Η συρρίκνωση της «στενής οικογένειας» τα επόμενα χρόνια, επακόλουθο των δημογραφικών μεταβολών, οδηγεί στην αναγκαιότητα χάραξης πολιτικών για τους ηλικιωμένους. Ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται, την ίδια στιγμή που γεννιούνται λιγότερα παιδιά, ενώ τα ζευγάρια χωρίζουν ευκολότερα.
Το κράτος πρόνοιας θα πρέπει στο άμεσο μέλλον να καλύψει τις ανάγκες πολλών ηλικιωμένων –σήμερα οι άνω των 65 αποτελούν το 22,6%– οι οποίοι θα βρεθούν μόνοι σε προχωρημένη ηλικία, ενώ οι απολαβές τους δεν θα μπορούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες τους. Τη στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα οι δαπάνες για τη μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το 2019 μόλις 0,2%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση έφθασε στο 1,7%.
Ηλικιωμένοι χωρίς τη φροντίδα της οικογένειας
Της Τάνιας Γεωργιοπούλου
Η εικόνα του παππού και της γιαγιάς που λένε παραμύθια στα παιδιά μπροστά στο τζάκι, σε λίγο θα έχει μουσειακή αξία. Το μαξιλάρι ασφαλείας που λέγεται «οικογένεια», η οποία παραδοσιακά στην Ελλάδα αναλάμβανε να φροντίσει τους ηλικιωμένους, όταν πλέον δεν μπορούσαν να ζήσουν αυτόνομα, θα μπορεί όλο και λιγότερο τα επόμενα χρόνια να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, λόγω των δημογραφικών εξελίξεων. Ταυτόχρονα ο αριθμός των ηλικιωμένων ανθρώπων στη χώρα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της αύξησης του μέσου όρου ζωής αλλά και της υπογονιμότητας. Σήμερα οι άνω των 80 στην Ελλάδα είναι 775.704, ενώ το 22,6% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών. «Το κράτος πρόνοιας θα κληθεί να καλύψει τις ανάγκες των ηλικιωμένων δεδομένου ότι η “στενή οικογένεια” για πολλούς δεν θα υπάρχει, ενώ και οι απολαβές των ηλικιωμένων δεν θα μπορούν να καλύψουν ιδιωτικά τις αυξημένες ανάγκες τους», τονίζει ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας.
Την τελευταία εκατονταετία έχουν συντελεστεί σημαντικότατες αλλαγές στην πορεία των βασικών δημογραφικών συνιστωσών – θνησιμότητα, γονιμότητα και δημιουργία οικογένειας (γαμηλιότητα) στην Ελλάδα. «Είμαστε πολύ πιο γερασμένοι ως πληθυσμός, ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, παντρευόμαστε λιγότερο και χωρίζουμε περισσότερο, κάνουμε λιγότερα παιδιά με αποτέλεσμα η σύνθεση των οικογενειών να έχει αλλάξει σημαντικά», περιγράφει ο κ. Κοτζαμάνης στην έρευνά του για τις επιπτώσεις των δημογραφικών εξελίξεων στο οικογενειακό περιβάλλον των ανθρώπων 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.
Μέσος όρος ζωής
Οι γυναίκες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 θα ζήσουν περισσότερο, ενώ κάνουν λιγότερα παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία.
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έχει σημειωθεί μεγάλη αύξηση του μέσου όρου ζωής, η οποία ενώ αρχικά οφειλόταν στη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του αιώνα μας ο μέσος όρος ζωής θα αγγίζει τα 90 έτη για τις γυναίκες και θα ξεπερνάει τα 85 έτη για τους άνδρες.
Ο ερευνητής καταγράφει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τις γυναίκες οι οποίες άλλωστε αποτελούν παραδοσιακά τα κατ’ εξοχήν πρόσωπα που αναλαμβάνουν τη φροντίδα ηλικιωμένων αλλά και ανηλίκων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το ποσοστό γυναικών που στα 50 τους δεν είχαν παντρευτεί ήταν 12%, οι γνωστές δαχτυλοδεικτούμενες γεροντοκόρες. Για τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1980 το ποσοστό αυτό έχει ήδη διπλασιαστεί, ενώ παράλληλα χωρίζουν πολύ πιο εύκολα: ένας στους τρεις γάμους θα οδηγηθεί σε διαζύγιο. Παράλληλα, έχουμε αύξηση και των εκτός γάμου γεννήσεων με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι μονογονεϊκές οικογένειες.
Επίσης, οι γυναίκες που γεννήθηκαν κατά τον μεσοπόλεμο έκαναν από 2,3-2,5 παιδιά, όσες γεννήθηκαν το 1985 –για παράδειγμα– θα γεννήσουν κατά μέσον όρο 1,45 παιδιά και μάλιστα σε αναλογικά μεγάλη ηλικία μετά τη συμπλήρωση των 31 ετών. Επιπλέον, το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ’80 δεν θα κάνει καθόλου παιδιά. Το αντίστοιχο ποσοστό στις προπολεμικές γενιές δεν ξεπερνούσε το 15%. Περιγράφοντας την οικογενειακή κατάσταση των γυναικών που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 με βάση τα δημογραφικά δεδομένα, ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει ότι το 60%-70% αυτών θα ξεπερνούσαν τα 65 έτη. Επίσης, οι γυναίκες αυτές στα μισά περίπου χρόνια που ζούσαν μετά τα 65, ήταν χήρες, ωστόσο είχαν 2-3 παιδιά και 4-6 εγγόνια ηλικίας 10-20 ετών. «Επομένως στα τελευταία και πλέον δύσκολα χρόνια της ζωής τους το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον περιελάμβανε 6-9 άτομα».
Οσες όμως γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 σε ποσοστό 90% θα ξεπεράσουν τα 65 χρόνια ζωής και κατά μέσον όρο θα ζήσουν άλλα 25 χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής τους το «στενό οικογενειακό» τους περιβάλλον θα αποτελείται από 2-5 άτομα. Τα παιδιά τους, τα οποία γέννησαν σε μεγαλύτερη ηλικία θα έχουν παράλληλα τη φροντίδα των υπερήλικων γονιών τους αλλά και των ανήλικων παιδιών τους, αδυνατώντας βέβαια να ανταποκριθούν επαρκώς και στους δύο ρόλους.
Η πρόνοια εξαντλείται στη σύνταξη
Η Ελλάδα πιθανότατα στηριζόμενη στο οικογενειακό μοντέλο φροντίδας των ηλικιωμένων, παρά τις δημογραφικές εξελίξεις, παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό εξόδων για μακροχρόνια φροντίδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η πρόνοια του κράτους εξαντλείται στη σύνταξη.
Ειδικότερα, το 2019 το ποσοστό των δημόσιων εξόδων για μακροχρόνια φροντίδα επί του ΑΕΠ βρισκόταν στο 0,2%, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν στο 1,7% (στοιχεία Ε.Ε. – Ageing Report 2021). Το υψηλότερο ποσοστό εξόδων για μακροχρόνια φροντίδα σε σχέση με το ΑΕΠ παρουσιάζει η Νορβηγία, 4% του ΑΕΠ, ακολουθεί η Ολλανδία με 3,7% του ΑΕΠ και η Δανία με ποσοστό 3,5%.
Τα δημογραφικά δεδομένα δεν πρόκειται να αναστραφούν. Το 2022 το 1/5 των κατοίκων της Ε.Ε. ήταν άνω των 65 ετών, την ίδια στιγμή που ο μισός πληθυσμός της Eνωσης ήταν μεγαλύτερος των 44,4 ετών.
To 10,5% του πληθυσμού της Ε.Ε. από 65-69 ετών δεν μπορεί να ζήσει αυτόνομα χωρίς υποστήριξη. Το ποσοστό αυτό στην ηλικία 70-74 αυξάνεται στο 13,5%, στην ηλικία των 75-79 στο 19%, στους 80-84 φτάνει στο 25,9% και άνω των 85 στο 35,9%.
Στην Ελλάδα, ανάμεσα στο 1951 και στο 2019 τα άτομα άνω των 65 ετών αλλά και άνω των 85 ετών αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τον ενεργό πληθυσμό, δηλαδή τα άτομα ηλικίας 15-64. Το πλήθος της ομάδας άνω των 65 υπερτετραπλασιάστηκε και το πλήθος των ατόμων άνω των 85 ετών πολλαπλασιάστηκε επί δώδεκα.
Η χάραξη πολιτικής για τη φροντίδα και την προστασία των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας οι οποίοι δεν έχουν υποστηρικτικό πλαίσιο και η αύξηση των δημόσιων εξόδων για τη δημιουργία δημόσιων δομών που θα παρέχουν ευπρεπή μακροχρόνια φροντίδα σε ηλικιωμένους είναι αναγκαίες.
Επιτακτική ανάγκη πολυεπίπεδης στρατηγικής για την τρίτη ηλικία
Της Ιωάννας Φωτιάδη
Η οικογενειακή αλληλεγγύη ήταν πάντα έντονη στις χώρες της Μεσογείου, καθώς για διάφορους λόγους, κοινωνικούς και οικονομικούς, δεν διέθεταν επαρκείς δομές για την τρίτη ηλικία. Σε αντίθεση με τις αγγλοσαξονικές χώρες και τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, οι οποίες εδώ και πολλές δεκαετίες έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη κοινωνική πρόνοια για την τρίτη ηλικία.
Η Μεσόγειος, όμως, τα τελευταία χρόνια δυτικοποιείται ταχύτατα, οι άνθρωποι αλλάζουν νοοτροπία και συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένη πίεση για ισχυρές πολιτικές προστασίας των ηλικιωμένων, ειδικά εκείνων που μένουν πίσω… μόνοι. Η χώρα μας χρειάζεται να κάνει γρήγορα βήματα και σε πολλά πεδία στο θέμα της τρίτης ηλικίας.
Η σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, λ.χ., καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη θεσμοθέτησης της ειδικότητας του γηριάτρου στην Ελλάδα. Παραμένουμε η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση όπου η συγκεκριμένη ειδικότητα δεν είναι ένας αναγνωρισμένος κλάδος της Ιατρικής. Παρόλο που αποδεδειγμένα η συμβολή των γεροντολόγων στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων, στη στήριξη των οικογενειών τους αλλά και στην εξοικονόμηση πόρων του ΕΣΥ μπορεί να αποβεί καθοριστική.
«Ο γηρίατρος δεν είναι ο γιατρός που θα επισκεφθούμε όταν θα αρρωστήσουμε», εξηγεί στην «Κ» η κ. Αθηνά Γρέκα, ειδική παθολόγος – γεροντολόγος, «είναι ο γιατρός που θα μας παρακολουθεί σταθερά μετά τα 60 ή 65 έτη και θα μας κατευθύνει έτσι ώστε να προλάβουμε πιθανά προβλήματα υγείας που συνδέονται με την ηλικία».
Χάρη στις εξειδικευμένες γνώσεις του, μπορεί να προσεγγίσει ολιστικά κάθε ασθενή. Εξετάζει τη διατροφή του, τη διανοητική, συναισθηματική και κοινωνική του κατάσταση. «Είμαστε τόσο απαραίτητοι όσο και οι παιδίατροι για τα παιδιά», αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά. Στο εγγύς μέλλον, όταν μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων θα ζει χωρίς συγγενείς, ο ρόλος του γηριάτρου θα είναι ακόμη πιο απαραίτητος.
«Οταν υπάρχει στενή και εξατομικευμένη ιατρική παρακολούθηση των ηλικιωμένων, αποφεύγονται οι μη απαραίτητες πολυήμερες νοσηλείες και η πολυφαρμακία». Στα βιβλιάρια των μεγαλύτερων σε ηλικία μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια αέναη επανάληψη της ίδιας συνταγογράφησης.
Οι ανάγκες βέβαια των ασθενών της κ. Γρέκα διαφέρουν, «καθώς η τρίτη ηλικία χωρίζεται νοητά σε τέσσερις ηλικιακές κατηγορίες», υπενθυμίζει.
Και εξηγεί: «Στις δύο πρώτες οι άνθρωποι ακόμη εργάζονται, είναι πλήρως δραστήριοι, έχουν κοινωνική και σεξουαλική ζωή». Οπως παρατηρεί, «οι σημερινοί 75άρηδες δεν θυμίζουν εκείνους της δεκαετίας του ’80 ή και του ’90».
Οσο το περίφημο μεσογειακό οικογενειακό μοντέλο υποχωρεί, τόσο θα αυξάνονται οι ανάγκες μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής για τη μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων, ειδικά στην Ελλάδα, που όπως όλα δείχνουν γερνάει ταχύτατα.