«Πρωταθλήτρια» στα παλιά αυτοκίνητα –και δυστυχώς όχι υπό την έννοια της αντίκας που αποτελεί μουσειακό είδος ή λαμβάνει μέρος σε ειδικές εκθέσεις, αλλά στον ενεργό στόλο οχημάτων, αυτών δηλαδή που κυκλοφορούν καθημερινά στους δρόμους της χώρας– είναι δυστυχώς η Ελλάδα. Μάλιστα, η χώρα μας διαθέτει έναν από τους παλαιότερους στόλους οχημάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε ό,τι αφορά τόσο τα επιβατικά αυτοκίνητα όσο και τα φορτηγά και τα λεωφορεία, κάτι που μεταφράζεται σε ατμοσφαιρική ρύπανση και αυξημένο κίνδυνο για τροχαία ατυχήματα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ACEA (Ενωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων) και αφορούν μέχρι και το έτος 2021, η Ελλάδα έχει τον παλαιότερο στόλο επιβατικών αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση με μέσο όρο ηλικίας αυτών τα 17 έτη, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 12 έτη. Τον δεύτερο γηραιότερο στόλο επιβατικών αυτοκινήτων έχει η Εσθονία (16,8 έτη) και ακολουθεί η Τσεχία (15,6 έτη). Στον αντίποδα βρίσκονται το Λουξεμβούργο, όπου ο μέσος όρος ηλικίας των επιβατικών αυτοκινήτων είναι τα 7,6 έτη, ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Δανία (8,5 έτη) και στην τρίτη θέση η Αυστρία (8,7 έτη).
Η κατάσταση, δυστυχώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ACEA, είναι ανάλογη και στην κατηγορία των λεωφορείων και φορτηγών. Η Ελλάδα, αν και τουριστική χώρα, έχει τον δεύτερο γηραιότερο στόλο λεωφορείων (19 έτη), όταν ο μέσος όρος ηλικίας των λεωφορείων στην Ε.Ε. είναι τα 12,7 έτη. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ρουμανία (20,2 έτη) και στην τρίτη θέση η Πολωνία (16 έτη).
Αν και πολύ μεγάλο μέρος των εμπορευματικών μεταφορών στην Ελλάδα γίνεται οδικώς και όχι με τρένο, όπως σε άλλες χώρες της Ε.Ε., η Ελλάδα έχει τον γηραιότερο στόλο μεσαίων και βαρέων επαγγελματικών αυτοκινήτων (φορτηγά), με τον μέσο όρο ηλικίας να είναι τα 22,7 έτη, ακολουθούμενη από την Ιταλία (19 έτη) και τη Ρουμανία (18,6 έτη). Στην Ε.Ε. ο μέσος όρος ηλικίας των μεγάλων φορτηγών είναι τα 14,2 έτη. Τη θλιβερή πρωτιά κατέχει η Ελλάδα και στην κατηγορία των ελαφρών φορτηγών με μέσο όρο ηλικίας τα 20,8 έτη, ενώ στην Ε.Ε. είναι τα 12 έτη. Στη δεύτερη θέση μετά την Ελλάδα βρίσκεται η Πορτογαλία (15,3 έτη) και στην τρίτη θέση η Εσθονία (14,7 έτη).
Τα αυτοκίνητα στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα βενζινοκίνητα. Συγκεκριμένα, το 2021 το 90,1% των επιβατικών ήταν βενζινοκίνητα, το 8,6% πετρελαιοκίνητα, το 0,6% υβριδικά και το 0,1% φυσικού αερίου. Το 41,4% των ελαφρών φορτηγών ήταν πετρελαιοκίνητα και το 38,8% βενζινοκίνητα, το 56,3% των μεσαίων και βαρέων φορτηγών πετρελαιοκίνητα και το 94,1% των λεωφορείων πετρελαιοκίνητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά οχημάτων με άγνωστο το είδος καυσίμου που χρησιμοποιούν.
Η Ελλάδα αριθμεί 506 επιβατικά αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους (στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι 567 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους) και 112 επαγγελματικά αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους (μέσος όρος στην Ε.Ε. 83 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους). Ο συνολικός στόλος οχημάτων στην Ελλάδα το 2021 αποτελείτο από 6.606.062 οχήματα, αυξημένος κατά 1,8% σε σύγκριση με το 2020.