Εως 3.000 ευρώ για αγορά πανεπιστημιακής εργασίας

Εως 3.000 ευρώ για αγορά πανεπιστημιακής εργασίας

Τα τελευταία χρόνια, πέριξ των ΑΕΙ και στο Διαδίκτυο οργανώνονται μικρά γραφεία ή εταιρείες που χρεώνουν από 100 έως 3.000 ευρώ για «έτοιμες» πανεπιστημιακές εργασίες

6' 31" χρόνος ανάγνωσης

Υποψήφιοι του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ και δημόσιοι υπάλληλοι δίνουν έως και 3.000 ευρώ για μία πανεπιστημιακή εργασία που θα τους βοηθήσει στο κυνήγι μιας θέσης στον δημόσιο τομέα ή για να αναβαθμίσουν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα για τη διεκδίκηση μιας καλύτερης θέσης στην υπηρεσία τους. Οι δύο αυτές κατηγορίες «αγοραστών» πανεπιστημιακών εργασιών έρχονται να προστεθούν σε όσους φοιτητές προπτυχιακών σπουδών επιδιώκουν να περάσουν με επιτυχία ένα δύσκολο μάθημα και πληρώνουν μία εργασία σε κάποιο τρίτο.

Πέριξ των πανεπιστημίων καθώς και στο Διαδίκτυο οργανώνονται από μικρά γραφεία του ενός ή δύο ατόμων έως και εταιρείες που φτιάχνουν «έτοιμες» μεταπτυχιακές εργασίες. «Τα μικρά γραφεία δεν διαφημίζονται, όλα γίνονται από στόμα σε στόμα ανάμεσα σε φοιτητές που έμειναν ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες τους, δηλαδή πήραν το πτυχίο», λέει στην «Κ» πανεπιστημιακός. Το φαινόμενο έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν γίνει πολλοί διορισμοί στον δημόσιο τομέα, ενώ έχουν επιλεγεί και νέα στελέχη. Χαρακτηριστικά, στον μεγαλύτερο κλάδο του Δημοσίου, την εκπαίδευση, έχουν γίνει 25.000 διορισμοί και έχουν αλλάξει όλα τα στελέχη εκπαίδευσης. Για το θέμα η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη εξετάζει υποθέσεις ανάληψης επί πληρωμή και εξ ολοκλήρου συγγραφής εργασιών για λογαριασμό τρίτων. Στη μεγάλη βιομηχανία της λογοκλοπής και των αντιγραφών έχουν μπει και τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης.

Ειδικότερα, η εκτίναξη των μεταπτυχιακών σπουδών τα τελευταία χρόνια αποδίδεται και στο κυνήγι των μορίων από υποψηφίους του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ αλλά και δημοσίους υπαλλήλους. «Εχουμε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα από 25χρονους έως και 55χρονους. Θυμάμαι έναν κύριο πολύ καταρτισμένο και συνεπή που ήθελε να βελτιώσει το βιογραφικό του ώστε να διεκδικήσει μία θέση στελέχους», λέει στην «Κ» πανεπιστημιακός κεντρικού ΑΕΙ.

Οσοι πουλούν τέτοιες υπηρεσίες κινούνται υπογείως και στα κρυφά. Ετσι, όπως ανέφερε στην «Κ» έμπειρος ιδιοκτήτης πανεπιστημιακού φροντιστηρίου στην Αττική, «υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που νοικιάζουν ένα μικρό χώρο γύρω από τα πανεπιστήμια και συγγράφουν πανεπιστημιακές εργασίες. Κινούνται, αναπτύσσονται στις παρυφές των πανεπιστημιακών φροντιστηρίων, που λειτουργούν νόμιμα».

Την ίδια στιγμή, έχουν πολλαπλασιαστεί οι εταιρείες που ειδικεύονται στη συγγραφή των εργασιών. «Πλασάρονται ως δήθεν “συμβουλευτικές”, αλλά επί της ουσίας συγγράφουν από την αρχή μέχρι το τέλος τις εργασίες των “πονηρών” πελατών», αναφέρει η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος (ΟΙΕΛΕ), με τον πρόεδρό της κ. Γεώργιο Χριστόπουλο να κάνει λόγο στην «Κ» για ένα φαινόμενο τόσο εκτεταμένο που θα πρέπει να χαρτογραφηθεί αρχικά το πεδίο ώστε να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα. Μάλιστα, πέρυσι η ηγεσία του ΕΜΠ κατέθεσε μήνυση στον αρμόδιο εισαγγελέα καθώς υπήρξε ανακοίνωση σε χώρους του ΑΕΙ που έλεγε ότι γραφεία-εταιρείες που εκπονούν εργασίες συνεργάζονται με προσωπικό του ιδρύματος. Υπονοούσε ότι καθηγητές «στέλνουν» φοιτητές-πελάτες στις εταιρείες αυτές.

Εως 3.000 ευρώ για αγορά πανεπιστημιακής εργασίας-1

Διαβάθμιση τιμών

«Πολλά παιδιά νοικιάζουν χώρο γύρω από τα ιδρύματα και κινούνται στις παρυφές των πανεπιστημιακών φροντιστηρίων, που λειτουργούν νόμιμα».

Ο τζίρος των εταιρειών δεν μπορεί να εκτιμηθεί, αλλά θεωρείται ότι είναι υψηλός, καθώς το φαινόμενο εντοπίζεται τόσο στα προπτυχιακά προγράμματα όσο και στις μεταπτυχιακές σπουδές. Οι τιμές δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια διότι η δραστηριότητα αυτή κινείται στο πλαίσιο της παραοικονομίας και η πληρωμή γίνεται χωρίς απόδειξη. Πάντως αναφορές φοιτητών και καθηγητών στην «Κ» μιλούν για εργασίες από 100 ευρώ έως και 3.000 ευρώ. Η διαβάθμιση των τιμών εξαρτάται από την έκταση κάθε εργασίας και τον βαθμό δυσκολίας της αλλά και τον φοιτητή. Αλλη τιμή ισχύει για τις εργασίες που δίνονται στο πλαίσιο ενός προπτυχιακού μαθήματος, για πτυχίο ή στο πλαίσιο ενός μεταπτυχιακού προγράμματος, χαμηλότερη είναι η αμοιβή των προπτυχιακών φοιτητών που γράφουν εργασίες για νεότερους.

Ερωτήματα ανακύπτουν και για τα μεταπτυχιακά προγράμματα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού εξ αποστάσεως και πώς αποκτώνται οι τίτλοι τους. Ενδεικτικό είναι ότι το υπουργείο Παιδείας όρισε οι υποψήφιοι για θέσεις στελεχών εκπαίδευσης οι οποίοι κατέχουν τίτλο ξένου ΑΕΙ για να μοριοδοτηθούν για αυτό καθώς και για τη γνώση της ξένης γλώσσας στην οποία αποκτήθηκε ο τίτλος πρέπει να εξεταστούν στην ξένη γλώσσα. Τελικά, πολλοί είχαν καταθέσει μεταπτυχιακά από ξένα ΑΕΙ αλλά πολύ λιγότεροι προσήλθαν στις σχετικές προφορικές εξετάσεις.

Επίσης, πολλοί εστιάζουν και στις εξ αποστάσεως μεταπτυχιακές σπουδές –πολλοί Ελληνες τις επιλέγουν αφού τους εξυπηρετούν καθώς εργάζονται παράλληλα– και στο κατά πόσο γίνονται ουσιαστικά ή… επί τροχάδην και χωρίς ακαδημαϊκούς όρους.

Οπως τονίζει η ΟΙΕΛΕ, «η μοριοδότηση των ακαδημαϊκών προσόντων στους πίνακες του ΑΣΕΠ γιγάντωσε στη χώρα μας το ντροπιαστικό φαινόμενο της συγγραφής διατριβών, τόσο για μεταπτυχιακά όσο και για διδακτορικά, από εταιρείες που πλασάρονται ως δήθεν “συμβουλευτικές” αλλά επί της ουσίας συγγράφουν από την αρχή μέχρι το τέλος τις εργασίες των “πονηρών” πελατών. Με τον τρόπο αυτό δεκάδες παραβατικοί υποψήφιοι εκπαιδευτικοί μοριοδοτούνται για τον πίνακα του ΑΣΕΠ και θα καταλάβουν τη θέση άλλων που μόχθησαν για να λάβουν τον τίτλο τους».

Μπορεί το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί; Στην περίπτωση που όσοι γράφουν τις εργασίες λογοκλέπτουν κείμενα είναι πιο εύκολο. Και αυτό γιατί υπάρχει εγκατεστημένο σε όλες τις βιβλιοθήκες λογισμικό που ανακαλύπτει τη λογοκλοπή. Αντίθετα, είναι δύσκολο ο καθηγητής να αντιληφθεί την απάτη όταν οι «πωλητές εργασιών» συντάσσουν εργασίες, χωρίς συρραφές άλλων κειμένων και λογοκλοπές.

ΑΠΟΨΗ

«Κλειδί» η προσέγγιση του αγαθού της γνώσης

Του Νίκου Φωτόπουλου*

Δυστυχώς ζητήματα όπως η «αγορά» εργασιών ή η «επί πληρωμή» εκπόνηση μεταπτυχιακών και διατριβών, πολλές φορές συνδέονται και συνυπάρχουν με άλλες πρακτικές, όπως η «λογοκλοπή», ο «πλαγιαρισμός», η «κειμενική ταύτιση» κ.ά., πρακτικές που, εκτός του ότι είναι διεθνείς, σε καμία περίπτωση δεν τιμούν την επιστημονική και ακαδημαϊκή δεοντολογία. Σε μια εποχή που τα προσόντα και η απόκτηση δεξιοτήτων είναι περιζήτητα, βρισκόμαστε ενώπιον ενός ανερχόμενου «πληθωρισμού προσόντων» που, με τον τρόπο που αναπτύσσεται, τείνει να υποβαθμίζει και να πλήττει ευθέως την ουσία της μάθησης με συνέπεια την ευδοκίμηση στρατηγικών και πρακτικών με καθαρά κερδοσκοπικό αλλά και χρησιμοθηρικό προσανατολισμό. 

Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν έγκειται στην προσπάθεια των πολιτών να εκπαιδευτούν, να αναζητούν γνώσεις, δεξιότητες και προσόντα μέσα από αξιόπιστες, εκπαιδευτικά και ακαδημαϊκά έγκυρες διαδικασίες. Τουναντίον. Η συμμετοχή στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στη διά βίου μάθηση είναι σημαντικό να ενισχυθεί και να διευρύνεται διαρκώς. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην ανάδυση μιας «αγοραίας» κουλτούρας που ευδοκιμεί στις μέρες μας, όταν η αγορά εργασίας απαξιώνει και υποαμείβει διαρκώς τα προσόντα και τις δεξιότητες των εργαζομένων, ενώ την ίδια στιγμή «πιέζει» για περισσότερα –κυρίως πιστοποιημένα– προσόντα, χωρίς ωστόσο η συντεταγμένη πολιτεία να παρέχει τα μέσα, τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό αλλά και την πολυτροπική υποστήριξη που πολίτες χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί επαρκώς η εν λόγω απαίτηση. Η «παγκόσμια» αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση και η «εγχώρια» ανεβάζουν διαρκώς τον «εκπαιδευτικό πήχυ», χωρίς όμως να διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για μια ομαλή και κοινωνικά δίκαιη μετάβαση σε μια ουσιαστική «κοινωνία της γνώσης». Αν λάβουμε υπόψη στοιχεία όπως η ανεργία, οι ανισότητες, η έλλειψη σοβαρού ρυθμιστικού πλαισίου, οι πολιτικές που απαξιώνουν την ισχύ και τον ρόλο των δημόσιων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης κ.ά., αντιλαμβανόμαστε πως διαμορφώνονται ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη ενός «αγοραίου» εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Η τάση αυτή προφανώς είναι ανησυχητική και απειλεί την αξιοπιστία και την ποιότητα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, με αποτέλεσμα να κρίνεται απολύτως αναγκαία μια ουσιαστική, δραστική και θεσμική οριοθέτηση της εν λόγω διεργασίας. 

Είναι προφανές πως και «τεχνολογίες ελέγχου» υπάρχουν αλλά και ισχυρή βούληση από φορείς και εκπαιδευτικά ιδρύματα ώστε να διασφαλιστούν οι όροι της επιστημονικής και εκπαιδευτικής δεοντολογίας. Παρ’ όλα αυτά, τα «τεχνικά μέσα», όσο προηγμένα και να είναι, από μόνα τους δεν αρκούν. Απαιτείται και η αλλαγή κουλτούρας σε σχέση με την προσέγγιση του αγαθού της γνώσης. Εκεί πιστεύω πως βρίσκεται το «κλειδί». Oσο η γνώση θα αντιμετωπίζεται ως «καταναλωτό εμπόρευμα» και όχι ως πολιτισμικός κώδικας και αξία ζωής, τόσο το φαινόμενο θα συνεχίζεται και προφανώς θα εντείνεται. Ωστόσο, η πολιτεία οφείλει να μην καθυστερήσει άλλο και κυρίως να ελέγξει με αυστηρό και θεσμικό τρόπο κάθε «επιχειρηματική δραστηριότητα» αλλά και κάθε «αντιδεοντολογική συμπεριφορά» που σχετίζεται με πρακτικές που προάγουν την αναξιοκρατία στην απονομή, αναγνώριση και πιστοποίηση προσόντων και συμβάλλουν στον ευτελισμό της μαθησιακής διαδικασίας σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης.
 
* Ο κ. Νίκος Φωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT