«Τι να σου πω, παιδάκι μου, φαίνεται ότι ο κόσμος μισεί το χώμα». Η κ. Ουρανία έχει πάρει θάρρος από την ανοιξιάτικη λιακάδα και σκουπίζει την αυλή της σε μια από τις ελάχιστες μονοκατοικίες που έχουν απομείνει στη γειτονιά της, την Aνω Νέα Σμύρνη. Τη ρωτάω πώς νιώθει που μέσα σε ένα-δύο χρόνια ο μικρός της δρόμος έγινε αγνώριστος ύστερα από διαδοχικές κατεδαφίσεις που σαρώνουν παλιά, προπολεμικά κυρίως, σπίτια σε μια σειρά από συνοικίες και προάστια της Αθήνας. Μου λέει ότι αυτό που ξεκίνησε μέσα στις καραντίνες, «να μην προλαβαίνεις να μετράς σπίτια που πέφτουν για να σηκωθούν στο άψε-σβήσε πολυκατοικίες των επτά και των οκτώ ορόφων», συγκρίνεται μόνο με τη δεκαετία του ’90, όταν «εδώ “έγινε το σώσε” και χάσαμε εκατοντάδες σπίτια με μικρούς κήπους και αυλές».
Η Νέα Σμύρνη, όπως και η Δάφνη, το Ελληνικό, ο Αλιμος, η Βούλα, η Γλυφάδα αλλά και το Χαλάνδρι, το Ψυχικό ή του Παπάγου βορειότερα, βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή αυτού που θα ονομάζαμε ένα δεύτερο κύμα ανοικοδόμησης των προαστίων μετά το τυπικό τέλος της περιόδου της αντιπαροχής τη δεκαετία του ’70 και την οριστικοποίηση της νέας πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του Λεκανοπεδίου με την πλήρη επικράτηση του οικιστικού υβριδίου της αθηναϊκής πολυκατοικίας.
Το φαινόμενο του ελατηρίου
Είχε προηγηθεί μια πρώτη, αντίστοιχη, περίοδος (ακόμη πιο) πληθωρικής οικοδομικής δραστηριότητας τη δεκαετία 1995-2005, όταν οι σειρήνες μιας οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς προηγούμενο στη Μεταπολίτευση (φθηνότερο χρήμα χάρη στην ένταξη στην ΟΝΕ, φούσκα Χρηματιστηρίου, ανάληψη Ολυμπιακών Αγώνων κ.ά.) είχαν απογειώσει τους δείκτες οικοδομικής δραστηριότητας. Τότε όχι μόνο εξαϋλώθηκαν εκατοντάδες μονοκατοικίες μέσα σε λίγα χρόνια, αλλά τη θέση τους πήραν πολυκατοικίες επτά και οκτώ ορόφων, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το μικροκλίμα των συνήθως στενών δρόμων που τις υποδέχθηκαν: λιγότερο φυσικό φως και αερισμός, περισσότερα αυτοκίνητα στους δρόμους αλλά και καταστροφή του πολύτιμου πρασίνου των πεζοδρομίων εξαιτίας της κατασκευής των υπόγειων χώρων στάθμευσης. «Η μεγάλη καταστροφή στη Νέα Σμύρνη είναι οι πρασιές που κάποτε ήταν υποχρεωτικές, γιατί ο προπολεμικός οικισμός αναπτύχθηκε με προδιαγραφές κηπούπολης και σήμερα είναι είδος προς εξαφάνιση καθώς αντικαταστάθηκαν από ένα αναιμικό, επιφανειακό πράσινο προκειμένου να είναι τεχνικά δυνατή η κατασκευή των πάρκινγκ», επισημαίνει ο πολιτικός μηχανικός και κάτοικος της περιοχής Αγγελος Παπαϊωάννου.
«Ζούμε ένα τσουνάμι», μου λέει η Ειρήνη Γρατσία, αρχαιολόγος και συντονίστρια της Monumenta, της μη κερδοσκοπικής εταιρείας που καταγράφει συστηματικά το κτιριακό απόθεμα του 19ου και του 20ού αιώνα και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για τη σωτηρία του. «Πιστεύω ότι είναι σαν να ζούμε σε επανάληψη τη δεκαετία του ’70, δεν υπερβάλλω. Στη Monumenta δεν προλαβαίνουμε να λαμβάνουμε καθημερινά emails και μηνύματα για κτίρια που κατεδαφίζονται σε πολλές συνοικίες της Αθήνας αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως στη Θεσσαλονίκη ή την Αλεξανδρούπολη. Κατά κύριο λόγο αφορούν κτίρια των δεκαετιών του ’20 και του ’30, αλλά και μεταπολεμικών, του ’50, του ’60, ακόμη και του ’70. Αυτό το κύμα κατεδαφίσεων εντάθηκε το 2022 και συνεχίζεται ακάθεκτο το 2023».
Στην πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι το φαινόμενο του ελατηρίου ύστερα από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης και σημαντικής συρρίκνωσης της οικοδομικής δραστηριότητας. Οι περισσότερες οικοδομικές άδειες κτιρίων που χτίζονται από το 2018 και μετά εκδόθηκαν στα δύσκολα χρόνια της ύφεσης, όταν πραγματοποιήθηκε πλήθος αγοραπωλησιών σε πολύ δελεαστικές (για τους αγοραστές γης) συνθήκες και με ιδιαίτερα ευνοϊκές αποτιμήσεις.
Η αντιπαροχή δεν τελείωσε ποτέ
Τα περισσότερα από τα σπίτια που κατεδαφίζονται δεν είναι αρχιτεκτονικά αριστουργήματα και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είχαν κηρυχθεί διατηρητέα από τα αρμόδια υπουργεία (Περιβάλλοντος και Πολιτισμού) τις περασμένες δεκαετίες. Αυτό είναι και το «δράμα» τους. Αν και όντως δεν διαθέτουν πάντα τις αισθητικές περγαμηνές άλλων «κηρυγμένων» μεγάρων που χτίστηκαν από επώνυμους αρχιτέκτονες και ίσως σε ένα διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον, φέρουν, ωστόσο, μια άυλη αισθητική και περιβαλλοντική υπεραξία που χρόνο με τον χρόνο γίνεται όλο και πιο πολύτιμη και σίγουρα δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Ως προς το θεσμικό πλαίσιο που τα διέπει, όλα τα κτίρια που έχουν ανεγερθεί πριν από το 1955 και προορίζονται για κατεδάφιση πρέπει να περάσουν υποχρεωτικά από τα τοπικά Συμβούλια Αρχιτεκτονικής που θα γνωμοδοτήσουν σχετικά. Είναι σπάνιο το φαινόμενο ένα Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής να μην εκδώσει άδεια κατεδάφισης για ένα σπίτι που δεν είναι κηρυγμένο. Το πλαίσιο προστασίας είναι μεγαλύτερο για τα κτίρια που έχουν συμπληρώσει 100 χρόνια ζωής (μιλάμε πάντα για τα μη κηρυγμένα), καθώς χρειάζεται να πάρουν την άδεια κατεδάφισης από τις συνήθως πολύ πιο αυστηρές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί ιδιοκτήτες μεσοπολεμικών σπιτιών να σπεύδουν να εκδώσουν άδειες κατεδάφισης για να προλάβουν τη συμπλήρωση της εκατονταετίας ή φοβούμενοι ενδεχόμενη μελλοντική αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου. Φυσικά, όπως λέει η Ειρήνη Γρατσία, βασικός λόγος για τις εκτεταμένες κατεδαφίσεις παραμένει η ακαταμάχητη οικονομική σχέση κέρδους – ζημίας για έναν ιδιοκτήτη παλαιού σπιτιού.
Το κόστος συντήρησης και εκσυγχρονισμού των υποδομών αυτών των σπιτιών είναι συνήθως ασήκωτο, ενώ το δέλεαρ απόκτησης άνετων διαμερισμάτων στη νέα οικοδομή παραμένει το ίδιο ισχυρό όσο ήταν και πριν από μισό αιώνα. «Η αντιπαροχή, όπως μας λένε οι μηχανικοί, δεν σταμάτησε ποτέ, παρά μόνο το διάστημα της τελευταίας οικονομικής κρίσης», τονίζει η ίδια. «Πραγματικά και εμείς προβληματιζόμαστε για το πώς να συμβάλουμε στην ανάσχεση αυτού του φαινομένου που θα οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Στην Αθήνα, όπου ολοκληρώθηκε η καταγραφή των κτιρίων της περιόδου 1830-1940, προέκυψε ότι διατηρούνται 11.500 κτίρια, από τα οποία περίπου τα 3.500 είναι κηρυγμένα διατηρητέα. Δεν είναι λίγα, αλλά αναλογούν περίπου στο 20% αυτού που είχε κτιστεί. Τι κάνουμε λοιπόν με το υπόλοιπο 80%; Πολλά απ’ όσα δεν έχουν κηρυχθεί είναι αξιόλογα και είναι σημαντικό να διατηρηθούν. Ωστόσο αν δεν δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες, δεν πρόκειται να αλλάξει η κατάσταση. Γι’ αυτό και στείλαμε έντεκα οργανώσεις επιστολή στον πρωθυπουργό προκειμένου να υλοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν το πρόγραμμα ΔΙΑΤΗΡΩ που είχαν εξαγγείλει και θα χρηματοδοτήσει εργασίες στερεωτικές και αποκατάστασης. Μόνο με πολιτική βούληση αλλά και πίεση των πολιτών μπορεί να σταματήσει αυτό το κακό».
Το αντάρτικο του Π. Ψυχικού
Πιστεύω ότι είναι σαν να ζούμε σε επανάληψη τη δεκαετία του ’70. Στη Monumenta δεν προλαβαίνουμε να λαμβάνουμε καθημερινά emails και μηνύματα για κτίρια που κατεδαφίζονται σε πολλές συνοικίες της Αθήνας. Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια Monumenta
Πριν από ακριβώς 100 χρόνια ιδρύθηκε σε απόσταση έξι χιλιομέτρων από την Ακρόπολη ο πρώτος ιδιωτικός οικισμός της Αθήνας με την ονομασία «Ψυχικό» σε σχέδια του αρχιτέκτονα – πολεοδόμου Αλέξανδρου Νικολούδη. Στην πραγματικότητα ήταν ένα από τα λίγα πολεοδομικά προγράμματα που εφαρμόστηκαν κατά γράμμα στον ελλαδικό χώρο, και μάλιστα στο πρότυπο των αγγλικών κηπουπόλεων του 19ου αιώνα με τον χαρακτηριστικό ακτινωτό σχεδιασμό, δηλαδή την αξονική σύνδεση των κόμβων – πλατειών, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται ακτινωτά τα οικοδομικά τετράγωνα σε καμπύλες, συνήθως, οδούς.
Ο Δήμος Φιλοθέης – Ψυχικού είναι αποφασισμένος να γιορτάσει την επέτειο με μια νίκη υπέρ της φυσιογνωμίας του πιο περιζήτητου προαστίου της ελληνικής πρωτεύουσας. Το Ψυχικό, όπως και η γειτονική Φιλοθέη, έχει αισθανθεί για τα καλά την πίεση της αλματώδους αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας. Πλήθος οικοδομικών αδειών συνωστίζονταν από το 2017 και μετά στο πολεοδομικό γραφείο της Αγίας Παρασκευής. Τα πρώτα… πληθωρικά εργοτάξια έκαναν την εμφάνισή τους κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου στον δήμο. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, το 2019, ο σημερινός δήμαρχος Φιλοθέης – Ψυχικού Δημήτρης Γαλάνης συνειδητοποίησε ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πρωτοφανή κατάσταση. «Αυτό που είχε αλλάξει ήδη από το 2012 ήταν ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός, αλλά επειδή η οικοδομική δραστηριότητα είχε καταβαραθρωθεί λόγω ύφεσης πολλοί δήμοι βρέθηκαν προ εκπλήξεως». Ο ΝΟΚ μπορεί να είχε ενεργειακό περίβλημα, αλλά μια ματιά στις «λεπτομέρειες» αποκάλυπτε μπόνους πρόσθετου 5% στον συντελεστή δόμησης και τη δυνατότητα κατασκευής «ενεργειακού» δώματος, που στη νεοελληνική πραγματικότητα μεταφραζόταν σε έναν επιπλέον όροφο και σε μεγαλύτερα ύψη των νέων… ενεργειακών οικοδομών.
«Για το Ψυχικό και τη Φιλοθέη το να πάμε από τα 11 στα 14 μέτρα ύψος δεν θα ήταν μια αμελητέα μεταβολή. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να γίνει εύκολα αποδεκτή, γιατί απειλεί ευθέως τον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό χαρακτήρα αυτών των δύο περιοχών». Γενικά ο ΝΟΚ ευνοεί πιο πληθωρικά κτιριολογικά προγράμματα που πολλές κατασκευαστικές και εργοληπτικές εταιρείες είδαν με καλό μάτι. Μια σειρά από μονοκατοικίες του Ψυχικού και της Φιλοθέης βρέθηκαν εκτεθειμένες. «Αναλάβαμε από την πρώτη στιγμή δράση και είπαμε στην κυβέρνηση ότι δεν είναι δυνατόν οικοδομικοί κανονισμοί να υπερισχύουν των ειδικών προεδρικών διαταγμάτων που προστατεύουν το ειδικό πολεοδομικό καθεστώς των τριών αθηναϊκών κηπουπόλεων: Ψυχικού, Φιλοθέης και Εκάλης. Επίσης ιδρύσαμε πολεοδομικό γραφείο στον δήμο μας, έτσι ώστε να έχουμε καλύτερο έλεγχο των φακέλων που αφορούν τις γειτονιές μας». Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει σαφές αν τα ειδικά διατάγματα υπερισχύουν του ΝΟΚ, ο Δήμος Φιλοθέης – Ψυχικού έχει πετύχει να «παγώσει» μια σειρά από οικοδομικές άδειες και επομένως δεκάδες κατεδαφίσεις μονοκατοικιών.
«Ξέρετε, ο κόσμος πιστεύει ότι εδώ ζουν κάποιοι πλούσιοι, επομένως δεν έχει σημασία. Κανείς δεν σκέφτεται ποιες οικονομικές θυσίες έκαναν λιγότερο εύποροι κάτοικοι τις μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν σε όλο το υπόλοιπο Λεκανοπέδιο κάποιοι άλλοι πλούτιζαν εκποιώντας οικόπεδα και σπίτια. Εχει δοθεί αγώνας για να διαφυλάξουμε τον χαρακτήρα του προαστίου μας και αυτό κάνουμε και σήμερα». Πιστεύει ότι η «περιπέτεια» με τον νέο οικοδομικό κανονισμό τελείωσε εδώ για τον δήμο του; «Οχι, η μάχη συνεχίζεται. Αλλά όταν μια εταιρεία βλέπει αντίδραση και νομικές εμπλοκές προτιμά να επενδύσει σε άλλες περιοχές, γιατί όσο καθυστερεί το σχέδιό της στο Ψυχικό ή στη Φιλοθέη χάνει και χρόνο και χρήματα».
Ενα νέο κοινωνικό μοντέλο
Αλλά γιατί ένα διαμέρισμα στα προάστια εξακολουθεί να αποτελεί τόσο ισχυρό μαγνήτη για τόσο πολύ κόσμο, ρωτάω τον συνάδελφο στην «Κ» και άριστο γνώστη της αθηναϊκής πραγματικότητας Νίκο Βατόπουλο. «Νομίζω αυτό που κλίνει την πλάστιγγα συντριπτικά υπέρ των προαστίων κυρίως για μια οικογένεια είναι η κακή ποιότητα του κτιριακού αποθέματος του κέντρου της Αθήνας. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικές υποδομές είναι κατά τεκμήριο πολύ καλύτερες στα προάστια, έχουμε αμέσως μια πρώτη εικόνα αυτής της ανισορροπίας. Αλλά υπάρχει και κάτι επιπλέον: ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν εμφανίζονται οι πρώτες μοντέρνες πολυκατοικίες με την ενιαία διαρρύθμιση, είναι σαφές ότι εξυφαίνεται ένα κοινωνικό μοντέλο άνεσης και ευημερίας που οι γερασμένες πολυκατοικίες του κέντρου δεν μπορούσαν να υπηρετήσουν. Δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα από τότε· υπό την έννοια ότι δεν έχουν μεταβληθεί δραματικά τα δεδομένα, ούτε έχει αλλάξει το κοινωνικό αίτημα περί άνεσης και ευημερίας».
Δεν έχετε παρά να δείτε τις νέου τύπου πολυκατοικίες, με τα πολύ αεροδυναμικά σχέδια, που κατασκευάζονται κυρίως στα νότια προάστια, Γλυφάδα και Βούλα, οι οποίες υποστηρίζουν ένα νέο οικιστικό μοντέλο που βρίσκεται περισσότερο κοντά στην ιδέα του συγκροτήματος (με τις αντίστοιχες υπηρεσίες) και λιγότερο σε αυτό της παραδοσιακής πολυκατοικίας.
Από τη Βούλα στο Χαλάνδρι
Ο Χάρης Σαββίδης είναι αρχιτέκτονας και κάτοικος Βούλας. «Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι πρωτόγνωρο», λέει. «Τα τελευταία χρόνια στα νότια προάστια ζούμε μια ευρύτατη ανοικοδόμηση, η οποία οφείλεται τόσο στο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για την τοπική αγορά κατοικίας όσο και στη θέληση αυτών που επιθυμούν να έρθουν να κατοικήσουν στην Ελλάδα επωφελούμενοι από τη συνθήκη Σένγκεν και την ελευθερία που αυτή δίνει για την ελεύθερη διακίνηση και εργασία σε όλη την Ευρώπη, εφόσον εξασφαλίσει κανείς τη “χρυσή βίζα”, τη μόνιμη δηλαδή διαμονή εντός Σένγκεν». Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ανοικοδόμησης είναι η κατεδάφιση όλων των μονοκατοικιών των περασμένων δεκαετιών από το 1930 έως το 1980 και η ανέγερση στη θέση τους πολυκατοικιών, σύμφωνα με τον τελευταίο οικοδομικό κανονισμό.
«Ο τελευταίος οικοδομικός κανονισμός», υποστηρίζει ο κ. Σαββίδης, «όπως αυτός αναθεωρήθηκε κατ’ επανάληψη και συμπληρώθηκε μέχρι το 2021, προσφέρει διάφορα κίνητρα όσον αφορά την κατασκευή νέων οικοδομών στη θέση παλαιότερων, τη μείωση της κάλυψης των οικοπέδων, καθώς επίσης και την αναβάθμιση της ενεργειακής κλάσης των κτιρίων, δηλαδή την αναβάθμιση των προδιαγραφών της θερμομόνωσης, της θέρμανσης και των άλλων μηχανολογικών εγκαταστάσεων των κτιρίων. Αυτά τα κίνητρα παράγουν μεγαλύτερα κτίρια, δηλαδή αυξάνουν τον συντελεστή δόμησης και το ύψος των κτιρίων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάθε καινούργια οικοδομή να εξέχει τουλάχιστον τρία με τέσσερα μέτρα πάνω από τις παλαιότερες, καθώς επίσης και να πολλαπλασιάζει τους ορόφους, που στο παρελθόν ήταν συνήθως μέχρι τέσσερις όροφοι, ενώ τώρα έχουν γίνει έξι και μερικές φορές επτά όροφοι. Απ’ όλα τα παραπάνω έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση στην αγορά η οποία δεν είναι πλέον αναστρέψιμη».
Μέχρι ακόμη και τη δεκαετία του ’90 έβλεπες άχτιστα οικόπεδα στη Γλυφάδα, τονίζει ο Νίκος Βατόπουλος. «Αυτή είναι μια σημαντική ποιοτική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα “κύματα” ανοικοδόμησης, καθώς σήμερα δεν υπάρχουν άδεια οικόπεδα, οπότε η πίεση μεταφέρεται στις μονοκατοικίες».
Παρόμοια εικόνα μεταφέρει από το Χαλάνδρι και ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, αρχιτέκτων πολεοδόμος και μέχρι πρόσφατα καθηγητής στο ΕΜΠ και κοσμήτορας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων. «Το διαπιστώνω και εγώ τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά συνέβαινε εξίσου πριν από 12-15 χρόνια, δηλαδή πριν από την κρίση. Χάσαμε τότε αξιόλογα μεσοπολεμικά κτίρια στο Χαλάνδρι». Δεν μπορούν βέβαια να προστατευθούν ή να σωθούν όλα, σημειώνει. «Η οικονομία και οι κοινωνικές ανάγκες είναι οι κινητήριες δυνάμεις στην οικοδομή, όπως και αλλού. Η διεύρυνση της προστασίας στα αξιολογότερα θα ήταν μια επιλογή και ο περιορισμός του οφέλους της ανοικοδόμησης μια άλλη. Η καλλιέργεια του ενδιαφέροντος γι’ αυτές τις μονοκατοικίες και η προβολή της πολύπλευρης αξίας τους –η ποιότητα ζωής, η κλίμακα, η αισθητική, η οικολογία, η μνήμη κ.ά.– μπορούν να συμβάλουν στην προστασία και την ανάδειξή τους. Και σε αυτό μπορούν να συμβάλουν, πολύ περισσότερο από τον ειδικό Τύπο, τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Πολύ σημαντική θα ήταν επίσης μια πολιτική κινήτρων για τη διατήρηση και συντήρηση ή ανακαίνιση μονοκατοικιών χωρίς δεσμευτική προστασία σε επιλεγμένες γειτονιές, στις οποίες τα σπίτια οικοδομήθηκαν σε ειδικές συνθήκες, όπως ήταν η προσφυγική αποκατάσταση στη Νέα Σμύρνη, ή διαμόρφωσαν οικοδομικά περιβάλλοντα με κοινωνική, οικολογική ή αστική ισορροπία, όπως στο Χαλάνδρι».
«Είναι όντως η κατάσταση μη αναστρέψιμη όπως την περιγράφει ο αρχιτέκτονας Χάρης Σαββίδης;», ρωτάω τον συνήθως αισιόδοξο Νίκο Βατόπουλο. «Δεν το ξέρω αυτό, αλλά σίγουρα υπάρχουν εργαλεία που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε. Πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα σε μια σειρά από συνοικίες και προάστια αν είχαμε προβλέψει ως πολιτεία συγκεκριμένες προδιαγραφές: να εξασφαλίζαμε πανταχόθεν ελεύθερες οικοδομές έτσι ώστε να δίνεται η ευκαιρία και για αρχιτεκτονική ποιότητας ή υψηλότερων απαιτήσεων, να βάζαμε ένα όριο στους τέσσερις ή πέντε ορόφους και οπωσδήποτε να υπήρχε μεγαλύτερη πρόνοια για το πράσινο;».