«Φάε, φάε, άνοιξε το στόμα σου». Η προτροπή – διαταγή επαναλαμβάνεται συνεχώς, με δυνατή φωνή, προς ανοϊκή ηλικιωμένη. Ο νοσηλευτής της βάρδιας, με το κουτάλι ανά χείρας, προσπαθεί να την ταΐσει αλεσμένο φαγητό. Η κυρία Ασπασία, όμως, δεν θέλει να φάει. O νοσηλευτής κοιτάζει με άγχος το ρολόι του – έχει λιγότερο από πέντε λεπτά να τη μεταπείσει και συνολικά άλλα 25 για να ταΐσει όλες τις κυρίες του ορόφου. Αυτή είναι μια συνηθισμένη εικόνα.
«Συνήθως έχουμε στη διάθεσή μας πέντε έως δέκα λεπτά για να ταΐσουμε κάθε τρόφιμο», περιγράφει στην «Κ» νοσηλευτής που έχει εργαστεί επί έξι χρόνια σε οίκους ευγηρίας. «Σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, εύκολα μπορεί να σημειωθεί εισρόφηση τροφής». Για όσους έχουν εμπειρία σε τέτοιες δομές, η παραπάνω σκηνή είναι οικεία. Εγερτήριο, πρωινή φροντίδα και νοσηλεία, πρωινό, ελεύθερος χρόνος (συχνά μπροστά σε τηλεόραση), μεσημεριανό φαγητό, σιέστα, ελεύθερος χρόνος, δείπνο, φροντίδα, ύπνος. Η ρουτίνα, απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία, είναι κοινή σχεδόν σε όλες τις δομές – από τις πιο πολυτελείς έως τις πιο ταπεινές. Το πρόγραμμα διευκολύνει τη δουλειά των εργαζομένων, δεδομένου ότι ειδικά σήμερα, μετά τη μεγάλη απορρόφηση νοσηλευτών σε άλλους κλάδους, τα γηροκομεία λειτουργούν σχεδόν με «προσωπικό ασφαλείας», όμως η ρουτίνα κάνει όσους φιλοξενούμενους έχουν διαύγεια να ασφυκτιούν.
Νοσηλευτές περιγράφουν στην «Κ» τις καθημερινές προκλήσεις, τις τακτικές στην Ελλάδα και τα προβλήματα λόγω έλλειψης προσωπικού.
Η αναλογία εργαζομένων και τροφίμων –που ξεκινάει από έναν προς 25 και φθάνει και μέχρι έναν προς 40 ή και παραπάνω στις νυχτερινές βάρδιες– είναι προβληματική· οι ανοϊκοί είναι σαν μικρά παιδιά, χρειάζονται συνεχώς κάποιον από πάνω τους. «Οταν ξεκίνησα να εργάζομαι, είχα ενθουσιαστεί», θυμάται ο 37χρονος Στέφανος Μπέλλος, ο οποίος εργάζεται πλέον στη Γερμανία. «Ο ενθουσιασμός γρήγορα αντικαταστάθηκε από κόπωση. Ως νεότερο μου φόρτωσαν τέσσερις συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες, από τις 11 μ.μ. έως και τις 9 π.μ., δηλαδή αφού είχαν ξυπνήσει οι ηλικιωμένοι και τους είχαμε παράσχει την πρωινή φροντίδα». Αλλη συνάδελφός του θυμάται ακόμη πως μια καινούργια δομή την αξιοποίησε ως «πολυεργαλείο». «Είχα προσληφθεί ως προϊσταμένη, αλλά έκανα πολλές περισσότερες δουλειές». Μέσα σε αυτό το κλίμα, «υπήρξαν φορές που έκλεισα απότομα το τηλέφωνο σε συγγενή». Ενας άλλος συνάδελφός της, ο Νίκος, στα 36 του, έχει αποκτήσει σοβαρό θέμα στη μέση του. «Σήκωνα καθημερινά τουλάχιστον 40 ανθρώπους», λέει. «Υπάρχουν πλέον μηχανήματα για τη διαδικασία, ωστόσο πολλές δομές δεν τα έχουν αποκτήσει». Το «δέσιμο» είναι κάτι σύνηθες. «Προφανώς μοιάζει απάνθρωπο, όμως το κάνουμε εξ ανάγκης, γιατί ο τρόφιμος έχει κάποιον ορό, τον οποίο τραβάει και αν τον βγάλει από τη φλέβα αυτό θα είναι πολύ επώδυνο». Η Στέλλα, από την άλλη, μεταφέρει τη δική της εμπειρία. «Εμείς ζητούμε γραπτώς τη συναίνεση των συγγενών για περιορισμό άκρων και κατά κανόνα μας τη δίνουν». Υπάρχουν, ωστόσο, καταστάσεις που μοιάζουν ακατανόητες για όποιον δεν έχει συναντηθεί με το σύμπαν της άνοιας. «Προ καιρού κυκλοφόρησε βιντεάκι με νοσηλεύτρια που υποδυόταν την κόρη μιας ανοϊκής κυρίας», διηγείται η Στέλλα, «ο κόσμος το είχε επικρίνει, ωστόσο είναι κάτι που έχω κάνει και εγώ. Η ηλικιωμένη ζητάει ανά πέντε λεπτά να μιλήσει με την κόρη της, κάτι που γίνεται και το ξεχνάει αμέσως, όμως αποτελεί τον μόνο τρόπο για να ηρεμήσει».
Πολλές τακτικές που συνηθίζονται στα γηροκομεία της Ελλάδας αναστατώνουν τους τροφίμους. «Θυμάμαι ότι όταν ο προϊστάμενος δεν έβρισκε κάποιον νοσηλευτή, τον καλούσε από τα μεγάφωνα, προκαλώντας αναστάτωση», σχολιάζει ο κ. Μπέλλος. Και προσθέτει ότι «στην Ελλάδα είναι σχεδόν υποχρεωτικό το άλλαγμα μέσα στη νύχτα, ακόμα και όταν δεν υπάρχει λόγος, που έχει ως αποτέλεσμα οι ανοϊκοί να μην κοιμούνται επαρκώς». Στη Γερμανία, μια σειρά από ιατρικές πράξεις (συνεχείς αιμοληψίες, τραχειοστομία, ενδοφλέβια ενυδάτωση) που ενισχύουν το στρες των ασθενών αποφεύγονται.
Ο Στ. Μπέλλος αποφάσισε να μεταναστεύσει έπειτα από τέσσερα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, ο Νίκος μεταπήδησε σε άλλον κλάδο ύστερα από έξι χρόνια, ενώ η Στέλλα, που έχει κλείσει δεκαετία, ετοιμάζει τα χαρτιά της για το Δημόσιο. «Είμαι ευχαριστημένη από τον τωρινό μου εργοδότη, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ να παίρνω σύνταξη από εδώ, είναι μια δουλειά με ημερομηνία λήξεως». Ο Νίκος σημειώνει ότι «οι συγγενείς, που συχνά πληρώνουν έως και 1.600 ευρώ, έχουν απαιτήσεις, ωστόσο αγνοούν ότι εμείς παίρνουμε (ως επί το πλείστον) 600 ευρώ».