Πένθος; Ναι. Αλλά και μια ανακούφιση

Ομολογείται πολύ δύσκολα. Ομως συχνά ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου δεν προκαλεί μόνο θλίψη – Μαρτυρίες και ερμηνείες των ειδικών για το ενοχοποιημένο αίσθημα της απαλλαγής

9' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το 2015 και μέχρι να αρρωστήσει, ο Στέλιος Λογοθέτης έφερνε στη «Γαλιλαία», την πρώτη μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας στην Ελλάδα, καθαρά σεντόνια. «Ελεγε πάντα ότι σε αυτά τα σεντόνια θα ξαπλώσουν άνθρωποι που το έχουν πολλή ανάγκη», λέει στην «Κ» η Καίτη Σκούρα-Λογοθέτη. Σε αυτά τα σεντόνια θέλησε να ξαπλώσει όταν έπαθε μελάνωμα. Από αυτά τα σεντόνια “έφυγε” τον Νοέμβριο του 2021, σε ηλικία 69 ετών.

Η κ. Σκούρα-Λογοθέτη ήταν μαζί του από τα 15 της. Για αυτό, όταν ο ίδιος αρρώστησε, εκείνη –κοινωνική λειτουργός, η οποία εργαζόταν στη «Γαλιλαία» εθελοντικά από το 2010– δεν ήθελε να τον φροντίσει κανένας ξένος. Για 21 μήνες, εκείνη του έδινε τα φάρμακά του. Εκείνη του έκανε μπάνιο. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας στη «Γαλιλαία», όπου η κ. Σκούρα-Λογοθέτη τώρα εκτελεί εθελοντικά χρέη γραμματέως, ασχολία που αποκαλεί «ψυχοθεραπεία» της, την πιάνουν τα κλάματα. Είναι εμφανές ότι αυτή η απώλεια πονάει ακόμη, ότι άφησε ένα κενό που μάλλον δεν θα καλυφθεί ποτέ. Επομένως, δεν είναι λόγω έλλειψης αγάπης που παραδέχεται πως υπήρχαν στιγμές όταν φρόντιζε τον σύζυγό της που ήταν «διεκπεραιωτική».

«Σαν να ήθελα να τελειώσει η βάρδιά μου, αισθανόμουν στο τέλος της μέρας σαν να θέλω να σχολάσω, να πάω να χαζέψω τηλεόραση, να κάνω ένα μπάνιο, να μιλήσω στο τηλέφωνο, να κάνω κάτι για μένα», αναφέρει. «Αυτές οι στιγμές με στοιχειώνουν». Εξαιτίας όμως της ύπαρξης αυτών των στιγμών, των τόσο ανομολόγητων, όπως λέει, ειδικά για τους φροντιστές ανθρώπων που έχουν υπάρξει χρόνια άρρωστοι, και μπορεί πλέον και οι ίδιοι να έχουν εξαντληθεί ψυχικά, σωματικά ή οικονομικά, μετά τον θάνατο του συγγενoύς, του αγαπημένου, του φίλου, μήπως στο βάθος του πένθους υπάρχει κι ένα φως; Μήπως ο θάνατος φέρνει ανακούφιση;

«Υπάρχουν δύο ειδών ανακουφίσεις», λέει η κ. Σκούρα-Λογοθέτη. Η μία έχει να κάνει με το ότι «ο άνθρωπός σου “έφυγε” γιατί για αυτόν πια η ζωή ήταν μάταιη – όταν φτάνεις σε ένα επίπεδο οι άνθρωποι να χάνουν τη συνείδησή τους, να πονάνε σωματικά, η ζωή έχει ευτελιστεί τόσο πολύ που είναι μια ανακούφιση και για αυτόν και για εσένα», δηλώνει.

Τη δεύτερη την αποκαλεί «ενοχική ανακούφιση». «”Εφυγε” ο άνθρωπός σου και σε απάλλαξε, σε ξεκούρασε. Εμένα μου λένε “ξεκουράστηκες τώρα”. Οντως. Ξεκουράστηκα. Πάχυνα, φαίνομαι ξεκούραστη, αλλά σου δημιουργεί ενοχές αυτή η ανακούφιση», εξηγεί. Η ζωή, τονίζει, είναι πολύ δυνατή – σε τραβάει μπροστά. Κι όταν αυτό συμβαίνει, οι ενοχές αμβλύνονται. «Θα προχωρήσεις με τα τραύματά σου, που δεν θα πρέπει πια να τα γλείφεις συνέχεια», λέει. «Κάποια στιγμή, αφήνοντας τα σημάδια τους, θα πρέπει να κλείσουν οι πληγές».

Τα όρια της αντοχής

Οταν κάποιος πενθεί, βιώνει μια πλούσια γκάμα συναισθημάτων, λέει στην «Κ» ο Σπύρος Τσοτάκος, κλινικός ψυχολόγος στη «Γαλιλαία», όπου προσφέρεται και στήριξη πενθούντων. «Ενας φροντιστής, ο οποίος λόγω της εντατικοποίησης της φροντίδας έχει φτάσει σε σημεία συναισθηματικής εξάντλησης, σωματικής κόπωσης, είναι απόλυτα φυσιολογικό να εκφράζει κάποια μικρά ευχολόγια θανάτου –”μακάρι να τον έπαιρνε ο Θεός, να ανακουφιζόταν”, το λέει η συντριπτική πλειονότητα των φροντιστών αυτό–, ειδικά όταν ο ασθενής είναι πάνω από 16-18 μήνες κλινήρης, όπου εκεί ο φροντιστής αρχίζει να φλερτάρει με το burnout, σαν να έχουν εξαντληθεί όλες οι ψυχολογικές και ενεργειακές εφεδρείες», λέει ο ίδιος στην «Κ». «Εκεί ο ερχομός του θανάτου έχει ένα κέρδος», συμπληρώνει, «και είναι οξύμωρο πως ένα γεγονός τόσο μοιραίο συνοδεύεται και από μια ευεργεσία». Εξηγεί πως, από ενάμισι μέχρι τρία χρόνια έπειτα από ένα θάνατο, βλέπουν τέως φροντιστές που, «αν δεν έχουν διολισθήσει σε κάτι πιο περιπεπλεγμένο», είναι σαν να αναζητούν άλλη ταυτότητα, σαν να εμφανίζονται με μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα.

Για ορισμένους όμως, καθώς αυτό είναι ένα θέμα που τόσο σπάνια συζητιέται, κι ίσως ακόμη πιο σπάνια με συμπόνια αντί για κριτική, όταν χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του πένθους, η λέξη «ανακούφιση» ακούγεται εχθρική, σχεδόν επιθετική, σαν ένα έμμεσο κατηγορώ με 10 γράμματα.

«Ξεκουράστηκε;»

«Ενας φροντιστής, που λόγω της εντατικοποίησης της φροντίδας έχει φτάσει σε σημεία συναισθηματικής εξάντλησης, σωματικής κόπωσης, είναι φυσιολογικό να εκφράζει κάποια μικρά ευχολόγια θανάτου».

Η Ελευθερία Βατίστα, που έχασε πολύ πρόσφατα τη μητέρα της, η οποία ζούσε στο Ασυλο Ανιάτων για 11 χρόνια, λέει στην «Κ» ότι δεν ένιωσε ποτέ κούραση φροντίζοντάς την ή όταν την επισκεπτόταν, κάτι που τα πρώτα έξι χρόνια έκανε καθημερινά. Η απώλεια είναι τόσο νωπή ακόμη που της είναι δύσκολο να πει ότι ένιωσε έστω ανακούφιση για την ίδια τη μητέρα της όταν «έφυγε». «Εχεις πόλεμο μέσα σου», δηλώνει, «από τη μία είπα “ξεκουράστηκε”. Αλλά από την άλλη λέω “ας την είχα εκεί και ας την έβλεπα”».

Η 54χρονη Ελευθερία Παπανικολάου έχασε τον πατέρα της πριν από δύο χρόνια και τη μητέρα της πριν από 7 μήνες. Τους φρόντιζε και τους δύο, και από ένα σημείο και μετά η φροντίδα τους έγινε πλήρης απασχόληση, η μόνη της δουλειά. Οταν «έφυγε» και η μητέρα της, ένιωσε σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, λέει στην «Κ». Ενιωσε ορφανή. «Το είχα αλλιώς στο μυαλό μου, τελικά δεν έχει σημασία η ηλικία, αλλά το πόσο σημαντικός είναι για σένα ο άνθρωπος που χάνεις». Παρ’ όλα αυτά, όσο φρόντιζε τους γονείς της «υπήρχαν ώρες που δεν άντεχα άλλο», αναφέρει – «πρόσφερα ό,τι μπορούσα και είδα ότι, για να το κάνω, είχα δύναμη μέσα μου». «Η ανακούφιση που ένιωσα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν καλά, με γαλήνη», δηλώνει. Για τον εαυτό της αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την ίδια λέξη, αν και λέει πως στο κομμάτι εκείνο που εξαντλούνταν έχει επέλθει μια ξεκούραση. Το ίδιο ισχύει και για το οικονομικό σκέλος, καθώς τα έξοδα ήταν πολλά. Και πάλι όμως, θα μπορούσε συναισθηματικά να είχε χαθεί στην απώλεια, τονίζει. Αλλά έβαλε στον εαυτό της χρονικά όρια. «Ελεγα “τη Δευτέρα θα δραστηριοποιηθείς”, χρειάζεται να το κάνεις, να νιώθεις ότι είσαι ζωντανός ακόμη».

Για 14 χρόνια

Η Βάσω Κωτσάκη λέει στην «Κ» πως τον αδελφό της δεν τον ένιωσε ποτέ «βάρος». Οταν εκείνος ήταν 40 χρόνων, διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας. Τον Οκτώβριο, λίγα λεπτά αφότου έσβησε την τούρτα για τα 58α γενέθλιά του στο Ασυλο Ανιάτων, όπου έζησε για μερικούς μήνες, έσβησε και ο ίδιος. Η κ. Κωτσάκη λέει πως από το 2008 τον είχε υπό την εποπτεία της. Εκείνη του ψώνιζε από το σούπερ μάρκετ, εκείνη τον πήγαινε στους γιατρούς. Εκείνη μαγείρευε και του πήγαινε φαγητό, καθαρά ρούχα. Λέει πως δεν την κούρασε ποτέ ο ίδιος. Το μόνο που λίγο μπορεί να την κούραζε ήταν οι ψυχολογικές διακυμάνσεις και εντάσεις και το ότι έπρεπε να σκέφτεται για πράγματα που δεν είναι αυτονόητα, όπως, παραδείγματος χάριν, αν θα υπήρχαν ράμπες στο πεζοδρόμιο. Αφού τον έχασε, παραδέχεται ανθρώπινα πως ξεκουράστηκε. «Εχω πιο πολύ ελεύθερο χρόνο», λέει στην «Κ». Αλλά η απώλειά της είναι πάντα εκεί, ειδικά όταν περνάει καλά – όχι λόγω τύψεων, ξεκαθαρίζει. Απλώς εκεί ζει, κάπου εκεί υπάρχει.

Σε ένα βαθμό, δηλώνει στην «Κ» η Μαρία Δρόσου, η οποία έχει υπάρξει εθελόντρια στη «Γαλιλαία» εδώ και 7 χρόνια, με τα τελευταία δύο να είναι στην ομάδα στήριξης πένθους, έχει δει ένα κομμάτι ανακούφισης να εμφανίζεται σε όλες τις περιπτώσεις πενθούντων με τους οποίους έχει έρθει σε επαφή, σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο, ενώ οι περισσότεροι, όταν το εξωτερικεύουν –πιο εύκολα σε εκείνη από ό,τι σε δικούς τους ανθρώπους–, της λένε πως ντρέπονται που νιώθουν έτσι, έχουν ενοχές.

«Στα περιστατικά που βλέπουμε εμείς εδώ, επειδή συνήθως είναι έπειτα από μακροχρόνιες ασθένειες και επειδή και οι φροντιστές ζουν μια περίεργη κατάσταση, δηλαδή μπορεί να έχεις ανθρώπους που να είναι κατάκοιτοι χρόνια ή να μην επικοινωνούν, νομίζω υπάρχει μια ανακούφιση πάντοτε», αναφέρει. Αλλά, λέει, σε έναν ξαφνικό θάνατο ενός υγιούς ανθρώπου υπάρχει μόνο πόνος. «Η ανακούφιση έχει σχέση με το πόσο ταλαιπωρείται ο ασθενής, πόσο δυσκολεύεται το περιβάλλον να υποστηρίξει όλη αυτή την κατάσταση, ενώ σε έναν ξαφνικό θάνατο ή ένα θάνατο νέου ανθρώπου, εκεί δεν νομίζω πως υπάρχει», σημειώνει.

«Ηρέμησα…»

Παρ’ όλα αυτά, μπορεί μια πλευρά αυτού του συναισθήματος να εμφανίζεται και σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και ελλείψει της μακροχρόνιας φροντίδας ενός αρρώστου, αλλά παρουσία της μακροχρόνιας φροντίδας ενός ανθρώπου που εδώ και χρόνια σταμάτησε να είναι αγαπημένος. Η Αικατερίνη Τ. λέει στην «Κ» πως όταν «έφυγε» ο σύζυγός της, με τον οποίο ήταν παντρεμένη 60 χρόνια, δεν ένιωσε ανακούφιση. «Αλλά ηρέμησα», δηλώνει. «Δεν είχα πια εκείνη την πίεση που μου προκαλούσε αυτός ο άνθρωπος κάθε μέρα, που το πιρούνι έπρεπε να είναι στο χέρι του μόλις ερχόταν. Που διαρκώς απαιτούσε», αναφέρει.

Ο σύζυγός της δεν έπινε, δεν έπαιζε χαρτιά. Δεν τη χτυπούσε. Αλλά δεν ήταν ο σύντροφος που ήθελε να έχει. «Ντρεπόμουν μήπως φαινόταν ότι ο άνδρας μου δεν μου προσφέρει την αγάπη που έπρεπε, τη φροντίδα, ήταν ένας άνθρωπος αδιάφορος προς την οικογένεια», λέει στην «Κ». Και πάλι. Ποτέ της, τονίζει, δεν χάρηκε που «έφυγε», ούτε πως «ξαλάφρωσε». «Τόσα χρόνια μαζί, δεν θα μπορούσα να το πω αυτό», δηλώνει. Παρά τις πίκρες, η απουσία του υπάρχει ακόμη, είναι ακόμη αισθητή. Αλλά, κι ας ήταν μεγάλης ηλικίας και οι δύο όταν εκείνος πέθανε, υπήρχε ακόμη ζωή να ζήσει ήρεμη. «Ισως αν ήμουν πιο δεμένη να με είχε πειράξει ακόμη περισσότερο όταν “έφυγε”, αλλά δεν έπεσα σε κατάθλιψη», αναφέρει στην «Κ». Αρκείται στο να πει «μου έφυγε ένα άγχος». «Απαλλάχθηκα», λέει εντέλει, «από την πίεση που μου ασκούσε μια ζωή».

«Νιώθουν ντροπή για ένα πολύ ανθρώπινο συναίσθημα»

Ο ψυχίατρος – ψυχαναλυτής Σάββας Σαββόπουλος, ο οποίος έχει επεξεργαστεί σε βάθος το θέμα του πένθους, λέει στην «Κ» πως πολύ συχνά ασθενείς του νιώθουν ανακούφιση μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου που μπορεί να φρόντιζαν για μεγάλο διάστημα. «Είναι συχνό αυτό, και μιλούν με συστολή για τη δική τους ανακούφιση και ξεκούραση, γιατί νιώθουν ενοχές – δεν το αποδέχεται το ιδεώδες τους, η ηθική τους», αναφέρει. 
«Μέσα στον άνθρωπο κινείται το ότι “φεύγει” το αγαπημένο πρόσωπο και ο κόσμος ερημώνει, και από την άλλη η εργασία του πένθους είναι πως αυτό θα το συντρίψεις, θα φύγει από μέσα σου σαν πραγματικότητα για να γίνει μόνο μια ανάμνηση – αν θες να ζήσεις, δεν μπορείς να ζεις μόνο στο μαύρο της αρχικής απώλειας», τονίζει ο κ. Σαββόπουλος. Αλλά, πολύ συχνά, οι λόγοι για τους οποίους υπάρχουν ενοχές είναι κοινωνικοί, το πολιτισμικό περιβάλλον του καθενός διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο του πένθους, σημειώνει.

«Φαίνονται πολύ εγωιστές, νιώθουν σαν να εγκαταλείπουν τον νεκρό στο χώμα και έχουν τεράστια ενοχή, κάποιοι δεν το παραδέχονται γιατί σε ένα κομμάτι του εαυτού τους φαίνεται σαν να τον προδίδουν», λέει. Φτάνουν να πουν ότι ανακουφίστηκε ο δικός τους άνθρωπος που «έφυγε», και όχι κάτι για τον εαυτό τους. «Αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι προβολή», εξηγεί ο κ. Σαββόπουλος – «ισχύει βέβαια και αυτό, ανακούφιση που δεν βασανίζεται πια ο άλλος, παραδείγματος χάριν, αν μιλάμε για κάποιον καρκινοπαθή, αλλά υπάρχει και η ανακούφιση του φροντιστή, είναι ανθρώπινο».
Αν το πένθος εξελίσσεται φυσιολογικά, συμπληρώνει ο ίδιος, και αν το άτομο που πενθεί είναι εντάξει με τον εαυτό του και τη σχέση με τον εκλιπόντα, δεν υπάρχουν ενοχές. «Μπορεί να υπάρξει ανακούφιση χωρίς ενοχές αν δεν υπήρχαν συγκρούσεις – τότε το ίδιο το άτομο δεν ντρέπεται για αυτή την ανακούφιση», σημειώνει. Κάποιος που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, και πάλι με συστολή, μπορεί να πει «ανακουφίστηκα και λίγο, ή τώρα θα βγω στον δρόμο και θα περπατάω ελεύθερα, δεν θα φοβάμαι μη χτυπήσει το κινητό να πάω στο νοσοκομείο, να μου πουν πως έχει πάλι κρίση ή πως “φεύγει” σήμερα, “φεύγει” αύριο», δηλώνει ο κ. Σαββόπουλος. 

Oταν δεν υπάρχουν ενοχές, μένει μόνο ο πόνος της απώλειας. «Σε αυτή την περίπτωση λένε “ξεκουράστηκα, αλλά είναι πολύ έντονος ο πόνος της απώλειας”, αυτό είναι το χαρακτηριστικό του πένθους», τονίζει. Σε άλλες περιπτώσεις, η ανακούφιση μπορεί να είναι άρνηση της απώλειας. Oπως και να έχει όμως, ακόμη και όταν κάποιος χάσει πολύ αγαπητό του πρόσωπο, τις περισσότερες φορές η επιθυμία για ζωή είναι αντανακλαστικά πιο δυνατή από τη θλίψη. «Η ενόρμηση ζωής μέσα μας ζητάει εγωιστικά με κάποιο τρόπο να πει “ξέρεις, εγώ ζω” – για αυτό θα δείτε μερικές φορές ότι στα γεύματα έπειτα από κηδεία πέφτει και πολύ γέλιο, γιατί οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν», εξηγεί ο κ. Σαββόπουλος. «Αντιδραστικά σε αυτό το άγχος θανάτου ξυπνάει η ζωή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT