Εφιάλτες, εφίδρωση, κόπωση, ζαλάδα… Αυτά ήταν τα συμπτώματα που εμφάνισε τον περασμένο Απρίλιο η κ. Νανά Δαρειώτη σε ηλικία 57 ετών. «Ξυπνούσα το πρωί και έπειτα από ένα τέταρτο ήθελα να ξανακοιμηθώ», περιγράφει στην «Κ», «αντιμετώπιζα τεράστιο πρόβλημα συγκέντρωσης». Τρεις εβδομάδες νωρίτερα είχε νοσήσει με κορωνοϊό, με την παραλλαγή «Ομικρον». «Το είχα περάσει πολύ ελαφρά, με δέκατα και λίγη κόπωση, καθότι ήμουν και τριπλά εμβολιασμένη». Εξ ου και δεν συνδέει τις δύο καταστάσεις μεταξύ τους. «Είχα αρχίσει να μην είμαι λειτουργική στη δουλειά μου, ένιωθα κουρασμένη και απογοητευμένη, ήθελα να κλαίω», θυμάται, «γι’ αυτό απευθύνθηκα σε έναν ψυχίατρο, στον οποίο εξέθεσα πώς αισθανόμουν». Ο ψυχίατρος ερμήνευσε την αλλαγή στον ψυχισμό της ως επίπτωση του εγκλεισμού στη διάρκεια της πανδημίας, «ωστόσο του διευκρίνισα ότι εγώ δεν εργάστηκα ποτέ κατ’ οίκον, πήγαινα κανονικά στο γραφείο μου». Κάπως έτσι αρχίζει μόνη της να αναζητάει την αιτία των προβλημάτων της και έτσι «πέφτει» σε επιστημονικές μελέτες σχετικές με τη long COVID.
«Για καλή μου τύχη ενημερώθηκα για τη λειτουργία της κλινικής long COVID στο νοσοκομείο “Σωτηρία”». Η ανακούφιση που ένιωσε μετά το πρώτο ραντεβού ήταν μεγάλη. «Ανακουφίστηκα γιατί βεβαιώθηκα ότι δεν ήμουν τρελή, ότι όλα όσα ένιωθα είχαν μια επιστημονική ερμηνεία και μια αιτιώδη σχέση με τη νόσηση από κορωνοϊό», επισημαίνει. «Την πρώτη φορά έμεινα συνολικά 2,5 ώρες, μίλησα με την κοινωνική λειτουργό και εν συνεχεία με τη λοιμωξιολόγο της ομάδας, η οποία με τη σειρά της με παρέπεμψε σε άλλες ειδικότητες – πνευμονολόγο, υπερτασιολόγο, ενδοκρινολόγο». Οπως αποδείχθηκε από τις πρώτες εξετάσεις, το πέρασμα του κορωνοϊού είχε απορρυθμίσει διάφορα συστήματα στον οργανισμό της, «όπως έναν προδιαβήτη, που μέχρι πρόσφατα ήταν απόλυτα ελεγχόμενος». Η ομάδα τής έδωσε έναν χρονικό ορίζοντα, έως ενάμιση χρόνο, για την εξάλειψη του πλήθους των επιπλοκών. Η κ. Δαρειώτη συνεχίζει τη στενή συνεργασία με το εξειδικευμένο ιατρείο του «Σωτηρία», τη λειτουργία του οποίου κρίνει ως «υποδειγματική».
Οκτώ μήνες μετά
«Σήμερα, έχουν περάσει οκτώ μήνες, νιώθω λίγο καλύτερα, δεν έχω όμως επανέλθει στην πρότερη ζωή μου: αν “άκουγα” το σώμα μου, θα ήθελα η ημέρα μου να τελειώνει στη μία το μεσημέρι». Η κοινωνική της ζωή έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, «δεν έχω πλέον αντοχές για βραδινές εξόδους», ενώ ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει τις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις. «Είναι δύσκολο ο περίγυρος να δείξει ενσυναίσθηση στην κατάστασή μου, γιατί εξωτερικά φαίνομαι απόλυτα υγιής», σχολιάζει, «ωστόσο, επειδή μιλάω ανοιχτά για το πρόβλημα, με έχουν προσεγγίσει πολλοί φίλοι και γνωστοί που βιώνουν ανάλογες δυσκολίες μετά τη νόσηση και τους έχω παραπέμψει στο “Σωτηρία”».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr