Για την απενεργοποίηση τεσσάρων δικλίδων ασφαλείας, που λειτουργούσαν στον σιδηρόδρομο για «150 χρόνια», μέχρι το 2015 και απέτρεπαν δυστυχήματα, όπως αυτό που συνέβη στα Τέμπη το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου και στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, μιλάει στην «Κ» ο καθηγητής Μεταφορών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Θανάσης Ζηλιασκόπουλος, που διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από το 2010 έως το 2015.
Το όνομά του συζητήθηκε έντονα αυτές τις ημέρες, μετά και την πρόσφατη τοποθέτησή του ως μέλους στην ειδική επιτροπή για τη διερεύνηση των αιτιών του πολύνεκρου δυστυχήματος στα Τέμπη, θέση από την οποία τελικά παραιτήθηκε, καθώς, όπως ανέφερε, «δεν θα ήθελα η ιδιότητά μου εκείνη να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για να πληγεί η ακεραιότητα και η αμεροληψία των εργασιών και του πορίσματος της επιτροπής».
Ο ίδιος επισήμανε πως θεώρησε «καθήκον» να συμμετέχει στη συγκεκριμένη επιτροπή, γι’ αυτό και δέχθηκε την πρόταση όταν του ζητήθηκε.
«Υπήρχαν και δούλευαν 4 δικλίδες ασφαλείας από την ίδρυση του σιδηροδρόμου μέχρι και το 2015, γι’ αυτό δεν είχαμε κάποια σοβαρά ατυχήματα», ανέφερε στην «Κ», τονίζοντας μάλιστα πως «ήταν δύσκολο να αστοχήσουν και τα τέσσερα ταυτόχρονα».
Ποια είναι αυτά:
Η υποχρεωτική παρουσία και δεύτερου σταθμάρχη στον σταθμό, καθώς και του επιθεωρητή σταθμαρχών που τους έχει υπό την εποπτεία του.
Μέχρι το 2015 ίσχυαν κανόνες λειτουργίας των σιδηροδρόμων, που απέτρεπαν δυστυχήματα όπως αυτό των Τεμπών, υποστηρίζει ο καθηγητής Θανάσης Ζηλιασκόπουλος.
Εκτός από τους σταθμάρχες, απαραίτητη, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν και η παρουσία του προϊσταμένου της αμαξοστοιχίας, «τα αυτιά και τα μάτια» της σιδηροδρομικής γραμμής αλλά και της κυκλοφορίας των τρένων. «Ο υπεύθυνος ασφαλείας στο τρένο είναι ο προϊστάμενος της αμαξοστοιχίας που έχει το φύλλο πορείας, ενημερώνεται από τους σταθμάρχες αλλά και από το κέντρο παρακολούθησης της κυκλοφορίας κ.ά. και δίνει οδηγίες στον μηχανοδηγό», αναφέρει, τονίζοντας πως ο ίδιος θα γνώριζε για την παρουσία των δύο τρένων στη γραμμή και θα ειδοποιούσε εγκαίρως. Η θέση του, όπως αναφέρει, καταργήθηκε, ενώ στον τροποποιημένο γενικό κανονισμό κίνησης του Μαρτίου 2019, που έχει υπογραφεί από τον πρώην υπουργό Υποδομών και Μεταφορών Χρήστο Σπίρτζη, η παρουσία του προϊσταμένου αμαξοστοιχίας δείχνει να μην είναι υποχρεωτική.
Ο κ. Ζηλιασκόπουλος αναφέρθηκε και στην ανάγκη επαναλειτουργίας του κέντρου παρακολούθησης της κυκλοφορίας, το οποίο στεγαζόταν στον ΟΣΕ, στην οδό Καρόλου και ήταν στελεχωμένο με έμπειρους σταθμάρχες και μηχανοστασιάρχες. Το συγκεκριμένο κέντρο που λειτουργούσε 24 ώρες το 24ωρο, επικοινωνούσε με όλους τους υπεύθυνους του σιδηροδρόμου, παρακολουθούσε την κυκλοφορία των τρένων όλης της Ελλάδας καταγράφοντας την πορεία τους και προλαμβάνοντας σφάλματα των σταθμαρχών και μηχανοδηγών. Οπως σημειώνει ο ίδιος, το κέντρο παρακολούθησης της κυκλοφορίας είχε ατονήσει ήδη από το 2017, χρονιά που η ιταλική εταιρεία εξαγόρασε την TΡΑΙΝΟΣΕ και ύστερα έφυγε από την οδό Καρόλου. Σήμερα, στο κτίριο υπάρχει ένας ρυθμιστής κυκλοφορίας πλέον μόνο του ΟΣΕ, που παρακολουθεί την πορεία των τρένων και καταγράφει την κίνηση της ημέρας. Ωστόσο, έμπειρα στελέχη του σιδηροδρόμου αναφέρουν πως με την κατάργηση του κέντρου παρακολούθησης της κυκλοφορίας «κόπηκε η επικοινωνία μεταξύ ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Ο ρυθμιστής κυκλοφορίας ακούει μόνο τον σταθμάρχη».
Τέλος, απαραίτητη είναι η παρουσία κλειδούχων σε κάθε αλλαγή της κατεύθυνσης των αμαξοστοιχιών, ακόμη κι αν αυτό γίνεται με τηλεδιοίκηση. «Επρεπε οι κλειδούχοι και οι σταθμάρχες να είναι περισσότεροι. Είναι απαραίτητη η παρουσία του προϊσταμένου της αμαξοστοιχίας και η λειτουργία του κέντρου παρακολούθησης της κυκλοφορίας», επισημαίνει ο κ. Ζηλιασκόπουλος.