«Με την πάροδον του χρόνου», έγραφε ο ανταποκριτής της «Καθημερινής» στην Κωνσταντινούπολη, στο φύλλο της εφημερίδας που κυκλοφόρησε στις 2 Δεκεμβρίου 1922, «καθίσταται ολονέν έκδηλον ότι ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως δεν θα παραμείνη εις τας εστίας του. Θα ίδωμεν εντός χρονικού διαστήματος πολύ ολίγου –εάν απρόοπτόν τι δεν μεσολαβήση εις την ραγδαίαν εξέλιξιν της σπαρακτικής αυτής τραγωδίας– συντελούμενον εκείνο το οποίον δεν εστάθη τόσον ατυχές να υποστή το γένος κατά το 1453».
Το ζήτημα της τύχης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, μετά την πρόσφατη εκρίζωση από τις εστίες του στη Μικρασία και την Ανατολική Θράκη, απασχολούσε δύο ολόκληρες στήλες του πρωτοσέλιδου της «Καθημερινής». Το εν λόγω κείμενο κατέληγε υποστηρίζοντας ότι το «τουρκικόν πρόβλημα […] αποτελεί τον πρόλογον της καταρρεύσεως ενός παγκοσμίου καθεστώτος απορρεύσαντος εκ της νίκης του 1918» και ότι «οι εν Λωζάννη συνεδριάζοντες θα ματαιοπονούν εφόσον δεν θ’ αντιληφθούν ή δεν θα θέλουν ν’ αντιληφθούν την βαθυτέραν αυτήν έννοιαν του προβλήματος της Ανατολής».
Στο πρωτοσέλιδο, επίσης, ειδικός συνεργάτης της εφημερίδας αναφερόταν στο ίδιο ζήτημα, με αφορμή τη στάση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών κατά τη διάρκεια των εργασιών της ∆ιάσκεψης της Λωζάννης: «∆ιά δευτέραν φοράν, αφ’ ης εσάρκασεν τον [Σοβιετικό ομόλογό του] Τσιτσερίν, ως απρόσκλητον συνήγορον και της Τουρκίας, η δριμύτης της γλώσσης του εμαστίγωσε την Τουρκίαν εις το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων. Και εις το ζήτημα τούτο εμεταχειρίσθη το βούνευρον των γεγονότων, των φρικαλεοτήτων του τουρκισμού κατά των απροστατεύτων, μη μουσουλμανικών, υπηκόων του».