«Είμαστε ανοικτοί να προσλάβουμε ανθρώπους που δεν έχουν εμπειρία στα τουριστικά, αρκεί να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων στα αγγλικά, την υπόλοιπη εκπαίδευση θα τους την παράσχουμε εμείς». Η κ. Μιχαλίτσα Πεταλά από τον όμιλο ξενοδοχείων Χατζηλαζάρου στη Ρόδο είναι μία από τις 40 εκπροσώπους επιχειρήσεων που έδωσαν το «παρών» στις Ημέρες Καριέρας «Welcome 2023». Η εκδήλωση, που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του Κέντρου Συντονισμού του Δήμου Αθηναίων για θέματα Μεταναστών και Προσφύγων (ACCMR), με την υποστήριξη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) και της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, απευθύνεται ως επί το πλείστον σε εργαζομένους με μεταναστευτικό και προσφυγικό προφίλ.
Το momentum μοιάζει ιδανικό για να κλείσουν συμφωνίες, καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις σε τουρισμό και εστίαση είναι έτοιμες να προβούν σε συμβιβασμούς. «Εχουμε κενά σε ειδικότητες πρώτης γραμμής, όπως στο service, το house keeping και στην κουζίνα», επισημαίνει η κ. Πεταλά. «Τα κενά μας αγγίζουν το 15%», αναφέρει η κ. Αννα Λαγουδάκη, υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού των ξενοδοχείων Santikos. «Πριν από ένα μήνα οι διαθέσιμες θέσεις ήταν πολλαπλάσιες», προσθέτει η ίδια, «πέρυσι εργάστηκαν σε εμάς πολλοί αλλοδαποί, δύο εξ αυτών συνέχισαν και τον χειμώνα στις μονάδες μας που έμειναν ανοιχτές». Η κ. Μυρτώ Αδαμαντιάδη, από το all day bar restaurant Yam στην Αντίπαρο, εισακούει όσα ζητούν οι ενδιαφερόμενοι. «Εχουμε επαναπροσδιορίσει τα ημερομίσθια και προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε κάποια λογικά αιτήματα», λέει. Μέσα σε λίγες ώρες οι εκπρόσωποι έχουν συνομιλήσει με νεαρούς άνδρες και γυναίκες από το Καμερούν, τη Νιγηρία, το Κονγκό, το Μαρόκο, το Αφγανιστάν και την Αίγυπτο.
«Το παλιό μου αφεντικό στη Σαντορίνη με περιμένει, εγώ όμως προσπαθώ να βρω δουλειά με καλύτερο ωράριο». Ο 36χρονος Ραχίμι από το Αφγανιστάν, που έχει συμμετάσχει σε εξατομικευμένες συνεδρίες επαγγελματικής συμβουλευτικής στο Κέντρο Ενταξης Μεταναστών του δήμου, προσήλθε χθες στην εκδήλωση με την ελπίδα ότι φέτος θα μπορέσει να εργαστεί σε καλύτερες συνθήκες. «Το νησί ήταν ένα όνειρο, είχαμε πει όμως ότι θα δουλεύω οκτώ ώρες και δούλευα σχεδόν δώδεκα, και μάλιστα σε διαφορετικό πόστο», περιγράφει σε άπταιστα ελληνικά, «είμαι ο μοναδικός που έβγαλα όλη τη σεζόν, οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου παραιτήθηκαν». Ο Ισραέλ από τη Νιγηρία, από την άλλη, δείχνει πρόθυμος να κάνει συμβιβασμούς. «Οταν κάποιος πεινάει, δεν θα σου ζητήσει ένα εξεζητημένο μενού», τονίζει, αν και προτιμάει να βρει δουλειά ως κηπουρός, καθώς αυτή είναι πλέον η ειδικότητά του στην Ελλάδα. Για τον ίδιο, ωφελούμενο των προγραμμάτων της IRC (International Rescue Committee), είναι ζωτικό να αλλάξει η εικόνα των προσφύγων στην Ελλάδα. «Αν δεν μεσολαβήσει κάποιος Ελληνας δύσκολα σήμερα βρίσκεις σπίτι ή δουλειά», αναφέρει με πικρία ο Ισραέλ, που ως καθολικός εργάζεται παράλληλα εθελοντικά στην οργάνωση Caritas.
Η μεγαλύτερη «σπαζοκεφαλιά» είναι η διαχείριση των εργαζόμενων γονέων, κυρίως των γυναικών με μικρά παιδιά και ακόμη πιο ειδικά των μονογονεϊκών οικογενειών. Εάν είναι ήδη δύσκολη η προσαρμογή σε μια νέα χώρα, η «εσωτερική μετανάστευση» για 3-4 μήνες σε άλλο μέρος και η εργασία σε κυλιόμενο ωράριο μοιάζει με άθλο για τις αλλοδαπές μητέρες. «Δουλεύω ως καθαρίστρια σε ένα ιδιωτικό σχολείο των βορείων προαστίων και σε έναν δημόσιο φορέα», λέει στην «Κ» η Μίριαμ από το Μαρόκο, «δεν είμαι ευχαριστημένη και ψάχνω άλλη δουλειά». Η ίδια έχει τρία παιδιά, από δέκα έως δεκαέξι ετών. «Δεν έχω τη δυνατότητα να εργαστώ εκτός Αθηνών».
Μια εναλλακτική θα μπορούσε να είναι η απασχόλησή τους στη φύλαξη παιδιών. «Δεν έχουμε πολλά αιτήματα για εργασία από γυναίκες με προσφυγικό προφίλ», απαντάει στην «Κ» η Αντιγόνη Λεμπέση από την πλατφόρμα για ανεύρεση νταντάδων Paramana, «έχουν οι ίδιες αναστολές ως προς τη μετακίνηση εντός της πόλης και τα ωράρια». Ωστόσο «υπάρχει μεγάλη ζήτηση από τις οικογένειες των Ελλήνων, οι οποίοι πολύ συχνά δηλώνουν ότι δεν τους απασχολεί η γνώση ελληνικών, είναι ανοικτοί τα παιδιά τους να μάθουν και άλλες γλώσσες από την νταντά τους», διευκρινίζει.
«Οσοι βρίσκονται πολλά χρόνια εδώ και το αίτημά τους για άσυλο έχει πολλάκις απορριφθεί, αναπτύσσουν πολύ έντονο άγχος για το μέλλον», σχολιάζει στην «Κ» ο Δούκας Πρωτόγηρος, ψυχολόγος στην IRC. «Διαπιστώνουν ότι τα χρόνια περνούν και είναι μετέωροι, πολλοί είχαν δεσμευθεί ότι θα στέλνουν πίσω χρήματα και δεν το καταφέρνουν». Στους κόλπους της οργάνωσης γίνονται συνεδρίες ομαδικής ψυχοθεραπείας, στις οποίες συμμετέχουν πολλοί άνδρες οι οποίοι ζουν μόνοι, χωρίς υποστηρικτικό πλαίσιο.