Oταν σώζεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον ξαναγεννάς

Oταν σώζεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον ξαναγεννάς

Ο πυραγός Δημήτρης Τρόντζας είχε σπεύσει με την ΕΜΑΚ στον σεισμό της Τουρκίας το 1999. Εφθασε μέσα στην καχυποψία και έφυγε σαν ήρωας

8' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Oταν ο πυραγός ∆ημήτρης Τρόντζας μαζί με άλλα 22 μέλη της Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών ετοίμασαν τον εξοπλισμό τους για να πετάξουν στην Τουρκία στις 17 Αυγούστου 1999, τα πράγματα ανάμεσα στις δύο χώρες δεν ήταν καλά. Πριν από μερικούς μήνες η ένταση είχε φθάσει στα ύψη λόγω της απαγωγής Οτσαλάν, ενώ από τα Iμια μας χώριζαν μόλις τρία χρόνια.

Oμως η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που προχώρησε σε άμεση αποστολή βοήθειας, με προεξάρχοντες τους άριστα εκπαιδευμένους άνδρες της ΕΜΑΚ, δύο γιατρούς ειδικούς στο αντικείμενο και δύο σκύλους – διασώστες. «Πήραμε τη διαταγή να πάμε στη Νικομήδεια που είχε χτυπηθεί βάναυσα από τα 7,6 Ρίχτερ, με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και δεν σκεφθήκαμε τίποτε, στόχος μας ήταν η σωτηρία της ανθρώπινης ζωής», λέει στην «Κ» για την ελληνική αρωγή σε μια από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές που γνώρισε η γειτονική χώρα, η οποία έστρωσε τον δρόμο για τη λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών».

Ο Τρόντζας ήταν τότε αρχηγός της ελληνικής αποστολής και θυμάται ακόμη με ενάργεια τις απερίγραπτες εικόνες που είδε μέσα στα χαλάσματα. Σήμερα είναι συνταξιούχος και μένει στα Λεχαινά Ηλείας απ’ όπου κατάγεται. «Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο μας στην Κωνσταντινούπολη, διαισθανθήκαμε ένα κλίμα δυσπιστίας, αμφισβήτησης, προκατάληψης. Χαμηλόβαθμοι κρατικοί υπάλληλοι μας ρωτούσαν ποιοι είμαστε, πώς ήρθαμε, γιατί ήρθαμε, ενώ ο σκοπός της παρουσίας μας στην Τουρκία ήταν σαφής. Το ζήσαμε λίγο σαν μικρό καψόνι, αλλά σύντομα το βάλαμε στην άκρη, διότι το ηθικό μας ήταν υψηλό. Ξέραμε πού πηγαίναμε, είχαμε εκπαιδευθεί, ήμασταν επαγγελματίες και είχαμε στις “αποσκευές” μας την αλληλεγγύη και τη θέληση για προσφορά. Βέβαια, η αρχική αυτή στάση που συναντήσαμε μας έκανε λίγο επιφυλακτικούς και είπαμε σε όλα τα μέλη της ομάδας να είμαστε προσεκτικοί να μην προκαλέσουμε».

Παρά τις τεράστιες ανάγκες, οι Eλληνες διασώστες δεν ρίχτηκαν αμέσως στη μάχη: «Ενώ εμείς ήμασταν έτοιμοι επιχειρησιακά να συνεισφέρουμε, τις δύο πρώτες ημέρες μας έβαλαν να στήσουμε τις σκηνές μας στο campus ενός πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη και περιμέναμε να μας ειδοποιήσουν για κάποιο περιστατικό. Βλέποντας ότι μένουμε άπραγοι και δεν βοηθάμε, ενώ θα μπορούσαμε να σώζουμε κόσμο, αποφασίσαμε με δική μας πρωτοβουλία και με βοήθεια μιας ομάδας Τούρκων διασωστών της AΚUT, να πάμε στις περιοχές κοντά στο επίκεντρο του σεισμού. Πρέπει να πω ότι η κατάσταση ήταν χαώδης, ο κρατικός μηχανισμός είχε καταρρεύσει, δεν λειτουργούσε τίποτε και κυρίως δεν υπήρχε συντονισμός. Είχαμε μαζί μας έναν προξενικό υπάλληλο και δύο διερμηνείς και ξεκινήσαμε.

Κατευθυνόμενοι προς τη Νικομήδεια, μας σταμάτησαν στον δρόμο πολίτες που αντελήφθησαν ότι είμαστε διασώστες. «Τρέξτε, ακούμε μέσα στα συντρίμμια ένα παιδί», μας είπαν. Oντως ο σκύλος μας εντόπισε ανθρώπινη παρουσία κάτω από τα μπάζα. Hταν ένα τριώροφο κτίριο που είχε καταρρεύσει, είχε γίνει ένα με το έδαφος. Hταν μεσημέρι και ριχτήκαμε με νύχια και με δόντια στα χώματα. Δουλεύαμε όλοι, είχαμε αφήσει μόνον κάποιον συνάδελφο να φυλάει τα πράγματά μας. Οι γονείς του παιδιού με πόνο στα μάτια και τρομερή αγωνία μας παρακολουθούσαν να σκάβουμε για ώρες ολόκληρες. Η μάνα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί και ο πατέρας ήταν υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας.

Oσο περνούσε η ώρα και βγάζαμε μπάζα ακούγαμε πιο καθαρά τον μικρό. Eπρεπε να του μιλάμε για να του τονώνουμε το ηθικό και να εντοπίζουμε από τις απαντήσεις του τη θέση όπου βρισκόταν. Oμως τουρκικά δεν ξέραμε. Μόνο μερικές σκόρπιες λέξεις. Eτσι του λέγαμε: “Κράτα γιαβρί μου!” και του αναφέραμε την αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα», λέει ο Δημήτρης Τρόντζας που ακόμη και σήμερα –24 χρόνια μετά– συγκινείται. «Αυτό που μας προβλημάτιζε στη διάσωση είναι ότι ακουγόταν η φωνή του από διαφορετικά σημεία. Φαίνεται ότι εκεί που βρισκόταν κάτω από τα μπάζα, κατά τύχη είχε δημιουργηθεί μια μικρή κοιλότητα, ίσως από κάποια ντουλάπα ή βιβλιοθήκη και ο οκτάχρονος μπορούσε να κινείται κάπως. Η αγωνία μας είχε κορυφωθεί γιατί ενώ σκάβαμε προς μια κατεύθυνση, γνωρίζοντας ότι παλεύουμε ενάντια στον χρόνο, καταλαβαίναμε από την πηγή του ήχου πως το αγοράκι είχε μετακινηθεί», λέει ο συνταξιούχος πυροσβέστης που τότε είχε παιδί στην ίδια ηλικία.

«Τα ξημερώματα πια, καταφέραμε να απεγκλωβίσουμε ζωντανό τον Γιουβέντς. Δεν είχε ούτε γρατζουνιά, ήταν μονάχα αφυδατωμένος γιατί είχε περάσει τρεις ημέρες καταπλακωμένος. Ηταν ένα μικρό θαύμα που έζησε, αν και άνθρωποι έχουν καταφέρει να μείνουν στη ζωή για 5-6 ημέρες. Ακόμη και τώρα δεν βρίσκω τα λόγια να περιγράψω τα συναισθήματα που νιώσαμε όλα τα μέλη της ομάδας εκείνη τη στιγμή που αντικρίσαμε το βλέμμα του παιδιού, γεμάτο ευγνωμοσύνη. Είναι η φάση που ξεχνάς όλη την κούραση και την εξουθένωση. Οταν σώζεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον ξαναγεννάς. Σαν να νικάς τον Εγκέλαδο γιατί την ίδια τη φύση δεν μπορείς να τη νικήσεις, σαν να νιώθεις ότι άξιζε το πέρασμά σου από αυτή τη γη, κάτι έκανες, κάτι πέτυχες, κάτι αφήνεις θετικό πίσω σου. Αυτό το βλέμμα του μικρού Γουβέντς, το κουβαλάω ακόμη. Μου έδωσε κουράγιο και θάρρος για όλα τα δύσκολα που αντιμετώπισα μετά στην πορεία μου αργότερα σαν πυροσβέστης», λέει ο Δημήτρης Τρόντζας στην «Κ».

«Ούτε την ευγνωμοσύνη των γονιών του θα ξεχάσουμε ποτέ. Ο πόνος είναι φοβερό συναίσθημα. Ενώνει τους πάντες, οι εθνικότητες δεν υπάρχουν, ούτε το φύλο, η ηλικία, το χρώμα. Μόνο η ανθρώπινη μοίρα υπάρχει που μας κάνει όλους ευάλωτους. Εκείνη τη δύσκολη ώρα γίνεσαι ένα με τον άλλον, γίνεσαι ένα ακόμη και με κάποιον που πριν μπορεί να κρατούσες όπλο για να τον σκοτώσεις μέσα από τα χαρακώματα. Και εμείς πάνω στην ώρα της δουλειάς δείχνουμε ψύχραιμοι και σκληροί, όμως είμαστε και εμείς άνθρωποι, έχουμε παιδιά, έχουμε γυναίκες, έχουμε συναισθήματα. Μπορεί να πονάμε, μπορεί ακόμη και να κλάψουμε. Ομως το καθήκον είναι πάνω απ’ όλα και δεν θα διστάσουμε να βάλουμε και τη δική μας ζωή σε κίνδυνο για να γλιτώσουμε τους άλλους. Οσο για τις οικογένειές μας, όταν πάμε αποστολή ή όταν συμβαίνει κάτι δύσκολο δεν λέμε πάντα όλη την αλήθεια. Εγώ τουλάχιστον, αυτό έκανα.

«Ο πόνος είναι φοβερό συναίσθημα. Ενώνει τους πάντες, οι εθνικότητες δεν υπάρχουν, ούτε το φύλο, η ηλικία, το χρώμα. Μόνο η ανθρώπινη μοίρα υπάρχει που μας κάνει ευάλωτους».

Μόλις τελειώσαμε από τη διάσωση του αγοριού, μαζέψαμε τον εξοπλισμό μας και συνεχίσαμε για τη Νικομήδεια. Εκεί πήγαμε να στρατοπεδεύσουμε με τις σκηνές μας σε μια τουρκική ναυτική βάση. Δεν είχαμε προλάβει να ξελαχανιάσουμε και ήρθαν Τούρκοι στρατιώτες να μας πουν να φύγουμε. Ηταν ένοπλοι, μας έβαλαν σε ένα πούλμαν και μας έστειλαν αλλού. Ισως να φοβήθηκαν ότι επρόκειτο για στρατιωτική περιοχή. Δεν ξέρω, δεν μας είπαν ποτέ τον λόγο. Το πούλμαν μας πήγε στη Γιάλοβα που είχε ισοπεδωθεί. Εκεί πραγματικά “μύριζες” τον θάνατο. Είχαν ήδη περάσει οι μέρες και οι εγκλωβισμένοι είχαν πια πεθάνει. Θα ξέσπαγαν επιδημίες και εμείς ήμασταν πάλι άπραγοι. Ως επικεφαλής πήρα τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Παπανδρέου, του περιέγραψα την κατάσταση και του είπα: “Πάρτε μας από εδώ, δεν έχουμε κάτι να προσφέρουμε στη συγκεκριμένη πόλη”. Εκείνος μου απάντησε ότι θα το κανόνιζε, προσθέτοντας ότι οι Ελληνες πήγαν πρώτοι στην Τουρκία και θα έφευγαν τελευταίοι.

Ξαναγυρίσαμε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στο φέρι μπόουτ προς τα εκεί, συνειδητοποιήσαμε κάτι που δεν είχαμε πάρει χαμπάρι. Η είδηση για τη διάσωση του Γιουβέντς είχε μεταδοθεί αρχικά από τοπικά μέσα και ύστερα σε όλη την Τουρκία. Ο απλός κόσμος άρχισε να μας αναγνωρίζει γιατί φορούσαμε το εθνόσημο στη στολή μας. Στο πλοίο σηκώνονταν για να μας δώσουν τη θέση τους, ήθελαν να μας κεράσουν, μας έλεγαν συνεχώς “Γιουνάν καρντάς”, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν. Υπήρχε τεράστια εγκαρδιότητα από τους Τούρκους πολίτες. Αλλωστε ποτέ δεν είχαμε να χωρίσουμε κάτι με αυτούς. Στην Πόλη ο Πατριάρχης άλλαξε το πρόγραμμά του για να μας δεχθεί. Πήγαμε στην Αγιά Σοφιά, νιώσαμε δέος. Πιστεύω ακράδαντα πως εμείς οι Ελληνες έχουμε τη συμπόνια και την αλληλεγγύη στο αίμα μας, δεν θα γυρίσουμε ποτέ την πλάτη σε κάποιον που έχει ανάγκη. Φεύγοντας από την Πόλη σχηματίστηκε μια πομπή αυτοκινήτων με Τούρκους που μας πήγαν κορνάροντας στο αεροδρόμιο, όπως γίνεται σε γάμους ή στις εκλογές. Ηταν απίστευτο».

Ο σεισμός της Αθήνας

Η επιστροφή της ομάδας της ΕΜΑΚ στην Ελλάδα, που έκανε τους πάντες υπερήφανους για την ψυχή και το κουράγιο των μελών της, ήταν θερμότατη. «Ομως εμείς δεν προλάβαμε να χαρούμε ούτε να καμαρώσουμε. Στις 7.9.1999 διοργανώθηκε μια μικρή τελετή στο αρχηγείο της Πυροσβεστικής παρουσία του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, που ήθελε να μας τιμήσει. Στην επιστροφή προς τη βάση μας έγινε ο μεγάλος σεισμός της Πάρνηθας», λέει ο τότε πυραγός. «Πήραμε τον εξοπλισμό μας και τρέξαμε, αυτή τη φορά να απεγκλωβίσουμε τους συμπατριώτες μας που είχαν καταπλακωθεί από κτίρια. Ηταν απίστευτο αλλά με διαφορά λίγων εβδομάδων ξαναζήσαμε το ίδιο σκηνικό. Πρώτα καταφέραμε να βγάλουμε ζωντανό ένα παλικάρι 17-18 χρονών από ένα τριώροφο κτίριο στη Μεταμόρφωση. Υστερα ήμουν μια ολόκληρη εβδομάδα στη Ρικομέξ. Εκεί όσο δούλευα βγήκε μόνο μια γυναίκα ζωντανή».

«Ελάχιστες φορές με έχουν κυνηγήσει οι μνήμες κοιμισμένο ή ξύπνιο. Ισως οφείλεται ότι ο σκοπός της δουλειάς μας είναι ιερός, ως πυροσβέστης εργάζεσαι για το καλό των άλλων, προσπαθείς, δεν δειλιάζεις. Συνεπώς κοιμάσαι και ζεις ήσυχος με τη συνείδησή σου και υπερήφανος για το επάγγελμά σου. Και τώρα θα πήγαινα στην Τουρκία ή οπουδήποτε αλλού μου ζητούσαν. Στο Μάτι, είχα πάρει πια σύνταξη, έβλεπα τα πλάνα και ήθελα να ‘μαι εκεί, όσο φρικτές και αν ήταν οι συνθήκες. Χαίρομαι που οι Ελληνες της ΕΜΑΚ κατάφεραν να αλλάξουν το κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες και πως έτσι ξεκίνησε η “διπλωματία των σεισμών”. Τώρα καμαρώνω τον γιο μου. Είναι και αυτός πυροσβέστης, ειδικών υπηρεσιών, μηχανικός σε πλωτά μέσα. Εχω αφυπηρετήσει από το Σώμα, αλλά αν ακούσω σειρήνα ή δω όχημα, τρελαίνομαι. Τόσα χρόνια στην υπηρεσία δεν ξεχνιούνται…».

Oταν σώζεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον ξαναγεννάς-1
Ο Νασούχ Μαχρούκι (αριστερά) βραβεύεται από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Oταν σώζεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον ξαναγεννάς-2
Μέλη της ΑΚUT, της τουρκικής ομάδας έρευνας και διάσωσης, επιχειρούν στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 1999.

Ενας Τούρκος διασώστης στην Αθήνα

Οταν ο Νασούχ Μαχρούκι, ιδρυτής της ΑΚUT, της τουρκικής ομάδας έρευνας και διάσωσης, συγγραφέας και ορειβάτης ετοίμαζε τον δικό του εξοπλισμό για να έρθει στην Αθήνα στις 7.9.1999, σίγουρα θα είχε παραμερίσει μέσα του την οικογενειακή του ιστορία: ο προ-προπάππους του Καρα-Αλή πασάς, ηγέτης του τουρκικού ναυτικού, σκοτώθηκε στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον μπουρλοτιέρη Κανάρη. Ο Νασούχ με συμπατριώτες του ήρθαν εδώ και εργάστηκαν μαζί με ελληνικά συνεργεία διάσωσης: «Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε πως ο κόσμος μας χειροκροτούσε από τα μπαλκόνια όταν μας είδε να περνάμε για να πάμε στα χαλάσματα και την αγάπη που δεχτήκαμε. Ηταν κάτι μοναδικό. Ούτε θα ξεχάσουμε ότι ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος μας κάλεσε για να μας τιμήσει. Είναι σπουδαίο το συναίσθημα να νιώθεις ότι κάτι κάνεις κι εσύ για την ειρήνη και την αδελφοσύνη», λέει στην «Κ».

Oταν σώζεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον ξαναγεννάς-3
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT