Μετά από συστηματική πλύση εγκεφάλου τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι σημερινοί Eλληνες έχουν αποκτήσει σφοδρή προκατάληψη και πρωτόγονα αντανακλαστικά εναντίον του βασιλικού θεσμού. Τόσο τυφλή προκατάληψη μαρτυρεί (και αναπαράγει) πλήρη άγνοια όχι μόνο για τον βασιλικό θεσμό γενικά, αλλά και για την ελληνική ιστορία ειδικότερα.
Υπήρξε τάχα «ξενόφερτη» η βασιλεία στη Νεότερη Ελλάδα; Αυτό είναι το μόνιμο αλλά εντελώς ανιστόρητο επιχείρημα, που συνήθως αρκεί για τη συνοπτική απόρριψή της ή, σωστότερα, για τον εξορκισμό της. Ενα τέτοιο επιχείρημα θα είχε νόημα μόνο αν το νεοελληνικό έθνος δεν είχε παρελθόν (όπως π.χ. το αμερικανικό). Ωστόσο, ακόμη και αν εξαιρεθούν οι περίοδοι ξένης κατάκτησης (ρωμαϊκής, φραγκικής, οθωμανικής), ο Ελληνισμός έζησε το μεγαλύτερο διάστημα υπό βασιλεία (ομηρική, μακεδονική, ελληνιστική, βυζαντινή). Στη διάρκεια τριών χιλιάδων ετών, μοναδικό «φωτεινό διάλειμμα» υπήρξε η εξαφάνιση της κληρονομικής βασιλείας για τέσσερις περίπου αιώνες στις αρχαίες πόλεις-κράτη. Και τότε ακόμη, κραυγαλέα εξαίρεση αποτελούσε η Σπάρτη. Με αυτό το παρελθόν, που και οι σημερινοί Ελληνες διεκδικούν μαχητικά ως δικό τους (ιδίως στο πρόσωπο Μακεδόνων βασιλέων…), ο χαρακτηρισμός της βασιλείας ως «ξενόφερτης» φαντάζει γελοίος ή πάντως σχιζοφρενικός. Εξάλλου, η χιλιόχρονη μοναρχική παράδοση του Βυζαντίου αποτυπώνεται ανεξίτηλα και στην Ορθοδοξία, όπως δείχνουν οι ανόητες διαμάχες για το λεγόμενο Πολυχρόνιο και την αναφορά του σε «βασιλείς».
Δεν είναι λοιπόν αλήθεια ότι στη Νεότερη Ελλάδα η βασιλεία «επιβλήθηκε» τάχα από ξένες δυνάμεις σε έναν λαό με δήθεν προαιώνια αντιβασιλικά γονίδια. Αρχικά, η αποδοχή της υπήρξε σχεδόν καθολική, για προφανείς και πραγματιστικούς λόγους, τόσο εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς. Η βασιλεία εξασφάλιζε την απαραίτητη υποστήριξη Μεγάλων Δυνάμεων για την ανεξαρτησία του νεοελληνικού κράτους, αλλά και για τη μελλοντική του επέκταση. Αποτελούσε επίσης εγγύηση εσωτερικής σταθερότητας και αποτροπής ανεξέλεγκτων εμφυλίων συγκρούσεων, όπως αυτές που συνόδευσαν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Από την πρώτη στιγμή, το 1824, οι σχετικές διαμάχες δεν αφορούσαν τον ίδιο τον βασιλικό θεσμό, αλλά μόνο την επιλογή βασιλέα. Σαράντα χρόνια αργότερα, οι Ελληνες είχαν την ευκαιρία να επιλέξουν οι ίδιοι βασιλέα στο δημοψήφισμα του 1862. Η συντριπτική πλειοψηφία διάλεξε τότε τον πρίγκιπα Αλφρέδο της Μεγάλης Βρετανίας, δίνοντας έτσι στην κυβέρνησή της τη δυνατότητα να βρει εκείνη άλλον στη θέση του – τον μετέπειτα Γεώργιο Α΄. Παρά την αρνητική εμπειρία της βασιλείας επί Oθωνα, μόλις 93 σε σύνολο 241.202 ψηφισάντων επέλεξαν την αβασίλευτη δημοκρατία το 1862. Ποσοστό σχεδόν μηδενικό (0,04%).
Αφού δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να βρεθεί πειστική ελληνική υποψηφιότητα, ξενόφερτη υπήρξε αναγκαστικά όχι η βασιλεία, αλλά η δυναστεία – τόσο η πρώτη που δεν μπόρεσε να θεμελιώσει ο Οθων, όσο και η δεύτερη που εγκαινίασε ο Γεώργιος Α΄. Το ίδιο όμως ισχύει και σε πολλές χώρες που παραμένουν βασίλεια μέχρι σήμερα, χωρίς προοπτική πολιτειακής μεταβολής. Η βρετανική δυναστεία υπήρξε προϊόν εισαγωγής από τη Γερμανία πριν από τρεις αιώνες. Η βελγική δυναστεία επίσης, πριν δύο σχεδόν αιώνες, με ιδρυτή τον παρ’ ολίγο δικό μας πρώτο βασιλέα Λεοπόλδο του Σαξ-Κοβούργου. Το πιο πρόσφατο και εύγλωττο παράδειγμα στην Ευρώπη αποτελεί η Νορβηγία. Οταν απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1905, δεν δίστασε να επιλέξει ως βασιλέα έναν Δανό πρίγκιπα, παρά την εχθρότητα που τη χώριζε από τη Δανία μετά από αιώνες καταπίεσης των Νορβηγών από τους Δανούς. Δεν εξηγείται λοιπόν η αποτυχία του βασιλικού θεσμού στη Νεότερη Ελλάδα απλώς και μόνο από το γεγονός ότι οι πρώτοι δύο βασιλείς ήσαν αναγκαστικά ξένοι, αφού δεν υπήρχαν Ελληνες υποψήφιοι.
Σε ανάλογο συμπέρασμα οδηγεί εξάλλου και η αναφορά στα πρόσωπα. Ο πιο επιτυχημένος βασιλέας της Νεότερης Ελλάδας ήταν ταυτόχρονα και ο πιο ξένος. Ο Γεώργιος Α΄ έζησε, αλλά και πέθανε ουσιαστικά ως Δανός πρίγκιπας – στον συνηθισμένο περίπατό του, χωρίς τις προφυλάξεις που θα εμπόδιζαν τη δολοφονία του. Γενικά διατήρησε τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις που θα είχε και στην πατρίδα του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να συμπληρώσει σχεδόν πενήντα χρόνια βασιλείας, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στις κρίσεις, ακόμη και το 1909. Αντίθετα, ο γιος του Κωνσταντίνος Α΄ υπήρξε κατά βάθος ο πιο ρωμιός βασιλιάς. Λατρεύτηκε ως Ελληνας και ως απευθείας διάδοχος του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να αποτύχει οικτρά ως βασιλέας, συμπαρασύροντας τη δυναστεία και τη βασιλεία και τερματίζοντας τη μέχρι τότε γενική σχεδόν αποδοχή τους.
Για να εξηγηθεί η αποτυχία της βασιλείας στη σύγχρονη Ελλάδα, δεν αρκεί λοιπόν η επίκληση της καταγωγής των προσώπων. Χρειάζεται πρώτα να εξεταστεί γενικά ο ρόλος που μπορεί να παίξει αυτός ο πανάρχαιος θεσμός στη νεότερη εποχή. Η ισοβιότητα και η εξ αίματος κληρονομική διαδοχή εξασφαλίζουν στη βασιλεία ένα ασυναγώνιστο πλεονέκτημα στην εκπλήρωση συγκεκριμένης λειτουργίας: περισσότερο από οποιοδήποτε αιρετό αξίωμα, μπορεί να ενσαρκώνει την κρατική υπόσταση, συνέχεια και ανεξαρτησία. Σε καιρό πολέμου γίνεται ακόμη πιο κρίσιμη και ορατή η συνολική λειτουργία που επιτελεί η βασιλεία, ιδίως μάλιστα αν ο ίδιος ο Βασιλιάς (ή έστω ο Διάδοχος) ηγηθεί των ενόπλων δυνάμεων, σύμφωνα με τον αρχέγονο πολεμικό χαρακτήρα του βασιλικού θεσμού. Σε καιρό ειρήνης προέχει η εγγύηση της συνταγματικής τάξης.
Στο δημοψήφισμα του 1862, παρά την αρνητική εμπειρία της βασιλείας επί Oθωνα, μόλις 93 σε σύνολο 241.202 ψηφισάντων επέλεξαν την αβασίλευτη δημοκρατία το 1862. Ποσοστό σχεδόν μηδενικό (0,04%).
Η ισοβιότητα και η κληρονομική διαδοχή, δύο στοιχεία κατεξοχήν αρχαϊκά, άλογα και αντιδημοκρατικά, αποτελούν ταυτόχρονα την αχίλλεια πτέρνα της βασιλείας. Σε παλαιότερες εποχές, ανόητοι, ηλίθιοι ή και παράφρονες βασιλιάδες γίνονταν συνήθως ανεκτοί, ιδίως όταν υπήρχε η θεσμική διέξοδος της αντιβασιλείας (π.χ. ο Γεώργιος Γ΄ στη Μεγάλη Βρετανία). Στη νεότερη εποχή, όμως, δεν υπάρχει τέτοια ανοχή. Το τέλος της βασιλείας προέρχεται πάντα από την ανεπάρκεια και τα λάθη του τελευταίου ή των τελευταίων εστεμμένων. Εξάλλου, τον 20ό αιώνα έπαψε πλέον να αποτελεί ορθολογική επιλογή η αναζήτηση νέας δυναστείας μετά την αποτυχία της προηγούμενης.
Μόνο σ’ αυτό το γενικότερο και συγκριτικό πλαίσιο μπορεί να κατανοηθεί και η αποτυχία της βασιλείας στη σύγχρονη Ελλάδα. Η ελληνική δυναστεία γνώρισε το ύψιστο σημείο επιτυχίας και συνακόλουθης πανελλήνιας αποδοχής την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Γεώργιος Α΄ εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη για να ενσαρκώνει, στην κυριολεξία, την οριστική ελληνική κυριαρχία στην επίμαχη πόλη. Μετά τη δολοφονία του εκεί, εύλογα παρομοιάστηκε με τον αρχαίο Κόδρο, βασιλιά της Αθήνας που θυσιάστηκε για το κράτος του. Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Α΄ ηγήθηκε του νικηφόρου στρατού, πρώτα ως Διάδοχος και ύστερα ως Βασιλέας. Με αυτά τα δεδομένα, η βασιλεία και η δυναστεία μπορούσαν ασφαλώς να αποκτήσουν οριστικά και ατράνταχτα θεμέλια.
Τα δεδομένα αυτά ανέτρεψε ραγδαία και ανεπανόρθωτα η καταστροφική πορεία που ακολούθησε αμέσως μετά ο Κωνσταντίνος Α΄. Διέψευσε με τον πιο βάναυσο τρόπο τη θεσμική αποστολή της βασιλείας συνολικά, ακόμη και στο στοιχειώδες επίπεδο της προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους. Η απόλυτη τύφλωσή του φαίνεται προπαντός από την άρνησή του να παραιτηθεί έγκαιρα, σε όφελος της δυναστείας. Το 1922 ήταν πια πολύ αργά.
Η συνέχεια μπορεί να ειδωθεί, με νέα ματιά, σαν μια σειρά από χαμένες ευκαιρίες για τη βασιλεία. Μετά τη βίαιη Παλινόρθωση του 1935, ο Γεώργιος Β΄ είχε την ιστορική ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή (όπως πίστεψε τότε και ο Βενιζέλος). Κατέληξε όμως ο Γεώργιος Β΄ να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Παραβιάζοντας τον όρκο του και συμπράττοντας με τον Μεταξά στην επιβολή δικτατορίας, προκάλεσε (όπως ο πατέρας του) μία μακροπρόθεσμα καταστρεπτική κρίση νομιμότητας, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Ακόμη και μετά τον θάνατο του Μεταξά, ο Γεώργιος Β΄ φάνηκε εντελώς ανίκανος να μιμηθεί τους συγγενείς του (της Δανίας και της Νορβηγίας) και να δείξει τι σημαίνει βασιλιάς σε καιρό πολέμου και εχθρικής κατοχής.
Οτι μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά η βασιλεία απέκτησε νέα ζωτικότητα και ευρύτερη αποδοχή, ως πόλος συσπείρωσης και εγγύηση κατά του κομμουνισμού, οφείλεται λιγότερο στην ιδιοτελή πολιτική του Γεωργίου Β΄ και πολύ περισσότερο στις επιλογές των αντιπάλων του, με πρώτο το ΚΚΕ. Ο Παύλος με τη Φρειδερίκη ενσάρκωσαν δυναμικά αυτόν τον νέο ρόλο της βασιλείας, με αξιοσημείωτη επιτυχία στην αρχή, αλλά παντελή έλλειψη προσαρμοστικότητας στη συνέχεια.
Παρά τις προσδοκίες ορισμένων (π.χ. του Γεωργίου Παπανδρέου), ο Κωνσταντίνος Β΄ αποδείχθηκε αμέσως ακατάλληλος για ένα (ακόμη) νέο ξεκίνημα. Ακόμη και την ύστατη στιγμή, το 1967, έχασε την ευκαιρία να γίνει πράγματι εγγυητής της συνταγματικής τάξης, έστω εκ των υστέρων, και να συσπειρώσει γύρω του την αντίσταση στη δικτατορία. Αυτή ήταν η τελευταία ιστορική ευκαιρία για τη βασιλεία στην Ελλάδα, που εξανεμίστηκε οικτρά από τον τελευταίο Κωνσταντίνο.
* Ο καθηγητής Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι συγγραφέας των βιβλίων «1915: Ο Εθνικός Διχασμός» και «Μετά το 1922: Η παράταση του Διχασμού».