεφαλαίου στις εξαρτημένες χώρες», λέει ο Λουκιανός Χασιώτης, αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, που συνέβαλε με άρθρο του στον τόμο «Demon Entrepreneurs».
Η μαρξιστική ανάλυση
Η προσέγγιση αυτή αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό της μαρξιστικής ανάλυσης για τον ελληνικό καπιταλισμό. Υπήρξαν ωστόσο και διαφορετικές προσεγγίσεις. Οπως του Γεωργίου Σκληρού: «Στα τελευταία έργα του, εκτός από τον κοινωνιολογικό παράγοντα, ο Σκληρός προσθέτει και τον φυλετικό και τον ιστορικό», τονίζει ο κ. Χασιώτης. «Ο φυλετικός ισοδυναμεί για εκείνον με την ιδιοσυγκρασία, τον χαρακτήρα και τις ιδιότητες της φυλής, δηλαδή του έθνους – δεν μιλάει με όρους ρατσισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για ατομικιστικές αρετές, γιατί η φυλή υστερούσε σε κοινωνικά ιδανικά λόγω της καθυστερημένης οικονομικής ανάπτυξής της. Μία τέτοια αρετή είναι το εμπορικό δαιμόνιο του Ελληνα. Ο Σκληρός το βλέπει ως προϊόν του ευκίνητου και εμπορικού ελληνικού λαού, της ιδιόρρυθμης ιστορίας του και “της ψύχωσής μας να αφήνουμε τα χώματά μας και να περνάμε θάλασσες και ωκεανούς για ατομικό πλουτισμό”».
Οι άλλοι μαρξιστές που μελετά ο κ. Χασιώτης είναι οι Γιάννης Κορδάτος και ο Σεραφείμ Μάξιμος. Ο Κορδάτος, όταν μιλάει για τη δύναμη της ελληνικής ναυτιλίας, την αποδίδει στην πειρατεία: οι Ελληνες είχαν εξασκηθεί από νωρίς σε αυτό το επάγγελμα, αξιοποιώντας έπειτα την εμπειρία τους στις «εμπορομεσιτικού» χαρακτήρα δραστηριότητές τους.
Ρόλος «ενδιαμέσου»
Ο Μάξιμος αναζητά τη γενεαλογία της ελληνικής αστικής τάξης: οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί στη Μεσόγειο, η έλλειψη τίτλων ιδιοκτησίας στην οθωμανική επικράτεια, έδωσαν στους Ελληνες καπιταλιστές ένα ρόλο «ενδιάμεσου» με τα ξένα κεφάλαια που επενδύονταν στην περιοχή.
Αραγε όμως η μαρξιστική κριτική αποδυνάμωσε την έννοια του ελληνικού δαιμονίου; «Θα χρησιμοποιούσα τη λέξη “αποδαιμονοποίησε”», καταλήγει ο κ. Χασιώτης. «Αντιμετώπισε και αυτή το ελληνικό δαιμόνιο ως στερεότυπο. Αλλά το έκανε υπό το πρίσμα του λεγόμενου μη παραγωγικού, μεταπρατικού και “παρασιτικού” χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης».
Αυθαίρετοι και ομορφάντρες
«Η εγχώρια δημοφιλής κουλτούρα ασχολείται με το ελληνικό δαιμόνιο μέσα από δύο επιδιώξεις», λέει ο αναπληρωτής καθηγητής της Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας του ΑΠΘ Βασίλης Βαμβακάς, που στο «Demon Entrepreneurs» μελετάει τις αναπαραστάσεις του δαιμόνιου Ελληνα στην τηλεόραση, τα τραγούδια και το Διαδίκτυο, από τη Μεταπολίτευση και έπειτα. «Πρώτον», συνεχίζει ο καθηγητής, «μέσα από την εξιδανίκευση μιας εθνικής ιδιαιτερότητας, που μας καθιστά επιχειρηματικά ευφυείς και ικανούς να μετατρέπουμε τα μειονεκτήματά μας σε πλεονεκτήματα· και δεύτερον, μέσα από ένα ερώτημα για το αν αυτές οι ιδιότητες έχουν προσδιορίσει την εθνική μας ταυτότητα με εποικοδομητικό τρόπο».
Και οι δύο τρόποι, εξηγεί ο κ. Βαμβακάς, έχουν χιουμοριστικούς κώδικες, κάτι που προσδίδει μια αμφισημία στις αφηγήσεις, ενώ υπογραμμίζεται και η τάση των Ελλήνων, ως ατόμων και επαγγελματιών, να έχουν αντικρουόμενα πρότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σειρά «Οι Αυθαίρετοι», που προβλήθηκε από τα τέλη του 1989 στην ιδιωτική τηλεόραση. «Εδώ συνθέτονται δύο πεδία απεικόνισης της ελληνικής πραγματικότητας: το “περίεργο” επιχειρείν των μεσαίων στρωμάτων και η οικογενειακή ένταση που προκαλεί. Εκείνη την εποχή συνεχιζόταν η συζήτηση για την ευρωπαϊκότητα της Ελλάδας και η σειρά συμβάλλει στη διακωμώδηση του καταφερτζή, που νομίζει ότι μπορεί να εξαπατήσει τους άλλους, αλλά οδηγείται στην καταστροφή. Οι πρωταγωνιστές κινούνται μεταξύ μοντέρνου και παραδοσιακού, ηθικού και ανήθικου, ατομικού και συλλογικού, κάτι που οδηγεί σε τραγελαφικές συμπεριφορές». Και ενώ οι «Αυθαίρετοι» πλαισιώνονται από την πολιτική συγκυρία (θυμίζουμε ότι πρωταγωνιστούσε ένας «Κώστας» και ένας «Ανδρέας»), ο περίφημος «Ακάλυπτος», από τη σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», που έκανε πρεμιέρα το 1997, σηματοδοτεί μια στροφή του δαιμόνιου προς την ιδιωτική σφαίρα. «Εξ ου και το στοιχείο της υπερσεξουαλικότητας του πρωταγωνιστή», σημειώνει ο κ. Βαμβακάς, «η οποία συνδυάζεται με τη γενικότερη “free rider” ηθική του, του τζαμπατζή, του τύπου που για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του είναι ικανός να πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο “Ακάλυπτος” δεν εντάσσεται σε ιστορικό ή πολιτικό πλαίσιο, αλλά σε μια συζήτηση για την κοινωνία της μεγάλης ευημερίας, που προσπαθεί να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της σε ατομικιστικό πλαίσιο».
Ο κ. Βαμβακάς μελετάει ακόμα ορισμένες διαφημίσεις (όπως εκείνη με τον καντινιέρη, ο οποίος προσφέρει χοτ-ντογκ με μια μεγάλη ποικιλία από σάλτσες και κολακεύει τον πελάτη του ως… «ομορφάντρα»), οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το ελληνικό δαιμόνιο, ειδικά μετά τη Μεταπολίτευση, εκδημοκρατίζεται και αποδίδεται κυρίως στις λαϊκές τάξεις. Εστω κι έτσι, δεν αφορά τους πάντες: οι περισσότερες αναπαραστάσεις του περιγράφουν μια ιδιότητα ανδρική, η οποία, πάντως, συνήθως παρωδείται.