Παρότι έχει περάσει μισός αιώνας από τότε, η Κατερίνα Τριανταφύλλου θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τη χειμωνιάτικη εκείνη μέρα στις 16 Ιανουαρίου 1972. Είχε πολύ κρύο και σκοτεινιά όταν μαζί με τη νύφη της επιβιβάστηκε στο τρένο, στην πόστα όπως ονομάζόταν τότε επειδή το δεύτερο βαγόνι ήταν ταχυδρομείο, για να πάνε στο χωριό τους, το Μικρό Βουνό. Αν δεν είχε τόσο κρύο μπορεί να έκαναν τη διαδρομή και με τα πόδια, όπως άλλοτε, καθώς ήταν μια απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων. Αυτή τη φορά όμως επέλεξαν τον σιδηρόδρομο.
Στη διαδρομή, η 22χρονη Κατερίνα είχε βγάλει το κεφάλι της έξω από το παράθυρο για να δει τα χωράφια που καλλιεργούσε η οικογένεια της. Τότε ήταν που αντίκρυσε μια αμαξοστοιχία να έρχεται προς το μέρος της. «Ήξερα ότι δεν υπάρχει διπλή γραμμή. Θα ερχόταν πάνω μας. Έσφιξα τα χέρια μου και άρχισα να προσεύχομαι. Παρακάλεσα τον Θεό να μην πεθάνω. Ήμουν μόνο 22 ετών, δεν ήθελα να πεθάνω», θυμάται συγκινημένη.
Η μοιραία σύγκρουση των δύο τρένων έγινε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μεταξύ των σταθμών του Δοξαρά, 30 χιλιόμετρα από τη Λάρισα, και των Ορφανών Καρδίτσας. Το «Ακρόπολις Εξπρές» που είχε ξεκινήσει από τη Γερμανία είχε συγκρουστεί μετωπικά με την αμαξοστοιχία 121, που εκτελούσε το Αθήνα – Θεσσαλονίκη.
Η Κατερίνα που επέβαινε στη δεύτερη ειχε γίνει ένα με τα σίδερα. «Τα πόδια μου ήταν όλα μέσα στα σίδερα χωμένα. Ένας φαντάρος μου είπε “μην στεναχωρίεσαι” και με βοήθησε να βγω», περιγράφει και η φωνή της τρέμει μέχρι και σήμερα. Πονούσε σε όλο της το σώμα και κρύωνε. Ένας άνδρας την είδε και της έριξε μια κάπα πάνω της για να ζεσταθεί. Τότε άκουσε τη νύφη της να φωνάζει το όνομα της. Πήγε κοντά της και είδε ότι η γυναίκα είχε χάσει το ένα της πόδι. «Έτρεχε αίμα συνεχώς. Μου είπε: «κρυώνω, να προσεχεις τα παιδιά». Μόλις έμαθε τα νέα, ο αδελφός της έτρεξε να παραλάβει τη γυναίκα και την αδελφή του. Η κ. Τριανταφύλλου λεει πως για αρκετή ώρα αισθανόταν τον σφυγμό της νύφης της. Οι γυναίκες πήγαν στο νοσοκομείο και μετά από πολλές ημέρες ανακοίνωσαν στην 22χρονη πως η γυναίκα του αδελφού της είχε πεθάνει.
Η κ. Τριανταφύλλου νοσηλεύτηκε σε κρίσιμη κατάσταση στη Λάρισα και έπειτα επί έξι μήνες στο ΚΑΤ. Είχε σπασμένα κόκκαλα σε όλο της το σώμα. Στο νοσοκομείο, μακριά από την οικογένεια της, στις ατελείωτες ώρες μοναξιάς, η μνήμη της πήγαινε συνεχώς στις εικόνες που αντίκρισε όταν κατάφερε να βγει από τον τρίτο βαγόνι όπου καθόταν. «Όταν βγήκα είδα ανθρώπους σφαγμένους σαν τα αρνιά, διαμελισμένους. Ήταν ένα παιδί αποκεφαλισμένο», περιγράφει μεταφέροντας τον τροπο που είδε. Ο επίσημος απολογισμός της σύγκρουσης ήταν 19 νεκροί και 48 τραυματίες. Μέχρι σήμερα η ηλικιωμένη γυναίκα αρνείται να το πιστέψει και καταγγέλλει πως ο αριθμός των νεκρών από εκείνο το μοιραίο δυστύχημα πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος.
«Βαγόνια και άνθρωποι γίναν κάρβουνο», «Καμιά επίσημη ανακοίνωση για τα αίτια της τραγωδίας». Αυτά ήταν δύο από τα πρωτοσέλιδα που είχαν γραφτεί για το δυστύχημα. Παρότι η σύγκρουση είχε απασχολήσει τις εφημερίδες, δίχως τα μέσα που υπάρχουν σήμερα, δεν είχε πάρει την ανάλογη έκταση που της αντιστοιχούσε.
Ξυπνούν οι μνήμες
Όταν την Τετάρτη το πρωί, η γυναίκα άνοιξε την τηλεόραση της δεν πίστευε στα μάτια της. Πάγωσε. Περιγράφει πως ούτε να κλάψει δεν μπορούσε.
«Έτρεμα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Έτρεμαν τα πόδια μου από τον φόβο μου. Από τον φόβο. Ξαπλώνω και βλέπω εφιάλτες», είπε, λέγοντας πως έχουν ξυπνήσει όλες οι μνήμες.
Η κ. Τριανταφύλλου δεν μπορούσε να πιστέψει τις εικόνες που έβλεπε με τα καμμένα και συνθλιμμένα βαγόνια, εικόνες και ιστορίες παρόμοιες με τη δική της. «Είναι δυνατόν να γίνονται τώρα τέτοια πράγματα; Ξανά;», διερωτήθηκε.
Ένα ντοκιμαντέρ για τον Δοξαρά
«Τραγική ειρωνεία. Αυτό ήταν το συναίσθημα που είχα», δήλωσε στην «Κ» ο Βαγγέλης Πιρπιλής, μέλος της ομάδας παραγωγής που είχε δημιουργήσει το ντοκιμαντέρ «Δοξαράς» για την ιστορία του δυστυχήματος του 1972 που σημάδευσε τα Τέμπη. «Δεν το περιμέναμε οτι θα επαναληφθεί. Πιστεύαμε πια ότι δεν κινδυνεύαμε από τέτοιο δυστύχημα, ότι τα απαραίτητα συστήματα είχαν εγκατασταθεί. Τότε ήταν και μονή η γραμμή. Σύγκρουση σε διπλή γραμμή;», σημείωσε.
Στην περίπτωση του Δοξαρά, ο σταθμάρχης που κατάλαβε ότι πρόκειται να γίνει σύγκρουση, δίχως να έχει δυνατότητα ασύρματης επικοινωνίας, προσπάθησε να βρει ένα ταξί για να προλάβει το τρένο και να κάνει νόημα στον μηχανοδηγό. Δεν τα κατάφερε ποτέ και έτσι δεν μπόρεσε να αποφευχθεί το μοιραίο δυστύχημα. Στο τέλος του ντοκιμαντέρ, αναφέρεται πως το δυστύχημα είχε γίνει αφορμή για να τοποθετηθούν ασύρματα τηλέφωνα σε όλες τις μηχανές.
Αν υπήρχαν ήδη τα τηλέφωνα, δεν θα εξελισσόταν ο Δοξαράς σε τραγωδία. Αν, λένε οι ειδικοί, λειτουργούσε η τηλεδιοίκηση, δεν θα χάνονταν τόσες ζωές στον Ευαγγελισμό. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Μέχρι σήμερα, η Κατερίνα Τριανταφύλλου αισθάνεται τυχερή που κατάφερε να επιβιώσει από εκείνη την μοιραία σύγκρουση. Συχνά εύχεται να σωζόταν και η νύφη της. Αθέατα θύματα της σύγκρουσης αυτής ήταν τα ορφανά της ανιψιά και ο αδερφός της που χήρεψε τόσο νέος. Η ίδια, έναν χρόνο μετά το δυστύχημα, αρραβωνιάστηκε και έπειτα παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Κατάφερε να προχωρήσει τη ζωή της, να χαμογελάσει ξανά και να ζήσει έχοντας πλέον παιδιά και εγγόνια. Το δυστύχημα όμως έχει αφήσει πάνω της σωματικά και ψυχικά τραύματα που δεν έχουν επουλωθεί. Στα πόδια και τα χέρια της υπάρχουν ακόμα οι ουλές από τα σίδερα ενώ μέχρι και τώρα έχει μια μικρή αναπηρία στο χέρι. «Ποτέ δεν φόρεσα ένα κοντό μπλουζάκι. Ντρεπόμουν για τις πληγές». Εξίσου επίμονα είναι και τα ψυχικά σημάδια. Όπως περιγράφει, κάθε φορά που ακούγεται ένα μπαμ ή χτυπάει το τηλέφωνο, τινάζεται.
Στη δική της περίπτωση, καταδικάστηκε ο σταθμάρχης. Ωστόσο τίποτα, όπως λέει, δεν έχει καταφέρει να απαλύνει την οργή της για αυτό που συνέβη, για τις ελλείψεις που σημειώθηκαν τότε και κατά έναν τραγικό τρόπο σημειώνονται σήμερα, 51 χρόνια αργότερα.
Και σ’ αυτό που δεν έχει βρει ακόμα απάντηση είναι το «γιατί». Γιατί έχασε την νύφη της; Γιατί υπέφερε η ίδια και οικογένειά της, αλλά και γιατί τώρα χάθηκαν τόσοι άνθρωποι και υποφέρουν άλλες τόσες οικογένειες; Γιατί ένα απλό εισιτήριο τρένου έγινε εισιτήριο θανάτου;