Γιατί παίρνουν τώρα φωτιά οι καταυλισμοί;

Γιατί παίρνουν τώρα φωτιά οι καταυλισμοί;

Η εγκληματικότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός της κοινότητας δεν συνέβησαν σε μία μέρα – Η ιστορία μιας τριαντάχρονης αποξένωσης

8' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μα πώς φτάσαμε ώς εδώ; Ο γύφτος πρωταγωνιστούσε σε ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα του Σικελιανού το ’35. Για να μην πω για τον Παλαμά, που στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζει τον γύφτο ως σύμβολο ελεύθερης και αδούλωτης ψυχής. Και ο Χατζιδάκις μελοποιεί το ’55 το «γαρύφαλλο στ’ αυτί και πονηριά στο μάτι» που έγραψε για τις τσιγγάνες του ο Σακελλάριος. Και «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά» από τον μποέμ Βοσκόπουλο το ’71.

Και μετά τη μεταπολίτευση ήρθε το «Ρεσιτάλ» με τη Μαρινέλλα και τον Κώστα Χατζή να διαλύσει όλους τους φόβους μας για «τους γύφτους που φτιάξαν τα καρφιά». Και η υπόκλιση το ’83 στον Λυκαβηττό, του Σαββόπουλου, του Μητροπάνου, της Αλεξίου… στον «μεγάλο τσιγγάνο» Μανώλη Αγγελόπουλο. Και βέβαια η Ερατώ στους «Ψίθυρους καρδιάς» στα τέλη της δεκαετίας του ’90, που σαγήνεψε όλους τους άντρες.

Και να τώρα που το «γύφτος» και το «γύφτισσα» έχουν καταντήσει βρισιές ανείπωτες. Και μη μου πείτε άλλο «γύφτοι», άλλο «τσιγγάνοι», άλλο «Ρομά», γιατί δεν θα ξεκινήσουμε καλά.

Το «Ρομά» είναι σύγχρονη σχετικά «εφεύρεση» για να ξεπεραστούν οι τοπικοί ρατσισμοί (σε κάποιες χώρες ήταν βρισιά το «τσιγγάνος» και σε κάποιες άλλες, το «γύφτος»). Γύφτοι και τσιγγάνοι όμως είναι το ίδιο. Στην Αττική και στην Πελοπόννησο, «τσιγγάνους» λέμε αυτούς που ζουν σε σπίτια και «γύφτους» αυτούς που ζουν σε καταυλισμούς. Στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, το ανάποδο.

Ο Πασπάτης πάντως το 1857 στο «Περί των Ατσιγγάνων» υποστηρίζει ότι η διεθνής ονομασία «Gypsy» προέρχεται από τη Μεθώνη που λόγω της εμπορικής της σημασίας ονομαζόταν «Μικρά Αίγυπτος» και οι μαυριδεροί σιδεράδες της «μικροί Αιγύπτιοι», δηλαδή γύφτοι. Για δέκα αιώνες πριν μιλάμε. Τότε που οι τσιγγάνοι είχαν στην Κέρκυρα το δικό τους φέουδο, το Feudum Acinganorum και στο Ηράκλειο μεγαλουργούσε η φυλή των «Ham» – όπως γράφει στα βιβλία του ο Κώστας Κόμης. Και όλοι να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Αυτή είναι που τους συνέδεσε με την Ινδία – πολύ πριν έρθουν τα τεστ DNA και το επιβεβαιώσουν. Δέκα εκατομμύρια υπολογίζονται σήμερα στην Ευρώπη –η μεγαλύτερη σκόρπια χώρα της Γηραιάς Ηπείρου–, με περίπου το 20% της γλώσσας τους να έχει ελληνικές ρίζες!

Οι χιτλερικοί τούς σημάδευαν με ένα «Ζήτα» – μισό εκατομμύριο τσιγγάνους εξόντωσαν. Μόνο ένα βράδυ στο Μπίρκεναου του Αουσβιτς έπνιξαν 800 τσιγγανάκια που μέχρι τότε τα είχαν για πειραματόζωα. Ο Τσαουσέσκου, δε, «για να εξαφανιστεί η ράτσα τους» στείρωνε υποχρεωτικά τις τσιγγάνες.

Αλλά αρκετά με τις ιστορικές προσεγγίσεις.

Πώς φτάσαμε στον πυροβολισμό ξανά ενός νεαρού τσιγγάνου; Τι πίστεψαν ότι κυνηγούσαν οι αστυνομικοί; Γιατί τέτοιο μένος για 20 ευρώ; Και γιατί οι τσιγγάνοι μετά τόσα και τόσα ακριβοπληρωμένα ευρωπαϊκά προγράμματα «ενσωμάτωσης» παραμένουν στο «περιθώριο»; Γιατί τα παιδιά τους έχουν ως παιγνίδι να πετροβολούν λεωφορεία και να ληστεύουν περαστικούς που πλησιάζουν τα γκέτο τους; Πώς είναι δυνατόν κάθε φορά που οι αστυνομικοί μπαίνουν σε καταυλισμούς να βρίσκουν καλάσνικοφ και πρέζα αντί για κλαρίνα και φούντες;

Γιατί παίρνουν τώρα φωτιά οι καταυλισμοί;-1
Στιγμιότυπο από ρεπορτάζ του γράφοντος στα ’80s. Οι εκρήξεις ζωής, τα γλέντια, η μανουσσιπέ –η ανθρωπιά δηλαδή– που ζήσαμε όσοι επισκεπτόμασταν τους καταυλισμούς εκείνα τα χρόνια δεν θα επιστρέψουν…

Η στροφή του ’89

Αν πραγματικά θέλουμε απαντήσεις, πρέπει να «γυρίσουμε» στην Πτώση του Τείχους, το ’89 – και μην ξαφνιάζεστε. Το τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από την Αλβανία στην Ελλάδα έσπρωξε στο περιθώριο τους τσιγγάνους εργάτες γης. Μέχρι τότε οι τοπικές αρχές έστηναν ακόμη και γιορτές για να τους υποδεχθούν. Καπνά στη Θράκη, βαμβάκι στη Θεσσαλία, πορτοκάλια στην Πελοπόννησο, ντομάτες στην Κρήτη, ελιές και καρπούζια παντού.

Οι Αλβανοί όμως ήταν πια φθηνότεροι. Και δεν είχαν ένα τσούρμο παιδιά να τους ακολουθούν. Και μετά ήρθαν οι Πακιστανοί, οι Μπαγκλαντεσιανοί, οι Αιγύπτιοι, να κάνουν όλες τις δουλειές που μέχρι τότε έκαναν οι τσιγγάνοι.

Βέβαια, το κλήμα ήταν ήδη στραβό. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η ΕΟΚ έδωσε πολλά λεφτά σε όλες τις χώρες για να δημιουργηθούν πρότυποι καταυλισμοί για τους περιπλανώμενους τσιγγάνους. Οι δήμαρχοί «μας» όμως –δεξιοί και αριστεροί–, αντί να κάνουν τα κάμπινγκ, έκαναν «δημοψηφίσματα». «Λεφτά για τους γύφτους ή για την πλατεία;»… Ετσι έκλεισε και η χαραμάδα για τη μόρφωσή τους. Γιατί μαζί με τα κάμπινγκ θα είχαμε και «Σχολεία του δρόμου» που θα τους ακολουθούσαν στις εποχικές τους μετακινήσεις. Ταυτόχρονα, εκείνη πάλι την εποχή, δεν προσφέραμε στα τσιγγανάκια τη «μαθητική ταυτότητα», που θα τους επέτρεπε –χωρίς άλλες γραφειοκρατικές διατυπώσεις– να παρακολουθούν τα σχολεία στις περιοχές όπου πήγαιναν για δουλειά οι γονείς τους. Ετσι, ο αναλφαβητισμός έμεινε στην Ελλάδα στο 90%, ενώ στην Ισπανία έπεσε στο 20%. Και είμαστε σήμερα η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό εγκατάλειψης του σχολείου – ανάμεσα στις 9 χώρες της «παλιάς» Ε.Ε. Για να μη μιλήσουμε για τα τσιγγάνικα σχολεία που πυρπολήθηκαν στον Ασπρόπυργο ή στα Εξαμίλια. Με τους «ντόπιους» να φωνάζουν «έξω οι γύφτοι». Και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να μας καταδικάζει το 2008 για τις κλειστές σχολικές πόρτες στα παιδιά των τσιγγάνων.

Το τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από την Αλβανία στην Ελλάδα έσπρωξε στο περιθώριο τους τσιγγάνους εργάτες γης.

«Ναι, αλλά τα όπλα πώς μπήκαν στους καταυλισμούς;». Θα πάμε και σε αυτό, πριν όμως να δούμε πώς χάθηκε η ευκαιρία να νομιμοποιήσουμε τους γυρολόγους τσιγγάνους – που επίσης «ενέταξαν» στους κόλπους τους άλλες κοινωνίες. Καρεκλάδες, σιδεράδες, γανωτήδες, παλιατζήδες και εδώ και μια δεκαετία «ανακυκλωτές»… Αδειες όμως που θα τους έδιναν μια ασφάλεια δεν τους δόθηκαν ποτέ. «Ε, να μη γεμίσει η χώρα με πλανόδιους πωλητές», απαντούσαν οι υπουργοί τη δεκαετία του ’90 και από την πίσω πόρτα έδιναν αβέρτα άδειες σε όσους ερχόντουσαν από τις χώρες του «παραπετάσματος». «Για να πουλήσουν την οικοσκευή τους» στην αρχή, αλλά σύντομα οι άδειες έγιναν αορίστου χρόνου και έτσι οι βιομηχανικοί εργάτες της πρώην ΕΣΣΔ μετατράπηκαν σε «λαϊκατζήδες». Σε αυτή την άνιση, τουλάχιστον, μεταχείριση αναζητήστε την έχθρα που έχουν οι τσιγγάνοι «με αυτούς που ήρθαν από τη Ρωσία και μας πήραν και τις δουλειές και τα σπίτια».

Η φτωχοποίηση των τσιγγάνων λοιπόν –το κύμα που τους έριξε «κάτω και από τους μετανάστες»– αύξησε σε πολλές χώρες, και όχι μόνο στην Ελλάδα, το «μίσος» προς τους «γκατζέ» και την παραβατικότητά τους. Ως απάντηση ήρθε από τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και τον Σαρκοζί στη Γαλλία «ο μεγάλος διωγμός των τσιγγάνων». Από κοντά και η Σουηδία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, αλλά και η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Αλβανία. Ενα τσουνάμι που τα βαλκανικά του απόνερα κατέκλυσαν τη χώρα μας. Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, στις περιοχές των τσιγγάνων εμφανίστηκαν κυνηγημένοι αρκετοί «ξένοι» Ρομά με «φουσκωμένο» ποινικό μητρώο. Οι αποκλεισμένοι από την κοινωνία Ελληνες τσιγγάνοι, άνεργοι και πάμφτωχοι οι περισσότεροι, ήταν πρόσφορη «καύσιμη ύλη» γι’ αυτούς που έψαχναν συνεταίρους στο έγκλημα. Σήμερα υπολογίζεται ότι 10.000 Αλβανοί Ρομά, 6.000 Βούλγαροι Ρομά και 3.000 Ρουμάνοι Ρομά ζουν ανάμεσα στους «δικούς μας» τσιγγάνους ή σε γειτονικές με αυτούς περιοχές.

Η μαφία

Στην αρχή υπήρχαν συγκρούσεις με τους «εισβολείς», όμως το παιγνίδι, με τη δύναμη κυρίως του χρήματος –και μερικές φορές των καλάζνικοφ–, κερδήθηκε από τους «κακούς».

Εκατό κατηγορουμένους –ανάμεσά τους και δύο αστυνομικοί– για 500 ληστείες και κλοπές είχε η «μαφία των Ρομά» –έτσι καταγράφηκε στα ΜΜΕ– που «εξαρθρώθηκε» το ’16. Και τον Οκτώβριο του ’21 –με τη δίκη της «μαφίας» ακόμη να εκκρεμεί– η Ασφάλεια διέρρευσε ότι το 50% της εγκληματικότητας του λεκανοπεδίου Αττικής πηγάζει από καταυλισμούς Ρομά που βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο μαφιόζικων ομάδων.

Οι ίδιοι λένε ότι είναι μισό εκατομμύριο, το Συμβούλιο της Ευρώπης λέει 265.000 και οι ελληνικές αρχές κατέγραψαν μόνο 117.495(!) τσιγγάνους σε 462 περιοχές της χώρας. Στις 77 από αυτές τις περιοχές δεν υπάρχουν ούτε νερό ούτε φως – μόνο σκηνές και παραπήγματα. Ο Κώστας –που παραμένει σε κρίσιμη κατάσταση στην Εντατική– έμενε όμως στον οικισμό Αγία Σοφία στα Διαβατά, μια φτωχογειτονιά 3.000 ανθρώπων που «στήθηκε» πριν από 20 χρόνια στα 150 στρέμματα ενός στρατοπέδου.

Η ζωή του μέχρι που πυροβολήθηκε από αστυνομικό, την πρώτη πρωινή ώρα της Δευτέρας, δεν διέφερε από τη ζωή άλλων συνομηλίκων του. Στα 15 του «έκλεψε» μια ομορφούλα –όπως «επιβάλλει» το έθιμό τους– και, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των γονιών της, στεγάστηκαν μαζί έχοντας ένα παιδάκι 9 μηνών. Οι πρώιμοι γάμοι με νύφες στα 14, στα 15, είναι ο κανόνας στους τσιγγάνους και όχι η εξαίρεση. Με αγόρια όμως της ηλικίας τους και όχι γηραιότερους, όπως συχνά συμβαίνει σε χώρες της Ανατολής.

«Μία παρά ένα λεπτό έφυγε γκαζώνοντας από το βενζινάδικο ο 16χρονος, μία και ένα λεπτό τον πυροβόλησαν», μου λέει «ανώτατη αστυνομική πηγή» που έχει γνώση των ερευνών. «Οι αστυνομικοί της ΔΙ.ΑΣ. ήταν στο βενζινάδικο και ήξεραν ότι πρόκειται για ένα νεαρό που απλώς δεν πλήρωσε», μου αποκαλύπτει. Κι αν αυτό επιβεβαιωθεί, δυσχεραίνεται πολύ η θέση του αστυνομικού που πυροβόλησε αλλά και των επικεφαλής της καταδίωξης.

Συγκρίνοντας μάλιστα το περιστατικό που έγινε τον Μάιο με τους αστυνομικούς να πυροβολούν στο Πέραμα (και να αφαιρούν τη ζωή του 18χρονου Σαμπάνη), η ίδια «ανώτατη αστυνομική πηγή» υποστηρίζει ότι «τότε δεν ξέραμε ποιοι ήταν στο αυτοκίνητο που εμβόλιζε τις μηχανές των αστυνομικών, ούτε γνωρίζαμε αν ήταν οπλισμένοι, ενώ τώρα ξέραμε και από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο 16χρονος προσπάθησε να εμβολίσει τις μηχανές που τον καταδίωκαν». (Η εκδοχή των γεγονότων που κατέθεσαν οι αστυνομικοί, στη σελ. 22).

Υπάρχει λοιπόν αντιτσιγγανισμός στη χώρα μας και τι κάνουμε πέρα από γραφικές καμπάνιες ευαισθητοποίησης στο Instagram;

«Τα δάνεια για σπίτια», που θα είναι ξανά η προεκλογική καραμέλα των πολιτικάντηδων –δεξιών και αριστερών–, δεν είναι η λύση. Οι τσιγγάνοι έχουν ανάγκη από δουλειές και από εκπαίδευση. Η φοίτηση των παιδιών τους που ήδη έχει συνδεθεί με κίνητρα πρέπει να συνοδεύεται και με αυστηρές κυρώσεις όταν διακόπτεται. Και πρέπει με κάθε τρόπο να σπάσουμε το στερεότυπό τους, που ταυτίζει τη σταθερή δουλειά με τη σκλαβιά. Να μπουν στους δήμους και να δοθούν κίνητρα – αυτή τη φορά σε εταιρείες. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει ούτε ένας εργαζόμενος τσιγγάνος –ένας, έτσι για δείγμα!– σε όλες τις επιχειρήσεις των βιομηχανικών περιοχών οι οποίες συνορεύουν με καταυλισμούς.

Οι εκρήξεις ζωής, τα γλέντια, η μανουσσιπέ –η ανθρωπιά δηλαδή– που ζήσαμε όσοι επισκεπτόμασταν τους καταυλισμούς τη δεκαετία του ’80 και του ’90 δεν θα επιστρέψουν. Οι καπνοί που βγαίνουν από τους καταυλισμούς –δεν ξέρω γιατί, αλλά οι τσιγγάνοι αγαπούν πολύ τη φωτιά, ίσως είναι το αίμα των σιδεράδων– θα παραμείνουν μαύροι. Σήμερα καίγοντας ελαστικά για να διαμαρτυρηθούν, αύριο καίγοντας σκουπίδια και υπολείμματα από νοβοπάν για να ζεσταθούν.

Ακούστε εδώ το podcast

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT